e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Λίγο πριν το τέλος

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Στα Ριζοχώρια, σκοτείνιαζε νωρίς, ιδιαίτερα όταν η μέρα ήταν σκουντουφλιασμένη από το πρωί. Νοέμβρης Μήνας, είχε αρχίσει να σουρουπώνει, άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες ψιχάλες αργά-αργά. Ο Πίπης, μαζεύτηκε από τα παιχνίδια με τα παιδιά της γειτονιάς κι ετοιμαζόταν να καθίσει στο τραπέζι για φαγητό.

Ξημέρωνε του Αγίου Στυλιανού και η μάνα, έφτιαχνε τηγανίτες για το καλό του χρόνου μια και γιόρταζε ο πατέρας. Ξερογλειφόταν ο μικρός, ήξερε όμως, ότι πρώτα έπρεπε να φάει τη λαδομανέστρα και μετά τηγανίτες.  Όμως, πονηρούλης, θα έτρωγε γρήγορα-γρήγορα τη μανέστρα και μετά… Ε, μετά, τρέχανε τα σάλια του, ένα μεγάλο πιάτο τηγανίτες με μπόλικο πετιμέζι και καρύδια! Όλα κι όλα, όταν έφτιαχνε η μάνα τηγανίτες έφτιαχνε μια γαδίνα μεγάλη και τρώγανε και την άλλη μέρα. Μεγάλη φαμελιά, ήταν τέσσερα παιδιά, τρία σερνικά και ένα θηλυκό, μεγαλύτερος ο Πίπης.

Μα, προφανώς, λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο ο 10χρονος Πίπης.

-Πίπη, ακούστηκε η βροντερή φωνή του πατέρα. Μη στρώνεσαι στο τραπέζι, να πας να φέρεις τη φοράδα πρώτα.

Μαζεύτηκε το παιδί, κοιτάζει τη μάνα, τσιμουδιά εκείνη.

-Άιντε, τι κάθεσαι; ο πατέρας.

Σηκώθηκε υποχρεωτικά και πήρε το δρόμο κατσουφιασμένος.

Να περιμένει με λαχτάρα πως θα φάει τηγανίτες και να πρέπει τώρα να τρέχει να μαζεύει τη φοράδα; Όμως, ήξερε, δε σήκωνε να αντιμιλήσει στον πατέρα, έτσι πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κοίταξε εκεί που συνήθως, δένανε τη φοράδα το πρωί, δε βλέπει τίποτα. Ρίχνει άλλη μια ματιά γύρω, πουθενά το ζωντανό.

Δεν στάθηκε να το σκεφτεί δεύτερη φορά, μεγάλος πειρασμός οι τηγανίτες, βάζει το δρόμο τρέχοντας και φτάνει σπίτι, πιστεύοντας πως θα λύθηκε η φοράδα και θα γύρισε σπίτι.

-Πού είναι η φοράδα; ρωτάει απορημένος ο πατέρας.

-Επήγα εκεί που τη δένουμε, κοίταξα ουλούθες, μα δεν την είδα.

Αγριεύει ο Στέλιος.

-Ξεκουμπίσου και τράβα πίσω και μη γυρίσεις χωρίς το ζωντανό.

Κοιτάζει ικετευτικά προς τη μάνα ο Πίπης.

-Πού το στέλνεις το παιδί νυχτιάτικα και βρέχει κιόλας;

Μα η βλοσυρή ματιά του Στέλιου την  πάγωσε.  Έσκυψε το κεφάλι, σήκωσε την ποδιά να σκουπίσει το δάκρυ κρυφά, μην την πάρουν χαμπάρι. Εν τω μεταξύ, είχε σκοτεινιάσει για καλά και ψιλόβροχε.

Έτρεμε από το κρύο και το φόβο το μικρό παιδί, μα τον ήξερε τον πατέρα,  αλίμονο του αν δεν γύριζε με τη φοράδα.

Κοίταζε γύρω με τρόμο, η βροχή τύφλωνε τα μάτια του και βάδιζε στο σκοτάδι.

Από το παιδικό του μυαλό, περνούσαν χίλιες σκέψεις ταυτόχρονα. Πως, ο Χριστούλης τον τιμωρεί να μη φάει τις τηγανίτες γιατί δεν έψαξε καλά την πρώτη φορά να βρει τη φοράδα, μέχρι να γυρίσει θα τις έχουν φάει όλες. Μα  και η βροχή, τιμωρία θα είναι.

Προσπάθησε να μαζέψει το μυαλό του για να μη χάσει το δρόμο, μολονότι βάδιζε για πολύ χωρίς να ξέρει πού βρίσκεται, έτρεμε πως εκεί θα πεθάνει ολομόναχος.  Θύμωνε με τη φοράδα, θύμωνε με τον εαυτό του όπου δεν έψαξε καλά την πρώτη φορά να την βρει. Θύμωνε με τον πατέρα που ήταν σκληρός και άπονος. Ορκιζόταν πως αν γλιτώσει απόψε και γυρίσει σπίτι με τη φοράδα, δε θα ξεχάσει ποτέ την αποψινή βραδιά και την απονιά του πατέρα.

-Άσε να μεγαλώσω κακομοίρη μου και θα δεις τι έχεις να πάθεις. Και το ξύλο που τρώω εγώ αλλά και το ξύλο που τρώει η μάνα, τα άλλα παιδιά δεν τα αγγίζεις, είναι τάχα μου μικρά, κι εγώ τι είμαι, μεγάλος;  

Τον πονούσε πολύ όταν χτύπαγε τη μάνα ο πατέρας κι εκείνος πώς να την προστατέψει όπου ο πατέρας ήταν κοτζάμ άνδρας; Πώς να τα βάλει μαζί του, μα πού θα πάει, δε θα μεγαλώσει;

Με αυτές τις σκέψεις έπαιρνε κουράγιο κι αντρειωνόταν. Έφτασε πέρα στο χτήμα κι άρχισε να κοιτάζει χωρίς να βλέπει, σκοτάδι και βροχή παντού. Σε μια μεγάλη αστραπή, βλέπει τη φοράδα να βρίσκεται εκεί κοντά ζητώντας προφανώς καταφύγιο από τη βροχή σε κάτι θάμνους. Βλέποντάς την έτσι μαζεμένη και προφανώς φοβισμένη, πήγε κοντά τη χάιδεψε της μίλησε τρυφερά όπως μόνο τα μικρά παιδιά ξέρουν να μιλούν, την έπιασε από το σχοινί για να σηκωθεί και σαν δυο καλά φιλαράκια, πήραν το δρόμο για το σπίτι. Ως δια μαγείας, εξατμίστηκε ο θυμός του, όπως και όλες οι απειλές για τιμωρία του πατέρα όταν μεγαλώσει. Και, όχι, δεν τον τιμωρεί ο Χριστούλης, εκείνος τα αγαπάει τα παιδιά, το είπε και ο παπάς στην εκκλησία την Κυριακή.

Βλέποντας αβοήθητη και μόνη μες στη βροχή στο κρύο και το σκοτάδι τη φοράδα, κάπου ένιωσε ντροπή. Τα έβαλε με τον εαυτό του, αν έψαχνε να την βρει την πρώτη φορά αντί να σηκωθεί να φύγει, το ζώο θα ήταν ήσυχο στο στάβλο κι εκείνος θα είχε φάει όλες τις τηγανίτες ζεστές- ζεστές μετά τη μανέστρα. Ενώ τώρα, ασφαλώς θα του είχε φυλάξει το μερτικό του η μάνα, αλλά  θα τις έτρωγε κρύες.

Φτάνοντας, κάποτε στο σπίτι, τον άρπαξε με λαχτάρα στην αγκαλιά της η μάνα του έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα και τα παπούτσια, τον έντυσε ζεστά, τον τύλιξε  με μια κουβέρτα και κάθισαν μαζί στη φωτιά να ζεστάνει τη μανέστρα και τις τηγανίτες να φάει. Τα άλλα παιδιά, είχαν χορτάσει τηγανίτες, κάθονταν πάνω στον καναπέ και έλεγαν τα δικά τους. Έτρεμε ακόμα ο μικρός από τη λαχτάρα που πέρασε, το κρύο και το φόβο.

Ο πατέρας, έκανε κάτι παρόμοιο με τη φοράδα, τη σκούπισε καλά της έριξε ένα μεγάλο  αντραμίδι για να ζεσταθεί, της έδωσε να φάει και της μιλούσε λες κι ήταν άνθρωπος και καταλάβαινε. Και βέβαια καταλάβαινε το ζωντανό, χλιμιντρούσε χαρούμενα κι ερχόταν γύρω του!

Ο μικρός Πίπης, ακούγοντας τον πατέρα να μιλάει με τόση έγνοια και αγάπη στη φοράδα, άλλαξε πάλι γνώμη.

-Όχι, σκεφτόταν, δεν είναι κακός ο πατέρας, μόνο που θυμώνει εύκολα.

Και πέρασαν τα χρόνια και μεγάλωσε ο Πίπης κι έγινε μεγάλος και τρανός.

Ο πατέρας ήταν εκείνος που ήθελε να πάει Σχολείο και να σπουδάσει.

 -Εσύ να μάθεις γράμματα να μη βασανίζεσαι στη γη.

Τα κατάφερε κι έγινε Δάσκαλος. Δεν ήταν λίγο ούτε εύκολο, για ένα φτωχό παιδί όχι μόνο να πάει στο Γυμνάσιο 6 ολόκληρα χρόνια και να το τελειώσει με πολύ καλούς βαθμούς, αλλά να μπει και στην Ακαδημία. Γιατί ο πατέρας,  κατάφερνε και του έστελνε από λίγα χρήματα κάθε μήνα.

Το μεγάλο  παράπονο του, πως μόνο εκείνον χτύπαγε πάντα.

Γέρνει πάνω στο σκελετωμένο κορμί του πατέρα ο Σπύρος. Το χαϊδευτικό Πίπης, μεγαλώνοντας το εγκατέλειψε, μόνο η μάνα μέχρι που έκλεισε τα μάτια  τον έλεγε Πίπη μου.

-Στέγνωσε η γλώσσα μου, Σπύρο μου.

Τρέχει ο Σπύρος, μεγάλος άνδρας πια, ( κατάφερε να πάρει τρεις μήνες άδεια άνευ αποδοχών, για να φροντίσει τον πατέρα), τον ανασηκώνει λίγο στα μαξιλάρια να πιει λίγες γουλιές νερό.

-Να έχεις την ευχή μου, Σπύρο μου. Εσύ με φροντίζεις τόσον καιρό. Η μάνα σου βιάστηκε να φύγει και τα αδέλφια σου, μεγαλώνοντας πήραν το δρόμο της ξενιτιάς. Πρώτη η Μαντινούλα αμέσως μόλις παντρεύτηκε και μετά πήρε το Ρίκο και τον Ανδρέα. Τι να κάνω τις επιταγές που μου στέλνουν, ανήμπορος όπως είμαι.

Ο μόνος που στάθηκε δίπλα στον πατέρα, με σεβασμό και αγάπη, ξεχνώντας πόσο σκληρός είχε σταθεί απέναντί του, ήταν όντως ο Σπύρος.

Τον βλέπει έτσι ανήμπορο και πολύ άρρωστο, ο καρκίνος είχε κάνει καλά τη δουλειά του, γνωρίζει πως το τέλος κοντοζυγώνει, ζήτημα ημερών, είπε  προχθές ο γιατρός και ξαφνικά νιώθει την επιτακτική ανάγκη πριν φύγει ο πατέρας, να μάθει γιατί ήταν τόσο σκληρός με τον ίδιον και τη μάνα, μα δειλιάζει.

Δυο μέρες μετά, βλέποντας το τέλος να πλησιάζει παίρνει απόφαση να μιλήσει,  

-Πατέρα, θέλω να σε ρωτήσω κάτι, μα δειλιάζω.

-Πλησιάζει το τέλος μου, παιδί μου, κι εγώ ήθελα να σου πω κάποια πράγματα. Αλλά μίλησε, εσύ πρώτα.

-Χρόνια με βασανίζει η σκέψη, πατέρα, γιατί ήσουν τόσο σκληρός μαζί μου, όχι με τα αδέλφια μου, με μένα μόνο και γιατί έβριζες τη μάνα συνέχεια και σήκωνες και χέρι πάνω της;

Μόλις που ακουγόταν η φωνή του πατέρα κι ο Σπύρος έσκυψε πάνω του να μη χάσει λέξη.

-Ήμουν πολύ φτωχός, μοίρα στον ήλιο δεν είχα, αγαπούσα μια χωριανή μου, νομίζω με αγαπούσε κι εκείνη, αλλά θεόφτωχη. Όταν τόλμησα να το πω στον πατέρα μου, ίσα που δε με σκότωσε.

-Λίγες μέρες μετά μου ανακοινώνει ότι μου βρήκε νύφη με λεφτά, από ένα μακρινό χωριό κι ότι ήδη έστειλε προξενιό.

-Νύφη με λεφτά;

-Σκότωσε τον άνδρα της σε ατύχημα ένας Ελληνοαμερικάνος με την κούρσα του. Το Δικαστήριο, της έβγαλε καλή αποζημίωση λόγω συνθηκών.

-Δεν την ήθελα τη μάνα σου…αλλά δεν μπορούσα να παρακούσω τον πατέρα μου,  έσκυψα το κεφάλι και την παντρεύτηκα.

Άναυδος ο Σπύρος κάτι πήγε να πει, μα τον έκοψε ο πατέρας.

-Μη με διακόπτεις, παιδάκι μου, άσε να σου τα πω. Ναι, η χήρα είχε λίγα  λεφτά αλλά είχε και ένα παιδί 12 μηνών, εσένα.

Γουρλώνει τα μάτια ο Σπύρος και δεν πιστεύει αυτά που ακούει.

-Καταλαβαίνεις τώρα γιατί ήμουν σκληρός με τη μάνα σου και με σένα;

-Ήταν καλή γυναίκα η μάνα σου…μα εγώ άλλη ήθελα. Μεγαλώνοντας συνέχισα την ίδια τακτική, έβγαζα το άχτι μου στη μάνα σου και σε σένα που δεν φταίγατε.

-Έπρεπε να γεράσω για να καταλάβω πόσο άδικος ήμουν. Νομίζω, είχα αρχίσει να το καταλαβαίνω, τότε που ήθελα να σπουδάσεις  Σπύρο. Ήταν επιθυμία του Νόνου σου, του πατέρα της μάνας σου.

«Από τα λεφτά της αποζημίωσης Στέλιο, φύλαξε λίγα να σπουδάσεις το παιδί, όταν έρθει η ώρα, τον Πίπη μου, το ορφανό τση θεγατέρας μου».

-Του υποσχέθηκα να το κάνω και τήρησα το λόγο μου παιδί μου.

-Από τη μακαρίτισσα τη μάνα σου, λίγο πριν πεθάνει, πήρα άφεση αμαρτιών, κακότυχη κι αυτή τι έφταιγε, ας είναι αναπαυμένη η ψυχούλα της.

-Την ίδια άφεση ζητώ τώρα και από σένα. Μόνη μου δικαιολογία, ότι κι εγώ υπήρξα θύμα του πατέρα μου, θύμα τση φτώχειας. Όμως, σε αγάπησα και σένα, περισσότερο όταν φύγανε τα αδέλφια σου. Έγινες και έμεινες το μοναχοπαίδι μου, Πίπη μου.

Έσκυψε στοργικά ο Σπύρος και φίλησε τον πατέρα.

-Συχωρεμένος, πατέρα, σάμπως ήξερες κι εσύ κάτι καλύτερο;

Λίγες μέρες μετά, έσβησε ήρεμος ο Στέλιος με το Σπύρο δίπλα του. Με το Σπύρο που έκλαψε τον πατέρα που έχανε, παραβλέποντας όσα έγιναν, όσα έμαθε.

δ.μ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: