e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2023

Η Κριματισμένη

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Πέρασαν θάλασσες και ωκεανούς και δεν την πείραξαν τη Μαγδαληνή ούτε οι τρικυμίες ούτε τα υπόγεια ρεύματα που απειλούσαν να αναποδογυρίσουν το υπερωκεάνιο. Μα σαν σαλπάρισε το Αυστραλίς για τη Μελβούρνη από το Φριμάντλ που είχε παραμείνει μία μέρα, κατάκοιτη η Μαγδαληνή. Ούτε να φάει, ούτε να σταθεί στα πόδια της.

Αργότερα, όταν το σκεφτόταν, κατέληξε στο συμπέρασμα πως φτάνοντας σε Αυστραλιανό έδαφος, συνειδητοποίησε ότι σε λίγο θα συναντούσε έναν άγνωστο άνδρα για να τον παντρευτεί, χωρίς καμία εγγύηση ότι εκείνος θα τηρούσε τη «Συμφωνία».

Καλά τα σχέδια που είχε κάνει, μα θα ήταν υλοποιήσιμα;

Είχε αποφασίσει να έρθει μεν στην Αυστραλία μέσω του γαμπρού, ώστε να εξασφαλίσει βίζα, να μην τον παντρευτεί φυσικά, αλλά να εργαστεί για ένα διάστημα να συγκεντρώσει τα ναύλα του Βασίλη και να του κάνει πρόσκληση. Σύμφωνος και ο Βασίλης, αλλά θα το κρατούσαν μυστικό μέχρι να φτάσει εκείνος εδώ.

Ξαφνικά, την έπιασε πανικός. Μετάνιωνε φριχτά για την απόφαση που πήρε. Ο πατέρας και η μάνα της δε συμφώνησαν ποτέ με την απόφασή της να φύγει τόσο μακριά και να παντρευτεί έναν άγνωστο, γιατί φυσικά, δεν τους είπε την αλήθεια. Ένα κορίτσι είχαν όλο κι όλο και αγόρια τρία, αλλά και τον τρόπο τους τον είχαν, τη σπούδασαν, τι ανάγκη είχε να ξενιτευτεί; Μάταιες οι προσπάθειες όλης της οικογένειας. Ένιωθαν τύψεις που την ζόρισαν τόσο πολύ να μην πάρει το Βασίλη με τον οποίον είχαν ένα απλό φλερτ στην αρχή που εξελίχθηκε σε έρωτα.

Οι αντιδράσεις της οικογένειας δεν οφείλονταν τόσο στη φτώχεια του Βασίλη, όσο στο γεγονός πως ο πατέρας του μέθυσος και η μάνα του είχε κακό όνομα. Μικρός τόπος η επαρχία που έμεναν, πώς να δώσουν τη Μαγδαληνή τους σε τέτοια οικογένεια;

Μαθαίνοντας από μια φίλη της ότι θα έφευγε για την Αυστραλία να παντρευτεί με κάποιον που δε γνώριζε καν, αποφάσισε να κάνει κι εκείνη το ίδιο. Ο Αλέξης, ο «αρραβωνιαστικός» της Ισμήνης της φίλης της, σύστησε ως υποψήφιο γαμπρό για τη Μαγδαληνή το φίλο του Μενέλαο. Τα «προξενιά» έγιναν γρήγορα. Η Μαγδαληνή με το Μενέλαο αντάλλαξαν αρκετά γράμματα, μέχρι να φύγει. Είχε δώσει εξετάσεις στην Ιατρική ο Μενέλαος, αλλά λόγω πολιτικών φρονημάτων του πατέρα του, σύνηθες φαινόμενο της εποχής, δεν τα κατάφερε, έτσι κατέληξε στη Μελβούρνη. Μεταξύ των δύο νέων, έγινε Συμφωνία Κυρίων. Δηλαδή, θα της έκανε πρόσκληση ως αρραβωνιαστικιά και όταν έφτανε, θα έκαναν αμέσως Πολιτικό Γάμο, ώστε να εξασφαλίσει η Μαγδαληνή βίζα αφού σε αυτό στόχευε φυσικά, δεν του ανέφερε τίποτα περί Βασίλη. Η συμφωνία έλεγε επίσης ότι ο γάμος τους θα μείνει λευκός μέχρι να διαπιστώσουν αν όντως ταιριάζουν ή όχι. Αν ταίριαζαν, κανένα πρόβλημα θα προχωρούσαν και για θρησκευτικό γάμο. Αν όχι, σαν καλοί φίλοι, θα υπέβαλαν αίτηση διαζυγίου και καθένας θα έπαιρνε το δρόμο του. Απλές και καθαρές κουβέντες, κάτι που βόλευε απόλυτα τη Μαγδαληνή. Έτσι, δε γνοιάστηκαν καν να ανταλλάξουν φωτογραφίες.

Πιθανόν, για αυτούς τους λόγους, πατώντας σε αυστραλιανό έδαφος η Μαγδαληνή, χωρίς κανέναν δικό της εδώ, άρχισε να συνειδητοποιεί το μέγεθος της απόφασής της και τι θα γίνει αν ο Μενέλαος δεν τηρήσει τους όρους της συμφωνίας και αρνηθεί να της δώσει διαζύγιο.

Έφτασαν στη Μελβούρνη ένα μουντό πρωινό. Η Μαγδαληνή, αλλά και όλοι οι επιβάτες, μετά από τόσο δύσκολο και πολυήμερο ταξίδι, με αμφιλεγόμενα συναισθήματα λίγο πολύ όλοι, βρήκαν το κρύο της Μελβούρνης πολύ τσουχτερό, αφού έφυγαν Καλοκαίρι από τον Πειραιά.

Πλύθηκε, ντύθηκε, στολίστηκε η ταλαιπωρημένη Μαγδαληνή, πανέτοιμη να συναντήσει τον δήθεν μελλοντικό της σύζυγο, με τη σκέψη της να τρέχει στο Βασίλη.

Σαν ήρθε η σειρά τους να βγουν από το καράβι, από την κορυφή της μεγάλης σκάλας, κοιτούσαν γύρω με περιέργεια να βρουν τους γαμπρούς.

Η Ισμήνη αναγνώρισε τον δικό της,  γιατί είχαν ανταλλάξει πολλές φωτογραφίες. Ο Αλέξης, έτσι λεγόταν, κρατούσε μίαν ανθοδέσμη που την πρόσφερε στην Ισμήνη και φιλήθηκαν σταυρωτά. Ο Μενέλαος κρατούσε ένα ωραίο κόκκινο τριαντάφυλλο για τη νύφη!

Κεραυνοβόλος έρωτας με την πρώτη ματιά! Πολύ όμορφη και λυγερή η Μαγδαληνή, ψηλός και λεπτός ο Μενέλαος, όπου στο ωραίο του πρόσωπο καθρεφτιζόταν όλη η ευγένεια της ψυχής του! Άνοιξε την αγκαλιά του και την έκλεισε μέσα, ψιθυρίζοντας της:

-Είσαι υπέροχη! Ξέχασε τις συμφωνίες, αύριο κιόλας, αν συμφωνείς φυσικά, παντρευόμαστε!

Ξεχάστηκε αυτοστιγμεί ο Βασίλης, ξεχάστηκαν τα μεγαλεπήβολα σχέδια, ξεχάστηκε ο λευκός γάμος, οι συμφωνίες και υπήρχε μόνο αυτός ο υπέροχος άνδρας δίπλα της!

Παντρεύτηκαν λίγες εβδομάδες αργότερα.

Στο γάμο τους, όλοι οι εκεί συντοπίτες τους καθώς και πολλοί γνωστοί και φίλοι του Μενέλαου, ασφαλώς και η Ισμήνη με τον Αλέξη, νιόπαντροι που εκτός από φίλοι θα γίνονταν κουμπάροι τους! Στις νυφικές φωτογραφίες που έστειλε πίσω στην οικογένεια της, έλαμπαν και άστραφταν και οι δυο από ομορφιά και ευτυχία!

Πανευτυχείς οι γονείς και τ΄ αδέλφια της, ιδιαίτερα όταν έμαθαν πως ο Μενέλαος, εκτός από εμφάνιση και καλοσύνη, ήταν μορφωμένος με πολύ καλή δουλειά στη Μελβούρνη και ήδη με σπίτι και αυτοκίνητο δικά του!

Ζούσαν όμορφα, με αγάπη, κατανόηση και εκτίμηση. Λίγο μετά, η Μαγδαληνή μίλησε στον άνδρα της για τον παιδικό της έρωτα και ο Μενέλαος λυπήθηκε το Βασίλη για τη διάψευση των ονείρων του, ο οποίος μαθαίνοντας πως παντρεύτηκε η Μαγδαληνή, έσκυψε με αξιοπρέπεια το κεφάλι και δε μίλησε.

Η ευτυχία του ζεύγους ολοκληρώθηκε πλήρως με τη γέννηση πρώτα του Ιάσωνα και δυο χρόνια μετά της Χαρούλας! Μια οικογένεια ευτυχισμένη και παράδειγμα προς μίμηση! Τους καμάρωναν και τους καλοτύχιζαν όλοι όσοι τους γνώριζαν.

Έτσι όμορφα κυλούσε η ζωή τους. Μεγάλωναν τα παιδιά, έφτασε τα 17 ο Ιάσωνας και τα 15 η Χαρούλα.

Ξαφνικά, τα πρώτα σύννεφα και πολύ βαριά, σκέπασαν το ευτυχισμένο σπιτικό. Η Μαγδαληνή, δεν κοιμόταν καλά τα βράδια, δεν έτρωγε, είχε αδυνατίσει πολύ μα το χειρότερο, αδιαφορούσε πλήρως για τα παιδιά, ούτε καν μαγείρευε. Μα και το Μενέλαο τον απέφευγε. Τις νύχτες σηκωνόταν και πήγαινε πότε στην κουζίνα, πότε στο σαλόνι και καθόταν στο σκοτάδι μόνη της. Ένα βράδυ, ξυπνάει ο Μενέλαος και η Μαγδαληνή δεν ήταν στο κρεβάτι, κοιτάζει το ρολόι, 2 μετά τα μεσάνυχτα.

Ανησύχησε πολύ, σηκώθηκε στις μύτες να μην ξυπνήσει τα παιδιά, πάει στην κουζίνα τίποτα, πάει στο σαλόνι ούτε εκεί ήταν. Ανοίγει πολύ σιγά την πόρτα του δωματίου της Χαρούλας, ούτε εκεί. Προχωρεί στο δωμάτιο του Ιάσωνα και μες στο σκοτάδι βλέπει τη Μαγδαληνή πάνω από το κεφάλι του παιδιού με ένα μεγάλο μαχαίρι που άστραφτε στο σκοτάδι, υψωμένο έτοιμη να τον χτυπήσει. Πανικοβάλλεται ο Μενέλαος και με το ΜΗΗΗΗΗΗΗ που φωνάζει, πετιέται τρομαγμένο το παιδί, βλέποντας τη μάνα του έτοιμη να τον χτυπήσει με το μαχαίρι, τρέχει σαν τρελός ανοίγει την εξώπορτα και ορμάει ουρλιάζοντας στο δρόμο.

Το φορτηγό που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα λόγω νύχτας, ούτε που κατάλαβε πως κάτι χτύπησε. Άχνα δεν πρόλαβε να βγάλει ο 17χρονος Ιάσωνας.

Απερίγραπτος ο θρήνος του Μενέλαου. Η Αστυνομία που κατέφθασε μετά από λίγο αντίκρυσε φοβερό θέαμα.

Ο Μενέλαος γερμένος πάνω στο άψυχο κορμί του Ιάσωνα στο δρόμο, η Μαγδαληνή αλλοπαρμένη λίγο πιο πέρα να κοιτάζει γύρω σα χαμένη και η μικρή Χαρούλα να μην έχει ιδέα τι έγινε και να κλαίει γοερά βλέποντας το όλο σκηνικό.

Ο Μενέλαος είπε αργότερα στην Αστυνομία και σε όλους πως, πιθανόν το παιδί θα είδε φοβερό εφιάλτη κι όπως ήταν μισοκοιμισμένο πετάχτηκε έξω.

Της Μαγδαληνής η κατάσταση αποδόθηκε στον τόσο ξαφνικό και τραγικό θάνατο του παιδιού της. Κι όσο για τη Χαρούλα, αυτή στ΄ αλήθεια δε γνώριζε τι συνέβη.

Το τι έγινε στην κηδεία του νέου παιδιού, δεν περιγράφεται με λόγια.

Αδάκρυτη η Μαγδαληνή συνόδευσε το παιδί της στη στερνή του κατοικία. Όλοι την αντιμετώπιζαν με οίκτο και πόνο.

-Της σάλεψε της δύστυχης Μάνας…Πώς να αντέξει τέτοια συμφορά;

Έτσι έλεγαν όλοι. Ο Μενέλαος δεν άνοιγε το στόμα του. Τη Χαρούλα την πήραν η Ισμήνη με τον Αλέξη σπίτι τους για λίγες ημέρες.

Αμέσως την άλλη μέρα από την κηδεία, όταν ήταν στο μπάνιο ο Μενέλαος, έφυγε η Μαγδαληνή.

Όλες οι έρευνες της Αστυνομίας, του Μενέλαου, των φίλων και των γνωστών, άκαρπες. Λες και άνοιξε η Γης και την κατάπιε.

Η Μαγδαληνή φεύγοντας, δεν πήρε μαζί της τίποτα. Ούτε διαβατήριο ή βιβλιάριο Τράπεζας ή άλλο στοιχείο ταυτότητας, πολύ δύσκολο να εντοπιστεί.

Περνούσαν οι μήνες και η Μαγδαληνή πουθενά.

Πέρασαν και τα χρόνια, μεγάλωσε και παντρεύτηκε η Χαρούλα, χωρίς να μάθει ποτέ την αλήθεια για το χαμό της μάνας της και του αδελφού της και ο Μενέλαος μόνος, να θρηνεί το παιδί του και να ελπίζει πως θα βρεθεί η Μαγδαληνή.

Κάποτε, είδε μια ανακοίνωση στην ελληνική εφημερίδα, ότι στο τάδε Ίδρυμα για άστεγους βρίσκεται μία γυναίκα, ακαθόριστης ηλικίας, με το όνομα Τζένη Παπαδοπούλου και αν υπάρχει κάποιος που νομίζει ότι μπορεί να βοηθήσει, να επικοινωνήσει μαζί τους. Ο Μενέλαος, σκέφτηκε πως δε χάνει τίποτα να τηλεφωνήσει. Του περιέγραψαν μέσες άκρες τη γυναίκα και την άλλη μέρα ήταν εκεί.

Το θέαμα που αντίκρυσε τον συγκλόνισε. Μία Μαγδαληνή, σκελετωμένη, καταβεβλημένη, μια ατημέλητη γριά που γυρνούσε γύρω, χωρίς να βλέπει, χωρίς να ακούει και ψιθύριζε ακατάληπτα λόγια, που ξεχώριζες μετά βίας τις λέξεις: Κριματισμένη…κριματισμένη και φόνισσα.

Την πλησίασε και της χαμογέλασε αχνά. Για μια στιγμή νόμισε πως διέκρινε κάτι σαν φευγαλέα σπίθα στη ματιά της, αλλά έσβησε γρήγορα και συνέχισε να έρχεται γύρω, επαναλαμβάνοντας τα ίδια.

Ο Υπεύθυνος, στον οποίον ο Μενέλαος εξήγησε τα πάντα, ψάχνοντας το Φάκελο της Τζένης Παπαδοπούλου, του διάβασε τι είχαν γράψει χρόνια πριν οι ειδικοί.

-Σήμερα, το πρωί, 9 Μαρτίου του 19… εισήχθη στο Φιλανθρωπικό Ίδρυμα Ο Καλός Ποιμένας, η Τζένη Παπαδοπούλου, χωρίς στοιχεία ταυτότητας, που βρέθηκε να περιφέρεται στους δρόμους της Μελβούρνης. Αξιολογήθηκε από την ειδική ομάδα, όπου τους εξήγησε, ότι κάποτε, είχε εγκαταλείψει το σπίτι της, κάτω από τραγικές συνθήκες, χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις. Στην πορεία ομολόγησε πως λίγες μέρες αφού έφυγε από το σπίτι και περιπλανιόταν άσκοπα στους δρόμους μέρα-νύχτα, την μάζεψε η Αστυνομία και την πήγε σε Ψυχιατρείο.

- Δεν τους είπα το αληθινό μου όνομα, ούτε έδωσα καμιά πληροφορία. Με κράτησαν εκεί για καιρό και μου έδιναν ένα σωρό φάρμακα, μετά με έστειλαν να μείνω σε ένα σπίτι με άλλους άστεγους. Δεν έμεινα, έφυγα, όπως έφυγα και από άλλα παρόμοια σπίτια. Πουθενά δε μίλησα. Δε θυμάμαι πότε ή πώς. Με βάλανε σε Ίδρυμα. Έφυγα και από το Ίδρυμα. Άστεγη, κοιμόμουν κάτω από μια γέφυρα με πολλούς άλλους. Ζητιανεύαμε και μοιραζόμαστε το ψωμί.

Δε μου άξιζε να με φροντίζουν, να με προσέχουν. Ήμουν μία αισχρή και τιποτένια γυναίκα, είχα διαπράξει το πιο ειδεχθές έγκλημα που όμοιό του δεν είχε γίνει. Είχα όμορφη οικογένεια και τα κατάστρεψα όλα. Ντρεπόμουν να ομολογήσω πως όσο μεγάλωνε ο γιος μου, εγώ δεν ένιωθα μητρικά απέναντί του. Τον έβλεπα σαν έναν πολύ ποθητό άνδρα. Κάθε φορά που τον αντίκριζα ή ήμαστε κοντά, αναστατωνόμουν και το μόνο που λαχταρούσα ήταν να κάνω έρωτα μαζί του. Η ζωή μου είχε γίνει κόλαση, δεν άντεχα ούτε να τον βλέπω, ούτε τα μητρικά του χάδια και φιλιά άντεχα. Τον έσπρωχνα πέρα φωνάζοντας του να μη με αγγίζει. Το μαρτύριό μου χειροτέρευε, έφτασα να είμαι τόσο οργισμένη μαζί του που ήταν τόσο προκλητικά όμορφος, κι εγώ να μην μπορώ να τον αγγίξω, που τον μίσησα, λες και έφταιγε το παιδί μου για τις ανήθικες επιθυμίες μου και προσευχόμουν να πεθάνει.

Μια νύχτα που ο άνομος πόθος με είχε κυριεύσει, τρελάθηκα. Πήγα στο δωμάτιό του… έμεινα να τον κοιτάζω με λαχτάρα για κάμποσο…Είχα χάσει κάθε λογική, κάτι με έσπρωχνε να τρυπώσω στο κρεβάτι και να αρχίσω να τον φιλώ με πάθος και να τον χαϊδεύω, όχι σα μάνα.

Δεν είχα σωτηρία… έπρεπε να πεθάνει για να γλιτώσω. Χωρίς καμία συναίσθηση του τι κάνω, πήγα στην κουζίνα άρπαξα ένα μεγάλο μαχαίρι σκεπτόμενη πως ο μόνος τρόπος είναι να μην υπάρχει, όσο υπάρχει, εγώ θα τυραννιέμαι. Δεν αντέχω αυτό το μαρτύριο άλλο.

Να πεθάνει…να πεθ…με το που υψώνω το μαχαίρι, ακούστηκε εκείνο το φοβερό ΜΗΗΗΗΗ μες στη νύχτα από τον άνδρα μου.

Κριμάτισα βαριά, γιατί προσπάθησα να σκοτώσω το ίδιο μου το αθώο μου παιδί. Το μεγάλο μου αμάρτημα και έγκλημα δε θα το συγχωρήσει ποτέ ο Θεός. Εγώ, η μάνα του, έφτασα στο σημείο να νιώσω τέτοια ανήθικα, πρόστυχα και ελεεινά αισθήματα για το σπλάχνο μου και να γίνω αιτία να βρει φριχτό θάνατο.

Κριματισμένη και καταραμένη…ούτε η Γης θα με λιώσει.

Συγκλονίστηκε βαθιά με αυτά που άκουσε ο Μενέλαος.

-Γιατί δε μου μίλησες ψυχή μου; Άρρωστη ήσουν αγαπημένη μου, υπήρχε βοήθεια. Γιατί να βασανίζεσαι έτσι μόνη σου και να χάσουμε το παιδί μας, αλλά και εσένα; Τι έφταιγες κι εσύ Μαγδαληνή μου…θύμα ψυχικών διαστροφών και διαταραχών ήσουν.

Την πήρε μαζί του την αγαπημένη του γυναίκα, τη Μαγδαληνή του, τη φρόντισε με αγάπη και αφοσίωση μέχρι το τέλος.

Μα η Μαγδαληνή δε συνήλθε ποτέ.

Ο Μενέλαος, ουδέποτε μοιράστηκε το τρομερό μυστικό με κανέναν. Άφησε όλους να πιστεύουν πως με το θάνατο του παιδιού τους, σάλεψε το λογικό της.

Το φοβερό μυστικό, το πήρε μαζί του στον τάφο.

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: