e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Πώς αλλάζουν οι καιροί!...

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ


Ενίοτε, χρειάζεται να κοιτάμε και προς τα πίσω λίγο. Τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες. Και να θυμόμαστε, όσοι θυμόμαστε, πώς ήταν παλιά η ζωή και πώς είναι σήμερα.

Βέβαια, άδικες και δύσκολες οι  συγκρίσεις. Παλιά, φερ' ειπείν, τη γη την έσκαφταν χέρια, χέρια κουρασμένα, ροζιασμένα που όσο κι αν τα έπλεναν στα νύχια έμενε πάντα μια μόνιμη μαυρίλα, από το χώμα, από την κοπριά, από τη σβουνιά, από τα γεωργικά φάρμακα και λιπάσματα που χρησιμοποιούσαν.

Πώς και πότε να προλάβουν να ασπρίσουν αυτά τα χέρια τα βασανισμένα! Σάματις υπήρχαν και τα μέσα για να πλυθούν καλά; Ένας σίγλος νερό από το πηγάδι ή την στέρνα και μια πλάκα σαπούνι πράσινο με μπόλικη ποτάσα μέσα για να καθαρίζει καλά τα ρούχα στο πλύσιμο, που έφτιαχνε η νοικοκυρά με τα παλιόλαδα που έμεναν κάτω στο πλιθάρι ή στον τενεκέ με το λάδι και ό,τι λάδι περίσσευε από το μαγείρεμα που τα μάζευαν σε κάνα δοχείο.

Βαριές οι «οξωδουλειές», δηλαδή οι αγροτικές εργασίες. Γιατί η γης για να αποδώσει ήθελε δουλειά, πολλή δουλειά ανάλογα με την εποχή κι όλα γίνονταν με τα χέρια. Πολλές φορές όχι μόνο ανδρικά, γερά χέρια, αλλά και παιδικά ή γυναικεία. Το φαΐ κι εκείνο λίγο και φτωχικό. Όσπρια, συνήθως, που τα συνόδευαν με καμιά παστή σαρδέλα ή σκουράτζο (ρέγκα), μπόλικο ψωμί και λάδι για να φτουράει το φαΐ και απαραίτητα ένα δυο ποτήρια σπιτίσιο κρασί για να… στανιάρουν  και να μπορέσουν να συνεχίσουν τη σκληρή δουλειά. Αν, εκτός του νοικοκύρη, υπήρχαν και εργάτες, τότε η νοικοκυρά μαγείρευε «καλό φαΐ»! τουτέστιν, μπακαλάο  τηγανητό ή βραστό με πατάτες και κρεμμύδια ή σκορδοστούμπι. Αυτό όχι κάθε μέρα βέβαια γιατί κι ο μπακαλάος εκείνα τα χρόνια ήταν ακριβός! 

Μα και για τη γυναίκα δύσκολα, αφού ούτε τρεχούμενο νερό δεν είχε. Αν είχε δικό της πηγάδι με «καθαρό νερό», δηλαδή νερό το οποίο μπορούσε να το χρησιμοποιήσει αν όχι για να πιουν, τουλάχιστον να πλυθούν και να μαγειρέψουν, κάπως εύκολα. Όμως δεν υπήρχαν τέτοια πηγάδια σε όλα τα σπίτια κι αναγκαζόταν να πάει σε γειτόνισσα, πολλές φορές κάμποσο δρόμο και να πάρει νερό από εκεί.

Η πλύση των ρούχων στη σκάφη με την σανιδένια «πλάκα» όπου τα έτριβε για να καθαρίσουν. Το μαγείρεμα, στη γωνιά με ξύλα, ολόκληρη ιεροτελεστία να βάλει πρώτα «προσάναμμα», κατάλληλα στεγνά ξύλα επάνω για να πέσουν κάρβουνα και να ψηθεί το φαγητό. Να συνδαυλίζει τη φωτιά για να μην σβήσει και να μην είναι ούτε πολύ δυνατή και το κάψει ούτε πολύ αχαμνή και να σβήσει. Δεν υπήρχε διακόπτης να ρυθμίσει την θερμοκρασία.

Το ψωμί το ζύμωνε με τα χέρια κι ήθελε δυο μέρες για αυτή τη δουλειά. Να κοσκινίσει το αλεύρι σε μεγάλη ποσότητα αποβραδίς, να αναπιάσει το προζύμι και το πρωί αχάραγο να σηκωθεί να ανασκουμπώσει τα μανίκια μέχρι πάνω, να τυλίξει τα μαλλιά με το τσεμπέρι μην πέσει καμιά τρίχα στο σκαφίδι που θα ζύμωνε και να βάλει μπροστά.

Σε πολλές γειτονιές, όταν είχαν καλές σχέσεις δυο-τρεις γειτόνισσες, κανόνιζαν να ζυμώνουν έτσι ώστε να έχουν φρέσκο ψωμί σχεδόν όλη τη βδομάδα. Ζύμωνε -ας πούμε- η Τασία σήμερα κι έφτιαχνε πέντε μεγάλα καρβέλια, κρατούσε δύο εκείνη κι έδινε από ένα σε τρεις γειτόνισσες, την μεθεπόμενη ζύμωνε η μία από τις τρεις  και μοίραζε και αυτή το ψωμί κι ούτω καθ' εξής, έτσι ώστε καμία οικογένεια  δεν έτρωγε ψωμί πέντε ή έξη ημερών που δεν το έκοβε ούτε το μαχαίρι! Πολλές φορές η νοικοκυρά έκαιγε και το φούρνο, που υπήρχε σχεδόν σε όλα τα σπίτια κι έψηνε πεντανόστιμο φαγητό, κουλούρια, παξιμάδια και σπάνια κάνα γλυκό! 

Μα και το σιδέρωμα των ρούχων δύσκολο με την «παπίτσα», έκαιγαν ξύλα κάπως χοντρά κι όταν έπεφταν κάρβουνα, τα έβαζαν μέσα στην παπίτσα και σιδέρωναν! Χρειαζόταν πολύ μεγάλη προσοχή να μην πεταχτεί καμιά σπίθα και πέσει πάνω στο ρούχο γιατί θα έκανε τρύπα.

Όλα κουραστικά και δύσκολα τότε.

Κι ήρθε η ώρα η «καλή» κι άλλαξαν όλα!

Πρώτα στην καλλιέργεια της γης. Δεν χρειαζόταν πια τόσο σκληρή δουλειά, βγήκαν μηχανές και μηχανήματα που έκαναν τα περισσότερα, τα πολύ βαριά! Μπήκαν βρύσες σε χωριά και χώρα και, μολονότι δεν αφθονούσε ποτέ το νερό, ήταν πάντα λίγο πάρα πάνω και με λιγότερο κόπο απ΄ ό,τι πριν!

Στην χώρα, πολλά σπίτια είχαν βάλει ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά ήταν πολύ ακριβό έτσι το είχαν μόνο για φωτισμό και σιδέρωμα, και μαγείρευαν με γκαζιέρα κι αργότερα με πετρογκάζ, είδος κινητής κουζίνας μαγειρέματος που συνήθως είχε δυο μεγαλούτσικα μάτια για κατσαρόλες κι ένα μικρό για καφέ/τσάι, που δούλευε με φιάλη υγραερίου. Όταν ήθελαν να ψήσουν στο φούρνο φαγητό το πήγαιναν στους δημόσιους φούρνους που υπήρχαν σχεδόν σε όλες τις γειτονιές στη χώρα. Ετοίμαζαν νωρίς το ταψί, αφού είχαν ενημερώσει αποβραδίς τον Φούρναρη ή τη Φουρνάρισσα, ώστε να τους κρατήσει χώρο γιατί όσο μεγάλος και να ήταν ο φούρνος που διέθετε δεν χώραγε και πάρα πολλά ταψιά, έτσι πολλές φορές τον έκαιγε δυο φορές την ημέρα για να εξυπηρετήσει όλη την πελατεία! Μοσχοβολούσε η γειτονιά εκεί που υπήρχε τέτοιος φούρνος, αφού γλυκά, ψωμιά, λογιών- λογιών φαγητά, όλα εκεί τα ψήνανε! Και ανάλογα με την ώρα που τους έλεγε ο Φούρναρης πήγαιναν και τα έπαιρναν!

Μετέπειτα αργά αλλά σταθερά, βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο, ιδιαίτερα από την δεκαετία του -70 που άρχισε ο τουρισμός σε όλα τα μέρη, περισσότερο στα Νησιά και φυσικά και στο δικό μας το νησάκι!

Έχτισαν καινούρια σπίτια, τα εξόπλισαν με όλα τα μέσα, ναι και με ηλεκτρικές κουζίνες που είχαν και φούρνο και σιγά-σιγά έκλεισαν οι δημόσιοι φούρνοι στη χώρα, που όχι μόνο μοσχοβολούσε τα φαΐ που ψηνόταν στα ξύλα,  αλλά ήταν και τόπος συνάντησης όπου οι γυναίκες, στην πλειοψηφία αυτές πήγαιναν κι έπαιρναν το φαγητό, είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν, να βλέπονται να συνομιλούν μέχρι να βγει το δικό τους ταψί και να αναπτύσσονται ωραίες φιλίες!

Και πάλι άλλαξαν τα πράγματα όμως. Και πλήθυναν τα λεφτά που έμπαιναν στο νησί κι άλλαξαν κι οι γυναίκες! Τις περισσότερες φορές δεν μαγείρευαν, έπαιρναν έτοιμα, η φαμελιά δεν μαζευόταν πια στο τραπέζι όπως πριν. Αν σε προσκαλούσαν για γεύμα, δεν είχε πια προετοιμασίες, μαγειρέματα, στρώσιμο τραπεζιού με τα «καλά» τραπεζομάντιλα, τα σερβίτσια τα καλά μάζευαν σκόνη στους μπουφέδες και στα σύνθετα έπιπλα, άχρηστα πια. Οι υποχρεώσεις έβγαιναν πια σε ταβέρνα κι όχι στον ζεστό σπιτικό χώρο.

Εμείς, οι εκτός Ελλάδας, όμως, ανοίγαμε μέχρι χθες τα σπιτικά μας, μικρά- μεγάλα φτωχικά-πλούσια, στρώναμε τα καλύτερα τραπεζομάντιλα που είχαμε, βγάζαμε ό,τι σερβίτσια αξιωθήκαμε να αποκτήσουμε, όχι με εύκολα λεφτά, αλλά με πολύ σκληρή εργασία και τα χαιρόμαστε.

Μεγάλωσαν τα παιδιά μας, παντρειές, συμπεθεριάσματα και όλα στα σπιτικά μας για να τιμήσουμε τους καλεσμένους μας, αλλά και να χαιρόμαστε κι εμείς, όχι στον απρόσωπο χώρο του εστιατορίου. Είχαμε και την ευλογία να αποκτήσουμε εγγόνια, όσοι αποκτήσαμε, να καινούριες αλλαγές! Στήσαμε κούνιες για τα παιδιά, τραμπάλες, μεριάσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε στον πίσω κήπο, κάναμε χώρο πρώτα για τα καροτσάκια τους, μετά για τα ποδηλατάκια τους.

Αγοράσαμε μεγαλύτερα μπάρμπεκιου, αγοράσαμε ηλεκτρικές σούβλες  για να ψήνουμε αρνί, γέμιζε το  σπιτικό μας μέσα και έξω από χαρούμενες φωνές και γέλια και τις γλυκές φωνούλες των μικρών…

Και πριν το καταλάβουμε, τα παιδιά μας αγόρασαν καινούρια σπίτια, σε άλλες πιο καλές περιοχές, τα εγγονάκια μας κοτζάμ παλικαρόπουλα και κοπελιές πια, με πλείστες όσες ασχολίες, σχολείο, σπορ, φίλους, πού καιρός για τον παππού και την  γιαγιά… Και τα μεγάλα αυτοκίνητα που είχαμε για να χωράμε όλοι εμείς αλλά και τα ψώνια μας κι αργότερα για να χωράνε τα ειδικά καθίσματα πρώτα των παιδιών μας, μετέπειτα των εγγονιών μας, άχρηστα και αυτά. Άσε που έκαιγαν ένα σωρό βενζίνη και μάλιστα πανάκριβη! Πήραμε όλοι μικρά αυτοκίνητα, εύκολα στην οδήγηση και οικονομικά.

Σιγά-σιγά ερήμωναν και τα σπίτια μας, ερήμωναν οι κήποι κι οι αυλές, σκούριασαν τα ποδήλατα των μικρών, οι κούνιες άχρηστες πια κι όλα τους ρούχα-παιχνίδια. Στο μεγάλο τραπέζι του κήπου με τις πολλές καρέκλες, ανεβαίνουν μόνο τα πουλάκια και σουλατσάρουν. Τώρα πια, όχι το μεγάλο μπάρμπεκιου δεν ανάβει ποτέ, μα ούτε και το μικρό. Ποιος κάθεται τώρα για δύο και πολλές φορές ένα μόνο άτομο να ανάβει φωτιά και να ψήνει… Εγκαταλειμμένη κι η σούβλα σε μια άκρη, ποιος και για ποιον  να ψήσει αρνί. Ούτε γάμοι πια ούτε βαφτίσια, ούτε συγγενολόγια ούτε φίλοι και γείτονες.

Συναντιόμαστε, όμως, κάθε φορά και λιγότεροι, για το Στερνό Αντίο…συγγενή, φίλου, χωριανού, πατριώτη. Γιατί, έτσι είναι η κυρά ζωή. Αλλάζουν μάτια μου, αλλάζουν όλα αργά αλλά σταθερά, ένας-ένας κύκλος κλείνει.

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: