e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Η πεσία είναι γελού!

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Είναι παραμονή Πρωτομαγιάς, του 1955. Οικοδομικός οργασμός στο νησί, δυο μόλις χρόνια μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953 και της πυρκαγιάς που αποτελείωσε, ό,τι λίγο γλίτωσε από τους φονικούς σεισμούς. Η ανοικοδόμηση στην Ζάκυνθο προχωρούσε γοργά και εντατικά! Η χώρα, είχε πάρει ήδη σχήμα, ξεχώριζες πια δρόμους και πλατείες ανάμεσα στα νεόχτιστα σπίτια. Βέβαια, λίγο δύσκολο να διακρίνεις τι και πού ήταν πριν. Άλλαξαν τα σύνορα κι όσο για πολεοδομικό σχέδιο ή σχέδιο ρυμοτομίας, άλλο κεφάλαιο αυτό θλιβερό θα έλεγα.

Στην Μπόχαλη, τα περισσότερα παλιά αλλά και πολλά νέα σπίτια είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί κι έμεναν οι αυλές, οι μπασίες κι άλλες μικροδουλειές. Εμείς, φυσικά δεν είχαμε σπίτι στην Μπόχαλη, μέναμε στο ονομαζόμενο «κελί του παπά», σπίτι συνεχόμενο της Εκκλησίας της Χρυσοπηγής και κατοικία του εκάστοτε ιερέα όπου εφημέρευε. Τότε, εφημέρευε ο παπάκης μου.

Οι γονείς μου είχαν καινούριο διώροφο σπίτι όπου το έχτισαν στο Μπανάτο. όταν παντρεύτηκαν το 1936. Μόνο που δεν το χαρήκαμε για πολύ. Το 1944 ο παπάκης μου πήρε μετάθεση για την Μπόχαλη. Το -53 γκρεμίστηκε με τους σεισμούς και η συνέχεια… γνωστή.

Έτσι, μετά τους σεισμούς, ο παπάκης μου αγόρασε οικόπεδο στην Μπόχαλη, μες στην κεντρική Πλατεία και με την Αρωγή που πήραμε όλοι έχτισε ένα ωραίο σπίτι, όπου κι αυτό το χαρήκαμε για λίγα μόνο χρόνια, γιατί μετά πήρε μετάθεση για τον Άγ. Χαράλαμπο στη χώρα και μετακομίσαμε κοντά στην Πλατεία του Α. Λουκά.

Το νεόκτιστο στην Μπόχαλη σπίτι με ανατολική πρόσοψη, είχε 4 σχετικά μεγάλα δωμάτια με διάδρομο στη μέση και πίσω κουζίνα και τουαλέτα! Καινούριο, άνετο όμορφο και σε άριστη θέση.

Βρύσες Κοινοτικές δεν υπήρχαν ακόμα. Από γειτονικά πηγάδια παίρναμε νερό για πλύσιμο και τέτοια. Νερό πόσιμο και για μαγείρεμα παίρναμε από την μοναδική δημόσια βρύση την Κάναλη! Γάργαρο πεντακάθαρο νερό που κατέβαινε από το Κάστρο. Υπήρχαν τότε δύο φυσικές βρύσες. Η μια σχετικά μικρή, δηλαδή το φυσικό αυλάκι πολύ στενό και το νερό σταλιά-σταλιά. Η άλλη, μεγαλύτερη, είχαν διευρύνει κάπως το φυσικό αυλάκι που κατέβαινε από το Κάστρο. Κάτω είχε ένα μεγάλο φύλλο, (υποθέτω από αθάνατο), λυγισμένο στη μέση ώστε να συγκεντρώνεται το νερό και να μπορούμε να γεμίζουμε τις βίκες (στάμνες) και τους σίγλους (κουβάδες). Πολλοί έπαιρναν «λάτες», δηλαδή μεγάλους τενεκέδες πετρελαίου, όπου, αφού έκοβαν προσεχτικά όλο το επάνω, τους καθάριζαν με αλισίβα και πράσινο σπιτικό σαπούνι, γιατί δεν υπήρχαν άλλου είδους καθαριστικά τότε. Βέβαια, υπήρχε και λεγόμενη «Καυστική», δηλαδή η καυστική σόδα ή ποτάσα, αλλά δεν ήταν κατάλληλη για οικιακά σκεύη. Πολύ δυνατή και επικίνδυνη!

Κατόπιν έκαναν από μια τρύπα στο κέντρο σε δύο αντικριστές πλευρές του τενεκέ και περνούσαν χοντρό διπλό πολλές φορές σύρμα που έμοιαζε με το χερούλι του σίγλου, ώστε να τους σηκώνουν. Χωρούσαν μπόλικο νερό αλλά ήταν πολύ βαριοί. Φυσικά δεν τους γέμιζαν μέχρι επάνω γιατί θα χυνόταν στο δρόμο μέχρι να φτάσουν σπίτι, κάμποσος δρόμος από την Κάναλη που ήταν στο τέρμα της Μπόχαλης κάτω από το Κάστρο μέχρι τα σπίτια.

Εμείς τα παιδιά άντε μια μέτρια βίκα ή ένα μικρό σίγλο. Τους τενεκέδες τους κουβαλούσαν κάποιες γυναίκες «νταρντάνες», όπως τις αποκαλούσαν τότε και δεν ήταν καθόλου υποτιμητικός ο τίτλος. Σήμαινε γυναίκα γερή και δυνατή κι όχι «ατάλικη», δηλαδή μη μου άπτου, όπως σαν πολλές ακόμα και κοπέλες που… αν μας φύσαγες πέφταμε.

Πολλές φορές οι άνδρες της φαμελιάς κουβαλούσαν δύο τέτοιους μεγάλους τενεκέδες όπου για να τηρείται ισορροπία είχαν ένα μεγάλο στεφάνι. Το στεφάνι ήταν μεταλλικό προερχόμενο από βαρέλια του κρασιού ή πολλές φορές από ευλύγιστο κλαδί δέντρου με διάμετρο περίπου ένα μέτρο.

Το στεφάνι κρατούσε μακριά τους δυο σίγλους, πιέζοντας τους προς τα έξω στο σημείο που στηρίζονταν τα χερούλια τους. Τοποθετούσαν τους δύο σίγλους κάτω μακριά τον έναν από τον άλλον έβαζαν επάνω το στεφάνι και μετά έμπαιναν μέσα στο στεφάνι και σήκωναν με μεγαλύτερη ευκολία τους σίγλους σταθερά χωρίς να χύνεται το νερό και χωρίς να συγκρούονται οι σίγλοι μεταξύ τους ή να χτυπούν στο πλάι αυτόν που τους κουβαλούσε γιατί ήταν μακριά από το σώμα! Δεν ήταν εύκολο και απλό να μπορούν να χρησιμοποιούν όλοι στεφάνι χρειαζόταν τέχνη μέχρι να τα καταφέρεις, όχι μόνο γιατί το στεφάνι έπρεπε να μπει σωστά στους σίγλους αλλά και γιατί τα χέρια έπρεπε να παραμένουν τεντωμένα σε όλη τη διαδρομή ώστε να τηρείται η ισορροπία!

Η Μαμά μου ποτέ δεν πήγε στην Κάναλη να κουβαλήσει νερό, αλλά ούτε και η κατά δύο χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου. Αυτά τα καθήκοντα ήταν δικά μου με μια μέτρια βίκα ή ανάλογο σίγλο και του παπάκη μου συνήθως με τις δύο λάτες και το στεφάνι.

Σάββατο πρωί, λοιπόν, παραμονή Πρωτομαγιάς! Λουλουδιασμένος ο τόπος γύρω. Αφού ήπιαν καφέ και τα συνήθη το πρωί με την μαμά μου ο παπάκης μου ζώστηκε τους τενεκέδες και τράβηξε για την Κάναλη, να φέρει νερό. Εγώ να πηγαίνω γύρω και να μαζεύω φιόρα για να φτιάξω στεφάνι για αύριο, όπως όλες οι κοπέλες της γειτονιάς! Άσε που σβινταριζόμαστε (ανταγωνιζόμαστε) ποια θα φτιάξει το καλύτερο και το ομορφότερο! Τότε βλέπεις όλα τα φτιάχναμε μόνοι μας. Τα ανθοπωλεία ήταν κυρίως για σταυρούς και στεφάνια για τις κηδείες! Ούτε στολισμός εκκλησιών γινόταν τότε με την σημερινή έννοια σε καμία εκδήλωση, όπως γάμοι/βαφτίσια/κηδείες κ.λπ.. όπως τώρα όπου θέλεις ένα κάρο λεφτά για «στολισμό» εκκλησίας από ειδικούς. Στόλιζαν τις εικόνες και τον/τους πολυελαίους μόνο, εκτός κι αν ήταν ειδική γιορτή όπως Πάσχα, Χριστούγεννα, των Θεοφανίων και άλλες όπου εκτός των εικόνων σκορπούσαν και Μερτίες, (Μυρτιές) τόσο μέσα στο Ναό όσο και στον προαύλιο χώρο.

Ο παπάς, λοιπόν, ανηφόρισε για την Κάναλη, απαντήθηκε με κάμποσους και κάμποσες όπου κι αυτοί πήγαιναν να κουβαλήσουν νερό. Ασφαλώς έπιασαν κουβέντα για τούτο και για κείνο καθώς και για τα Κοινοτικά και πότε επί τέλους θα αξιωθεί ο Πρόεδρος να υλοποιήσει την υπόσχεση του να φέρει το νερό από το Κάστρο και να φτιάξουν δημόσιες βρύσες σε δυο τρία σημεία ώστε να μην ταλαιπωρούνται όλοι έτσι. Φτάνοντας στην Κάναλη από σεβασμό στον παπά κι επειδή είχε δύο μεγάλες λάτες, του πρότειναν να γεμίσει από τη μεγάλη βρύση. Οι υπόλοιποι γέμιζαν με τη σειρά από τη μικρή βρύση συζητώντας ασταμάτητα και με τον παπά να τους λέει ανέκδοτα και να ξεκαρδίζονται όλοι στα γέλια!

Γεγονός, πως τότε δεν γίνονταν καυγάδες στην Κάναλη για το ποιος/ποια θα γεμίσει πρώτα. Αλλά ούτε και μετέπειτα όταν συγκεντρώθηκαν τα νερά και μπήκε κανονική βρύση που έκλεινε με κάνουλα ώστε να μην πηγαίνει χαμένο το νερό. Μα ούτε κι όταν έχτισαν δίπλα στο μικρό «πλάτωμα» δυο μεγάλες γούρνες όπου πήγαιναν κι έπλεναν τα ρούχα τους οι γυναίκες δημιουργήθηκε ποτέ πρόβλημα.

Όλως παραδόξως, τα προβλήματα και οι ομηρικοί καβγάδες άρχισαν όταν επί τέλους, μετά από κατάλληλα έργα έφτιαξαν τρεις, αν θυμάμαι καλά, βρύσες Κοινοτικές σε τρία σημεία της Μπόχαλης. Το τι καβγάδες γίνονταν και τι βρισίδι έπεφτε άλλο πράγμα! Τα θυμάμαι πολύ καλά γιατί η μία από τις τρεις βρύσες, συμπωματικά έτυχε να είναι πολύ κοντά στο σπίτι μας, σχεδόν δίπλα!

Όμως, πίσω στα δικά μας σε κείνη την παραμονή Πρωτομαγιάς. Ζώστηκε, λοιπόν, ο παπάκης μου τους δυο μεγάλους τενεκέδες με το στεφάνι κι ερχόταν σπίτι. Στο δρόμο σταμάτησε 2-3 φορές να πάρει ανάσα από το βάρος όπως έκαναν οι περισσότεροι. Η μπασία του σπιτιού μας δεν είχε φτιαχτεί ακόμα, αλλά είχαν μπει δυο γερές σανίδες σχεδόν κολλητά η μια με την άλλη πάνω από τον τράφο που χώριζε το δρόμο από την μπροστινή μας αυλή/κήπο για να εξυπηρετηθούμε μέχρι να μπει η κανονική μπασία.

Βρισκόμουν εκεί μπροστά, όπου είχα φυτέψει ό,τι λουλούδια βάλει νους ανθρώπου κι επάνω στα μουράγια είχα γλάστρες συνεχόμενες από τενεκέδες και άλλα δοχεία, πού να βρεθούν γλάστρες, γεμάτες γαριφαλιές όλα τα χρώματα μία δυο μπουγαρινιές και μία γαρδένια όπου με μεγάλη δυσκολία μεγάλωνε! Είχα αφήσει στη μέση ένα μονοπάτι όχι πολύ φαρδύ για να περνάμε. Είδα τον παπάκη μου να πλησιάζει, κι όπως απλώνει το πόδι να πατήσει στην σανίδα δεν ξέρω τι έγινε και τι δεν έγινε αλλά ξαφνικά μπερδεύεται πέφτει κάτω βάζει τις φωνές, γιατί ο μισός βρέθηκε στον τράφο κι ο άλλος μισός στις σανίδες αναποδογυρίζονται οι δύο τενεκέδες επάνω του γίνεται μούσκεμα του φεύγει η σκούφια από το κεφάλι, μάλλον θα χτύπησε με το πέσιμο και στην κυριολεξία αλλού ο παπάς αλλού τα ράσα αλλού τα γυαλιά που τα είχε στο εξωτερικό τσεπάκι του ράσου του. Το δε στεφάνι τον είχε κυκλώσει άσχημα και οι προσπάθειές του να σηκωθεί έπεφταν στο κενό κι εγώ να ξεσπάσω σε ένα ασταμάτητο γέλιο, σχεδόν υστερικό. Συνεχίζει να φωνάζει μπας και φιλοτιμηθούμε και τρέξουμε να βοηθήσουμε κι εγώ ακίνητη αντί να τρέξω να βοηθήσω να κρατάω την κοιλιά από τα ακράτητα γέλια…

Δεν γελούσα απλά, χαχάνιζα…τρέχει η αδελφή μου έξω να δει τι συμβαίνει, βλέπει εμένα να κλαίω από τα γέλια τον παπάκη μας κάτω να προσπαθεί απεγνωσμένα να απαλλαγεί από το στεφάνι να μαζέψει ράσα και τενεκέδες και να σηκωθεί κι αντί να τρέξει να τον βοηθήσει αρχίζει τα γέλια σαν κι εμένα, χασκογελάμε δυνατά κι ασταμάτητα κι οι δυο με ένα νευρικό γέλιο που δεν είχε σταματημό και ο παπάκης μας κάτω και να φωνάζει. Ο αδελφός μας που ήταν μικρός τρομοκρατείται με όλα αυτά και βάζει τα κλάματα τρέχει έξω η παπαδιά από την κουζίνα που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού κι έφτασαν μέχρι εκεί οι φωνές και το κακό να δει τι τρέχει, βλέπει εμάς σκασμένες στα γέλια, τον Άκη να κλαίει γοερά φοβισμένος ότι κάτι έπαθε ο παπάκης του, τον παπά κάτω με τα ράσα μουσκεμένα και τους τενεκέδες πεταμένους, ενστικτωδώς πάει να βάλει τα γέλια αλλά συνέρχεται εγκαίρως, τρέχει να τον βοηθήσει βάζει άσκημη κατσάδα σε εμάς να σκάσουμε και να πάμε να βοηθήσουμε τον παπάκη μας και το τι επακολούθησε δε λέγεται!

Η αδελφή μου κι εγώ, από το φόβο μας, κρυβόμαστε όλη μέρα για να μη βρεθούμε μπροστά του.

Την άλλη μέρα, σηκώνεται πρωί πρωί, μας φωνάζει με αυστηρή φωνή, τρέμουμε εμείς ότι ποιος ξέρει τι θα ακούσουμε τώρα και με την ίδια επιβλητική φωνή λέει:

-Πάω στη Κάναλη να φέρω νερό αυτό που χύθηκε χθες κι εσείς οι δύο θα με περιμένετε σούζα στην μπασία η μία αριστερά η άλλη δεξιά, ακίνητες κι αμίλητες. Αν τύχει και πέσω πάλι μην τολμήσετε όχι να γελάσετε αλλά ούτε ανάσα να πάρετε, γιατί θα σας βουτήξω από τα αρίδια (πόδια) και τις δύο και θα σας πετάξω από τα μουράγια τση Χρυσοπηγής και ούτε θα πάρετε χαμπάρι πότε και πώς θα φτάσετε στη χώρα.

Δεν προλάβαμε να αντιδράσουμε με φόβο ή με παρακάλια, γιατί ο παπά Μούσουρας ήταν άκακος σαν μικρό παιδί κι εκεί που προσπαθούσε να τα πει αυτά άγρια κι απειλητικά, τον πιάνουν τα γέλια, από κοντά και ο μικρός, και για τιμωρία μας, μας φόρτωσε από ένα σίγλο την κάθε μία, ένα κουβαδάκι φτιαγμένο από μπουρούκι του αδελφού μου που επέμενε να έρθει κοντά και πήραμε όλοι με ανακούφιση το δρόμο για την Κάναλη! Αφού γεμίσαμε σίγλους και μπουρούκι, πήραμε το δρόμο για το σπίτι με τον παπάκη μας να μας ακολουθεί και τραγουδώντας εμείς τα παιδιά, γυρίσαμε σπίτι. Για χρόνια του θυμίζαμε ή μας θύμιζε το περιστατικό. Πήγαινε να αγριέψει κάποιες φορές, μα ο θυμός του ήταν στιγμιαίος πάντα…

Ευτυχώς, δεν χρειάστηκε να πάει ο παπάκης μου αρκετές φορές στην Κάναλη μετά από αυτό το επεισόδιο, γιατί οι βρύσες που χρόνια είχαν υποσχεθεί ο Πρόεδρος και το Κοινοτικό Συμβούλιο, μπήκαν, αφού κατέβασαν σωλήνες από την Κάναλη και απαλλαχτήκαμε όλοι από τον μπελά να κουβαλάμε νερό από τόσο μακριά!

Πολλές φορές τα απογεύματα και τα βράδια που μαζευόμαστε όλοι στη γειτονιά και μιλούσαμε για όλα και για τίποτα με γέλια και χαρές, αναφερόμαστε και σε αμέτρητα τέτοια επεισόδια όπου κάποιος ή κάποια έπεσε κι αντί να τρέξουν να βοηθήσουν οι γύρω, ξεκαρδίζονταν στα γέλια!

Το τελικό συμπέρασμα ήταν πάντα η λαϊκή θυμοσοφία, πως, ναι,

Η πεσία είναι γελού!

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: