e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Αύριο αμπονόρα θα βγάλουμε σπόρο

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ


Κάπου στην δεκαετία του '30. Είχε βγει το Καλοκαίρι, το Φθινόπωρο είχε μπει για καλά! Νοέμβρης μήνας! Καιρός για σπορά! Παλιά, οι χωρικοί  πήγαιναν την πρώτη μέρα να σπείρουν το στάρι, να «βγάλουν σπόρο», όπως το έλεγαν.
     Έτσι, ένα βράδυ ο γέρο-Στέλιος, (που ήταν - δεν ήταν 55 χρονών, αλλά για τα παιδιά, ήταν «ο γέρος»),  με τη φαμελιά του κάθισαν στο τραπέζι να δειπνήσουν. Η Στέλιαινα έστρωσε το τραπέζι με τη μεσάλα με τα σχετικά. Είχε ζυμώσει φρέσκο σταρένιο ψωμί με βουνίσιο αλεύρι, έβρασε και τα αγριολάχανα, καυκαλίδες, ραδίκια, λαψάνες, ασγαρατζούς, καριζόνια  και άλλα, που μάζεψε το μεσημέρι, βάζοντάς τα στην ποδιά στη μέση, γυρισμένη λίγο προς τα πάνω για να μην τρέχει τώρα για καλάθι ή κάτι άλλο και χασομεράει!
     Μοσχοβολούσε το σπίτι από το ψωμί και τα λάχανα! Ο ένας από τους τρεις γιους πέρασε το σκουράτζο σ’ ένα μεγάλο πιρούνι  και τον σιγόψηνε με εφημερίδα! Ο άλλος έβγαλε μπόλικο λάδι από την πήλα για το ρογί  και ο μικρός  εγιόμισε κρασί το μποτσόνι  από το βουτσί, έβγαλε ελιές από το πλιθάρι κι έκοψε ένα μεγάλο μπελουσιώτικο κρεμμύδι! 
     Πλησίασε η Στέλιαινα με το μεγάλο καρβέλι αγκαλιά και το μαχαίρι να το κόψει ο νοικοκύρης, γιατί «τζόγια μου τα χέρια μου εκρατηθήκανε από το ζύμωμα και το φούρνισμα - ξεφούρνισμα και δεν μπορώ η καψερή». Να το σταυρώσεις πρώτα Στέλιο μου! Άσε που πρέπει να σηκωθώ από το χάραμα να βάλω μπουγάδα. 
     Αφού απόφαγαν, «μπερκέτια Θεέ μου, ούλα τα καλά έχουμε», ο  Στέλιος ενημέρωσε την φαμελιά, κυρίως τους γιους, ότι «το πρωί αμπονόρα  θα βγάλουμε σπόρο». Αυτό εσήμαινε ότι θα έφευγε εκείνος νύχτα ακόμα κι αργότερα, άμα εφώτιζε, θα πήγαιναν οι λεβέντες, τα ζευγαλέτρια και τα βόδια. Έλα μου, όμως, που οι λεβέντες καμία διάθεση δεν είχαν να σηκωθούν από τα άγρια μεσάνυχτα και να τρέχουν στα χωράφια! Συνωμοτούν λοιπόν  κι οι τρεις να δουν πώς θα χαλάσουν τα σχέδια του γέρου ώστε να αναβάλλει τη σπορά!
     Μια μικρή διευκρίνηση εδώ! Οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες εκείνα τα χρόνια στα χωριά, κυρίως, έδιναν κι έπαιρναν! Από πολλούς εθεωρείτο μεγάλη γρουσουζιά να απαντήσει ο πρώτος, που κουβαλούσε το σπόρο, άνθρωπο στο δρόμο και προ παντός να του μιλήσει ή να απαντήσει. Γι’ αυτό και ξεκινούσαν σκοτάδι πίσσα ακόμα, ώστε να κοιμάται όλο το χωριό και να μην κινδυνέψουν να απαντήσουν άνθρωπο, αλλιώς έπρεπε να γυρίσουν πίσω και θα πήγαινε χαμένη η μέρα.
     Πολύ πριν ξυπνήσει ο Στέλιος φεύγουν κρυφά οι τρεις λεβέντες και τραβάνε για πέρα, έξω από το χωριό και παίρνουν θέση σε απόσταση εκατό μέτρων πάνω-κάτω ο ένας απ’ τον άλλον από κει που θα περνούσε ο γέρος!
     Ξεκινάει λοιπόν ο γέρο Στέλιος με τον γάιδαρο φορτωμένο σπόρο και πάρα κάτου, απανταίνει τον πρώτο «διαβάτη», σκοτάδι μαύρο. Με παραποιημένη φωνή ο διαβάτης-
     -Εε, μπάρμπα, για πού αμπονόρα-αμπονόρα;
     Μουρμουρίζει ξαφνιασμένος ένα ξόρκι ο γέρος και προχωράει χωρίς να δώσει απάντηση. Πιλάλα σπίτι ο πρώτος μαντσιαδόρος.
     Συνεχίζει τον ανήφορο ο γέρος και ξαφνικά-
     -Εε, μπάρμπα, από πού εφόρτωσες το αλάτι πρωί-πρωί;
     Ό,τι το χειρότερο να μελετήσεις τη λέξη αλάτι όσο κρατούσε η σπορά! Σταυροκοπιέται ο γέρος  μουρμουρίζει τα ξόρκια του αλλά το άντεξε κι αυτό, έδωσε τόπο στην οργή και χωρίς μιλιά, συνεχίζει. Εμ, δεν πρόφτασε να κάνει 100 μέτρα και νάσου κι άλλος-
     -Μπάρμπα, τον είδες το λαγό που πέρασε μπροστά σου; 
     Εε, περιττό να πούμε τι ακολούθησε! Οι βλαστήμιες σύννεφο. 
     Κι ο τρίτος, όμως, πρόφτασε και λάκισε πριν τον αναγνωρίσει ο γέρος, κόβει περικοπά από άλλο μονοπάτι και φτάνει πρώτος στο σπίτι όπως κι οι άλλοι δύο. Με βλαστήμιες και βρισιές ο γέρος που απάντησε τσι διαόλους και πάει στράφη η μέρα, κάνει μεταβολή και γυρίζει σπίτι.
     Μόλις… ξυπνούσαν οι λεβέντες, χασμουριούνται, και—
     -Τι έγινε Πατέρα; Ξέχασες κάτι; Ότι θα  ξεκινούσαμε κι εμείς.
   -Όχι, δεν βγάνω σπόρο σήμερα. Τρεις «χεσμένους» (διαβόλους) απάντησα, πανάθεμά τσους! Και οι τρεις μού μιλούσαν, τους απόφυγα και δεν τους απάντησα, αλλά… με κολάσανε τα ζαγάρια!

     Πέρασαν χρόνια και καιροί… Μεγάλωσαν, ωρίμασαν οι «λεβέντες», παντρεύτηκαν και απόκτησαν δικές τους φαμελιές, τρεις μικροί Στέλιοι  τριγύριζαν τον, όντως, γέρο Στέλιο πια κι εκείνος τρισευτυχισμένος τα κάθιζε και τα τρία στα γόνατα με τρυφερότητα κι αγάπη και καμάρωνε! Όπως καμάρωνε και τις εγγονούλες του, όπου δυο απ΄ αυτές, είχαν το όνομα της Νόνας τους, της Στέλιαινας, της Μαργαρίτας!
     Μεγάλωναν τα πιτσιρίκια και δεν έλειπαν από το σπίτι του Νόνου και της Νόνας! Όλες τις αγάπες, τα χατίρια, τα καλούδια, εκεί τα απολάμβαναν κι η γριά Μαργαρίτα με το γέρο της τον μπάρμπα Στέλιο, περνούσαν ειρηνικά και όμορφα γεράματα με παιδιά κι εγγόνια γύρω τους! Η Νόνα η Μαργαρίτα ήταν εκείνη που μάζευε τα εγγόνια και τους έλεγε παραμύθια! Ο Νόνος, τους διηγείτο, συνήθως, ιστορίες από τα παλιά.  Για το πώς ζούσαν τότε, πόσο δύσκολη η αγροτική ζωή, πόσο σέβας έτρεφαν τότε τα παιδιά για τον γονιό! Τους μιλούσε για τους πατεράδες τους! Που τρεις γιους έβγαλε κι οι τρεις  δίπλα του και στο πλευρό του ό,τι και να έκανε, όσο δύσκολα και βαριά να ήταν τα καθήκοντα τους. Πόσο τυχερός στάθηκε που έβγαλε καλά παιδιά, νοικοκυραίους,  εργατικούς σεβαστικούς και με ωραίες φαμελιές όλοι τους!
     Ήταν Χριστούγεννα, οι τρεις γιοί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους ήταν στο πατρικό και γιόρταζαν όλοι μαζί. Έφαγαν το ωραίο αυγολέμονο που είχε φτιάξει η Μαργαρίτα. Ενώ σε άλλα φαγητά, δεν την πείραζε να μαγειρέψει μια από τις νύφες, όταν επρόκειτο για αυγολέμονο και για αλιάδα, απαγορευόταν… δια ροπάλου! Έφτιαχνε αυγολέμονο, αλά παλαιά, ζακυνθινά. Με δυο-τριών λογιών κρέας μέσα και μπόλικα αυγά, που τα χτύπαγε εκείνη με μεγάλη τέχνη με δυο πιρούνια τουλάχιστον για 20 λεπτά! 
     Αν πεις δε για την αλιάδα, «εκόλαε μουλάρι»! Με παλιές πατάτες που τις έβραζε αποβραδίς, μπόλικο σκόρδο, λάδι και λεμόνι και την αραίωνε με ζουμί από τον μπακαλιάρο που συνήθως έβραζε! Πού να βρεις φρέσκα ψάρια στο μακρινό χωριό; Χτύπημα δε στο πέτρινο μουρτάρι με το χοντρό ξύλινο  μουρταρόχερο που την χτύπαγε μέχρι να «κορδίσει» για καλά! Δηλαδή όπως χτύπαγε και τράβαγε το μουρταρόχερο κατά πάνω, να σηκώνεται και η αλιάδα χωρίς να «κόβεται»! Το είχε ξεκόψει σε όλους: όσο είναι εκείνη στη ζωή και δύναται,  το αυγολέμονο και η αλιάδα, είναι δική της δουλειά! Άμα την καλέσει ο Κύριος κοντά Του ό,τι θέλουν ας κάνουν.
     Μετά το φαγητό, συνοδευόμενο κι από μπόλικο κρασί από τα αμπέλια τους, έκοψαν και τα δυο μπικίρια (χειμωνιάτικα πεπόνια),  που είχαν φυλάξει για την Ημέρα στο πατερό! Μπερκέτια και πάλι! Όλα τα καλά του Θεού στο σπιτικό της! Ενόσω μάζευαν τα πιάτα και το τραπέζι η γριά με τις νύφες, ο γέρος έπιασε την πάρλα, ως συνήθως, για τα παλιά! Τον άκουγαν όλοι με την… δέουσα προσοχή, μολονότι χιλιοακουσμένα όλα αυτά. 
     Ξαφνικά πήρε το αυτί του μικρού γιου, να διηγείται ο γέρος εκείνη την πολύ μακρινή μέρα που ξεκίνησε για «να βγάλει σπόρο»! Αυθόρμητα και χωρίς κουβέντα, κοιτάζεται στα μάτια με τ΄ αδέλφια και αποφασίζουν να του αποκαλύψουν, επί τέλους, την αλήθεια!!!
     Μέχρι που έκλεισε τα μάτια του ο γέρο-Στέλιος, κάθε φορά που είχε «ακροατήριο», δακρυσμένος διηγόταν πως εκείνα τα μακρινά Χριστούγεννα, ήταν τα πιο ευτυχισμένα ολόκληρης της ζωής του!
     Ποτέ δεν είχαν γελάσει τόσο πολύ, πατέρας, μάνα, παιδιά κι εγγόνια! Μέχρι κι οι γειτόνοι μαζεύτηκαν και γλέντησαν μέχρι αργά το βράδυ! Κι ο ευτυχισμένος πατέρας, έδινε την ευχή του σε όλους και στον καθένα χωριστά, βγάζοντας το σκουφί του κι ευχαριστώντας τον Θεό που τον αξίωσε να έχει οικογένεια «από τσι λίγες»!  

Δεν υπάρχουν σχόλια: