e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008

Ένα λαογραφικό βιβλίο για το Μπανάτο: "Δύο Μπανατιώτες αφηγητές ζακυνθινού λαογραφικού υλικού"

Κυκλοφόρησε μέσα στο 2007 ένα ακόμη λαογραφικό βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, δεύτερο στη σειρά των Λαογραφικών Ερανισμάτων, που ο ίδιος έχει εγκαινιάσει, υπό τον τίτλο "Δύο Μπανατιώτες αφηγητές ζακυνθινού λαογραφικού υλικού".

Για μια πρώτη γνωριμία με το πόνημα αυτό, αντιγράφουμε παρακάτω το κατατοπιστικό, εισαγωγικό σημείωμα.
Τα «Λαογραφικά Ερανίσματα» με το ανά χείρας δεύτερο τεύχος τους συνεχίζουν την ταπεινή προσπάθεια, την οποία προς διετίας ανέλαβε ο γράφων, τη σταδιακή δηλαδή έκδοση της πρωτογενούς λαογραφικής ύλης, που το 1980-81 περισυνέλεξε σπειρί – σπειρί απ’ τους γέροντες και τις γερόντισσες του τόπου του.

Στο κύριο μέρος του μικρού αυτού πονήματος παρουσιάζονται δύο τέτοιες περιπτώσεις απλοϊκών κατοίκων του ζακυνθινού χωριού Μπανάτο, οι οποίοι, παρότι σήμερα ανήκουν στην Αιωνιότητα, μες απ’ τις ενδιαφέρουσες διηγήσεις θρύλων ή αξιοσημείωτων στιγμών από την καθημερινότητά τους ή τις χαριτωμένες απαγγελίες τραγουδιών, καταφέρουν να υπερβούν τη φθοροποιό μανία του Χρόνου και ν’ αποκτήσουν Διάρκεια ή και (γιατί όχι) λειτουργική Συνέχεια.

Η εργασία αυτή, σε μια πρώτη πρόχειρη μορφή και γραφή, απετέλεσε ανακοίνωσή μας στο μεγάλο λαογραφικό Συνέδριο με θέμα «Λαογραφία – Εθνογραφία στα Επτάνησα (Γηγενή στοιχεία – επιρροές – αφομοιώσεις – σύγχρονη πραγματικότητα)», που διοργανώθηκε με πολλήν ομολογουμένως επιτυχία στην Κεφαλονιά από 25 μέχρι 29 Μαΐου 2005 από την «Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών», σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τομέα Ανθρωπιστικών Επιστημών), το Πανεπιστήμιο Αθηνών (Τομέα Ανθρωπιστικών Επιστημών), το Πανεπιστήμιο Πατρών (Κοσμητεία Σχολής Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών) και την «Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία», ήταν μάλιστα αφιερωμένο στη μνήμη του εμβριθούς λαογράφου και διαπρεπούς πανεπιστημιακού δασκάλου Δημητρίου Σωτ. Λουκάτου (γεννηθέντος 15.3.1908 και αποθανόντος 22.10.2003). Εκείνη μας η ανακοίνωση δημοσιεύεται εδώ με τις απαραίτητες τροποποιήσεις και τις αναγκαίες σχολιαστικές υποσημειώσεις.

Στο Παράρτημα δημοσιεύονται δίστιχα διάφορου περιεχομένου και κάποιες επιπλέον Παροιμίες και Κατάρες, χρηστικό συμπλήρωμα στα «Λαογραφικά Ερανίσματα Ι», που προηγήθηκαν. Από τη θέση αυτή θερμές εκφράζουμε ευχαριστίες αφ’ ενός μεν στους επώνυμους και ανώνυμους Αφηγητές του πρωτοδημοσιευόμενου εδώ υλικού, αφ’ ετέρου δε στον έμπειρο εκδότη Αργύρη Βουρνά, ο οποίος αγκάλιασε με την παροιμιώδη προθυμία του την έκδοση του ανά χείρας βιβλίου από τις «Συλλογές» του.


Η μεγαλοπρέπεια της απλότητάς τους

Σε μια παρουσίαση απλοϊκών ανθρώπων του λαού μας, σαν αυτήν εδώ, ανθρώπων, οι οποίοι σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή μας χρησίμευαν ως αφηγητές γνήσιας και πρωτογενούς λαογραφικής ύλης, δίχως μάλιστα να έχουν σαφή αίσθηση του τι πράγματι προσφέρουν στην έρευνα και στον πολιτισμό μας, ο λόγος και ο λογισμός μας είναι (ή θα έπρεπε να είναι) αφ’ εαυτού εξαιρετικά συγκρατημένος. Τι να πεις γι’ αυτούς τους καθημερινούς χωρικούς, οι οποίοι έζησαν όλες τις μέρες της ζωής τους μακριά απ’ τους φιλήδονους και λαίμαργους φακούς της Ιστορίας; Πώς να τους παρουσιάσεις, καθώς δε διαθέτουν βιογραφικά στοιχεία κραταιά ή επαρκή, στερούμενοι περγαμηνών ή στοιχειωδών προσόντων μόρφωσης; Με τι χρώματα να επανέλθουν στην επικαιρότητα τα ρυτιδωμένα πρόσωπά τους απ’ το βάθος των περασμένων δεκαετιών; Συχνά ο βίος ήταν αβίωτος και τα πρόσωπα απλώς μάσκες…

Κι όμως, είναι δυνατόν! Με την καλοπροαίρετη αφήγηση των εμπειριών τους, με το πλατύ χαμόγελο ή τα βουρκωμένα κάποτε μάτια τους, με την απλοϊκότητα και την ευπροσηγορία τους, με τη φυσική ευγένεια και την ταπεινή τους καλότητα!!! Όχι, δεν προτείνουμε ήρωες, μήτε πρόκειται για υπερανθρώπους ή επίγειους αγγέλους. Καθημερινοί υπήρξαν, με τα στραβά και τ’ ανάποδά τους, με τα μείον και τα συν τους. Άλλωστε, η ζωή στην ύπαιθρο χρωματιζόταν από την αδυσώπητη επανάληψη ενός μαρτυρικού συχνά ψευτο-βίου, η οποία πόρρω απέχει από την ειδυλλιακή και ρομαντική άποψη, που έχουμε σχηματίσει στο νου μας, έχοντας επηρεασθεί από τις μελό ταινίες εποχής ή κάποιες αναγνώσεις ρομάντζων. Τολμώ να πω ότι η τοτινή καθημερινότητα εξαναγκαζόταν να κινηθεί κάπου μεταξύ των μαυρόασπρων οριζόντων του Αλέξη Δαμιανού στο «Μέχρι το πλοίο» και των βεβιασμένων συναισθημάτων στο «Πατέρας αφέντης» των Αδελφών Ταβιάνι. Εκείνο πάντως, το οποίο ιδεολογικά και οντολογικά διαφοροποιεί τους δικούς μας πρωταγωνιστές από τη σύγχρονη πραγματικότητα είναι ότι ποτέ δεν τους έλειψε η ευαισθησία και το τραγούδι ως τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, η τάση – πεποίθηση της αναγκαιότητας για υπέρβαση έτσι κι αλλιώς των λιμναζόντων νερών του τόπου και του χρόνου τους. Γι’ αυτό και δεν έχουμε το δικαίωμα να τους λησμονήσουμε. Γι’ αυτό ακριβώς τους τιμάμε και καταφεύγουμε στον τρόπο τους: Για ν’ αντλήσουμε κουράγιο απ’ την εμπειρία τους, σταγόνες αναψυχής απ’ τις θάλασσες της υπομονής τους.

Συμβαίνει εξάλλου, κάτι ανάλογο με το λεγόμενο «λείμμα» ή «υπόλοιπο» της Παλαιάς Διαθήκης. Στους παράδοξους δώδεκα αιώνες προς Χριστού, εκεί στους τόπους της Παλαιστίνης κι ενώ ο προχριστιανικός κόσμος δεν μπορούσε ακόμα να εμπεδώσει την προοπτική του Μεσσία, λίγοι άνθρωποι, μετρημένοι δίκαιοι σε κάθε εποχή και γενιά κράτησαν ζωντανή την αναμονή του Ερχόμενου, μεταλαμπαδεύοντάς την στους επόμενους. Έτσι κι εδώ: Στους άοσμους ή και δύσοσμους καιρούς και τόπους μας, κάποιοι λιγοστοί «πτωχοί τω πνεύματι» (με τη σωστή και τη λανθασμένη έννοια), διασώζουν το λαϊκό λόγο και τη δημώδη σοφία, παραδίδοντάς την εμπιστευτικά στους επόμενους, σαν κάτι το ιδιαίτερα πολύτιμο και ιερό.

Και η ζωή συνεχίζεται… Χρέος της γενιάς μας είναι, αν βέβαια θέλουμε να πιστεύουμε, ότι έμπρακτα κάτι, ελάχιστα έστω, συνεισφέρουμε στο πολιτισμικό μας οικοδόμημα, να δημοσιοποιούμε κατά περίπτωσιν (όπως ακριβώς γίνεται ήδη και με τούτη την εργασία) και ν’ αξιοποιούμε τις αφηγήσεις τους ως ύλη συνεκτική και ουσιώδη αρμό του σύγχρονου γίγνεσθαι, διότι χωρίς αυτές τις δυναμικές, που πια ν’ ανθέξει ο πολιτισμός μας με τόσους και τέτοιους κραδασμούς, τους οποίους πανταχόθεν υφίσταται… Σ’ ένα νεφελώδες περιβάλλον πολυπολιτισμικής πολυφωνίας, αν δεν προσθέσουμε πλάι στα πολλά και διάφορα τεκταινόμενα και τα δικά μας έχια, «εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες». Στην αναπόφευκτη συνάντηση και κράση των πολιτισμών χρειάζεται να μετέχει καταλυτικά και η δική μας λαϊκή πραγματικότητα. Στο πολύκλαδο Δέντρο της παγκοσμιοποίησης μια εύχυμη ρίζα του, ενεργή πάντως και καρποφόρα, ας είναι και η δική μας προγονική ικμάδα.

Δυο τέτοιες περιπτώσεις ανακοινώνουμε από αυτή τη θέση. Δυο Μπανατιώτες αφηγητές ζακυνθινού λαογραφικού υλικού.

Είναι το Καλοκαίρι του 1981, πρώτες μέρες ενός Αυγούστου καυτού. Στη Βολιβία εκδηλώνεται το υπ’ αριθμ. 195 πραξικόπημα, στην Ιταλία οι Ερυθρές Ταξιαρχίες πραγματοποιούν μιαν ακόμη δολοφονία, στην Ελλάδα επικρατεί μπαράζ πυρκαγιών, τα Επτάνησα περιπλέουν ολοένα ο Κάρολος και η Νταϊάνα, απολαμβάνοντας το ταξίδι του μέλιτος (ποιου μέλιτος;) κι εγώ, στον κόσμο μου ως συνήθως, επισκέπτομαι τους δύο εκείνους γηραιούς συγχωριανούς, κρατώντας ένα μαγνητόφωνο εποχής, ώστε εκεί ν’ αποτυπωθούν και διασωθούν οι φωνές τους και όσα ενδεχομένως είχανε να θυμηθούν απ’ τα περασμένα. Είναι σίγουρα η πρώτη και η τελευταία φορά, που κάποιος παγιδεύει, όχι μόνο τις φωνές τους, αλλά και τις εμπειρίες μιας ζωής σε εκείνη την ηλεκτρική «φάκα», εμπειρίες πυκνωμένες σε λίγα στιχάκια ή μικρές ιστοριούλες απ’ τα πολύ παλιά.