Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ
ΜΟΥΣΟΥΡΑ-ΤΣΟΥΚΑΛΑ από τη Μελβούρνη
Παρέμεινα μέχρι
και το Σαρανταήμερο Μνημόσυνο και, αναπόφευκτα, μετά πήρα το δρόμο για εδώ που
ζω. Ομολογώ ότι η
μεγάλη μου λαχτάρα ήταν να βρισκόμουν στο αγαπημένο Νησί αυτές τις μέρες, όμως
δεν πήγαινε η καρδιά μου να αφήσω τ’ αδέλφια μου και να φύγω, έτσι παρέμεινα
στην Αθήνα. Το πνεύμα της Μ.
Εβδομάδας ταίριαζε απόλυτα με την ψυχική μας διάθεση για τη μεγάλη Απώλεια.
Παρακολουθήσαμε τις κατανυκτικές ακολουθίες τα βράδια στην εκκλησία του Αγίου
Γεωργίου στην Κυψέλη, που έμενε ο αδελφός μου και μέχρι πρότινος και η Μάνα.
Κοιτάζαμε με
κάποια θλίψη τις ετοιμασίες όλων για τη Μεγάλη Ημέρα, τις στολισμένες βιτρίνες
των μαγαζιών, τα βουνά από κουραμπιέδες, τσουρέκια, κουλουράκια πασχαλιάτικα
και άλλα. (Όχι βέβαια λαμπροκουλούρες ,όπως φτιάχναμε στη Ζάκυνθο). Τον κόσμο
που πηγαινοερχότανε βιαστικός να
προλάβει τα ψώνια, να αγοράσει τις λαμπάδες της Ανάστασης για βαφτιστήρια και
παιδιά και νιώθαμε κάπως αποξενωμένοι κι αποκομμένοι από όλους. Αναπολούσαμε όλες
τις πασχαλιάτικες γιορτές, που περάσαμε και με τους δυο γονείς μας, αργότερα
μόνο με τη Μάνα και τώρα χωρίς αυτήν.
Θυμηθήκαμε παλιά
περιστατικά αυτών των ημερών, όταν είμαστε παιδιά. Μιλήσαμε για όλα, κάπου
ξεχαστήκαμε, λες και δεν είχε αλλάξει τίποτα και πηγαίνοντας στο σπίτι της
Μάνας θα την βρίσκαμε εκεί να μας περιμένει με το προσευχητάρι στα χέρια, το
ακοίμητο καντήλι στο εικονοστάσι και το τραπέζι στρωμένο με τα σαρακοστιανά. Να
μας κατσαδιάζει καλοσυνάτα που δήθεν
αργήσαμε και θα κρυώσουν τα φαγητά.
Το νοσταλγικό
ταξίδι στο μακρινό και το κοντινό χθες τελειώνει κι εμείς αναγκαστικά γυρνάμε
στο πικρό σήμερα. Πρώτο Πάσχα αφότου
γεννηθήκαμε, χωρίς τη Μάνα! Η Μάνα δεν
βρίσκεται πια ανάμεσα μας, βρίσκεται στο αγαπημένο χωριό στο Μπανάτο, εκεί την
αφήσαμε λίγες μέρες πριν να αναπαύεται δίπλα στον παπάκη μας, κι εμείς μόνα
πια. Το ώριμο της ηλικίας μας και το γεγονός ότι και τα τρία αδέλφια είχαμε
μεγάλα παιδιά, η αδελφή μου κι εγώ ενήλικα, δεν μας εμπόδισε να νιώθουμε πως
ξαφνικά ορφανέψαμε. Ούτε Πατέρα, ούτε Μάνα πλέον... Έτσι νιώθαμε και
προσπαθούσαμε να πάρουμε δύναμη και κουράγιο ο ένας απ΄ τον άλλον.
Τη Μ. Παρασκευή
ανηφορήσαμε για τη Μονή Πεντέλης, ν’ απολαύσουμε την Ακολουθία και περιφορά του Επιταφίου και ν’
ακούσουμε το «Ω γλυκύ μου έαρ» και το «Αι Γενεαί πάσαι», καθώς και το ιερό
Ευαγγέλιο, εκείνο το πανέμορφο «Διαγενομένου του Σαββάτου», σε ζακυνθινή
εκκλησιαστική μουσική κι όχι Βυζαντινή που... συχωρέστε μας, αλλά σκέτη
μουρμούρα. Υπέροχες, μοναδικές στιγμές!!!!
Μέχρι εδώ καλά,
αλλά ξημέρωσε Μ. Σαββάτο. Χαρές γεμάτο, μόνο που, όχι μόνο δεν είχε χαρές για
εμάς, αλλά περισσότερη θλίψη και νοσταλγία, αλλά επί πλέον, προέκυψε κι άλλο
πρόβλημα. Τηρώντας τα πατροπαράδοτα, ούτε να διανοηθούμε ότι με τον τάφο της
Μάνας νωπό ακόμα εμείς θα βάφαμε αυγά κ.λπ. Παραδοσιακά, οι κάπως πιο απέξω συγγενείς, φίλοι, γείτονες, θα
φρόντιζαν γι’ αυτά. Όμως, με μεγάλη πικρία διαπιστώναμε όπως περνούσε η μέρα
πως ούτε τηλέφωνο δεν πήρε κανείς από αυτούς που όφειλαν κατά κάποιον τρόπο να
μας επισκεφθούν για τα Χρόνια Πολλά και να μας φέρουν λίγα κόκκινα αυγά και
λίγα κουλούρια λόγω πρόσφατου δικού μας πένθους! Ούτε επιτρεπόταν να βγούμε στη γειτονιά και να
τα αγοράσουμε...
Τότε, έβαλα σε
ενέργεια τα μεγάλα μέσα! Χωρίς να πω τίποτα στα αδέλφια, τηλεφώνησα σ’ ένα πολύ φιλικό μας ζευγάρι
Ζακυνθινούς που έμεναν στην Αθήνα, και
τους είπα την αλήθεια. Πριν ακόμα τελειώσω, ξαμολήθηκαν σε ζαχαροπλαστεία και
δυο ώρες αργότερα, απογευματάκι ήδη,
χτυπούσαν το κουδούνι φορτωμένοι με όλα τα λαμπριάτικα! Ας είναι καλά οι άνθρωποι! Λίγες μέρες
αργότερα, είπα την αλήθεια στα αδέλφια μου, όμως, το πένθιμο σπίτι μας δεν
έμεινε χωρίς κόκκινα αυγά, έστω και δακρυσμένοι, τσουγκρίσαμε κι ευχηθήκαμε
υγεία σ΄ όλο τον κόσμο και Καλή ανάπαυση στους αγαπημένους μας! Η Αθήνα, βέβαια,
απρόσωπη και κάπως απάνθρωπη πόλη, δεν ξέρεις ποιος κάθεται δίπλα σου, πού να
περιμένεις να γνοιαστούν πως εσύ έχεις πένθος. Αναρωτιέμαι, όμως, αν και στο
νησί κατάργησαν πια όλα αυτά τα ήθη και έθιμα.
Εδώ που ζω, τα
τηρούμε ακόμα με θρησκευτική ευλάβεια και δεν τα θεωρούμε παλιομοδίτικα. Αν
κάποιος έχει πένθος και δη πρόσφατο, χρονιάρες μέρες, ή ακόμα αν είναι ανήμπορος,
θα φροντίσουμε όλοι να μη νιώσουν μοναξιά κι εγκατάλειψη και μολονότι η καρδιά
τους μπορεί να θρηνεί το χαμό αγαπημένου προσώπου, τουλάχιστον θα νιώσουν τη
στοργή και την αγάπη δικών και φίλων και δεν θα ξεχαστούν από όλους, όπως εμείς
τότε στην Αθήνα. Αν το γνοιάσιμο
για τον άνθρωπο θεωρείται παλιομοδίτικη υπόθεση, προτιμώ να μου λένε πως έχω μείνει χρόνια
πίσω, παρά να «μοντερνοποιηθώ» και να αδιαφορώ για τον πόνο και τη μοναξιά του
συνανθρώπου μου, γιατί έτσι δήθεν θα θεωρηθώ ότι συμβαδίζω με τους καιρούς μας!
Με την αγάπη μου
σε όλους και τις ευχές μου τις άγιες μέρες που έρχονται,
δ.μ.τ.