e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Ένα κεράκι μπροστά στο Σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος






Ένα ταπεινό κεράκι στη Χάρη του Αγίου Σπυρίδωνος ανάβει για εμάς όλους η φίλη και (ενίοτε) ανταποκρίτριά μας από την Κέρκυρα Τατιάνα Καρύδη. Βρέθηκε στον ναό του Αγίου σήμερα τα χαράματα στην Αγρυπνία της Εορτής Του και μάς σκέφτηκε. Άναψε το Κερί και μάς απέστειλε τις κατανυκτικές ανωτέρω εικόνες! Την ευχαριστούμε από βάθους ψυχής!

4 videos από την Χριστουγεννιάτικη Συναυλία της Χορωδίας "Η Φανερωμένη" στο 5ο "Αληθώς"

  Χθες το βράδυ στον ναό της Παναγούλας Μπανάτου 


 







Οπτικοακουστικό υλικό: Γιάννης Καποδίστριας

5 videos από την διάλεξη του Διονύση Φλεμοτόμου, κατά την εορταστική Σύναξη του "Αληθώς"

  Χθες το βράδυ στην Παναγούλα Μπανάτου 












Οπτικοακουστικό υλικό: Γιάννης Καποδίστριας

Από το τριήμερο του Αγίου στο Δωδεκαήμερο

Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΥ
Λογοτέχνη – Εκπαιδευτικού – Λαογράφου
Διάλεξη στην εορταστική Σύναξη «Αληθώς», του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου Μπανάτου (11 Δεκεμβρίου 2011) 

Ο Δεκέμβρης είναι ο δωδέκατος και τελευταίος μήνας του Γρηγοριανού ημερολογίου. Το όνομά του το οφείλει στην δέκατη θέση, που είχε στο αρχαίο, δεκάμηνο ρωμαϊκό ημερολόγιο, μια και  decem, στα λατινικά, σημαίνει δέκα. Αργότερα, όταν μετακινήθηκε στην σημερινή του θέση, κράτησε τ’ όνομά του, αποφεύγοντας μάλιστα την αυτοκρατορική ματαιοδοξία και μη ακολουθώντας την τύχη του Ιούλιου και του Αύγουστου, δεν υπέκυψε στην επιθυμία του Λούκιου Κόμμοδου, ο οποίος θέλησε να τον μετονομάσει «Αμαζόνιο», προς τιμήν της όμορφης συζύγου του, που την μορφή της, σαν αμαζόνα, είχε χαραγμένη στον δακτυλιόλιθό του.
   Είναι ο μήνας που συνδέεται με την αποκορύφωση του Χειμώνα και συγχρόνως, μια και το κάθε τέλος είναι αυτομάτως και μία αρχή, με την ανοδική πορεία του φωτός. Με την διπλή του αυτή ιδιότητα είναι συνυφασμένες και όλες οι γιορτές του, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
   Στην αρχαία Ρώμη στις μέρες του και συγκεκριμένα από τις 17 έως τις 23 γιορταζόταν τα Σατουρνάλια, προς τιμήν του θεού Saturnus, του αντίστοιχου ελληνικού Κρόνου, ο οποίος ήταν και ο πρώτος μυθικός βασιλιάς του Λατίου. Η γιορτή αυτή ήταν μια από τις λαμπρότερες των Ρωμαίων. Στις εφτά ημέρες, που διαρκούσε, τελούνταν θυσίες, γίνονταν συμπόσια και ανταλλάσσονταν δώρα. Μέσα στην ατμόσφαιρα της γενικής ευφορίας της έπαυαν όλες οι κοινωνικές διακρίσεις, δινόταν αμνηστία στους κρατούμενους, έπαυαν να γίνονται δίκες, διακόπτονταν τα μαθήματα και οι πολεμικές επιχειρήσεις και οργίαζαν τα τυχερά παιχνίδια.
   Ακολουθούσε στις 25 Δεκεμβρίου η γιορτή Βρουμάλια ή Μπρουμάλια, η οποία ήταν η γενέθλια ημέρα του θεού Μίθρα, του αήττητου Ήλιου. Το όνομά της προέρχεται από την λατινική λέξη bruma, η οποία υποδηλώνει την χειμερινή τροπή, δηλαδή την μικρότερη μέρα του χρόνου. Κατά τον εορτασμό της και για να διατηρηθεί η ευφορία της γης θυσίαζαν στον Κρόνο και την Δήμητρα χοίρους και κατανάλωναν το κρέας τους σε κοινά συμπόσια.
   Τα Βρουμάλια πέρασαν και στο Βυζάντιο, όπου γιορτάζονταν από τις 24 Δεκεμβρίου έως και τις 17 Ιανουαρίου, δηλαδή εικοσιτέσσερις μέρες, όσα και τα γράμματα του αλφαβήτου. Στην διάρκειά τους γιόρταζαν σύμφωνα με το πρώτο του γράμμα και διαδοχικά όλα τα ονόματα. Έτσι την πρώτη μέρα γιόρταζαν όσων το όνομα άρχιζε από «Α», την δεύτερη από «Β», την τρίτη από «Γ» κ.ο.κ. Τις ημέρες αυτές οι αυτοκράτορες πρόσφεραν δώρα σε φίλους, συγγενείς και στο προσωπικό των ανακτόρων.
   Τις γιορτές αυτές τις κατάργησε επίσημα η Σύνοδος της Ρώμης, το 743 μ. Χ. Διατηρήθηκαν, όμως, ουσιαστικά μέχρι περίπου τον 12ο αιώνα. Το ίδιο συνέβη και με πολλές άλλες παγανιστικές γιορτές του Δεκεμβρίου, οι οποίες είχαν μεγάλη απήχηση στα λαϊκά, κυρίως, στρώματα και τις καταδίκασε η εκκλησία με τον 62ο κανόνα της εν Τρούλω ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, το 680 μ. Χ.
   Με την επικράτηση των μεγάλων χριστιανικών γιορτών και την πίεση της επίσημης εκκλησίας, οι αρχαίες γιορτές σιγά – σιγά εξαλείφθηκαν, έμειναν, όμως, μέχρι τις μέρες μας δοξασίες τους, θρύλοι τους, καθώς και ο μεταφυσικός τους φόβος. Ιδιαίτερα κρατήθηκαν και εν μέρει πέρασαν στην χριστιανική λατρεία ο δαιμονικός τους χαρακτήρας, με την μορφή των καλικατζάρων και η πυρολατρική τους μορφή, με το άναμμα φωτιών. Αυτός είναι και ο λόγος που όλοι σχεδόν οι εορταζόμενοι τον μήνα Δεκέμβριο Άγιοι έχουν σχέση στην συνείδηση του λαού μας με την βασιλεία του σκότους και τη νίκη του από το φως.
   Τα Νικολοβάρβαρα, στην αρχή του μήνα και συγκεκριμένα από τις 4 έως και τις 6 του Δεκέμβρη παρουσιάζουν μια αγιωνυμική ενότητα, η οποία συνδυάζεται με τις συνήθως ακραίες καιρικές συνθήκες τις μέρες αυτές, οι οποίες συνοδεύονται και από τις λοιμικές ασθένειες.  Για το λόγο αυτό η Αγία Βαρβάρα θεωρείται η διώκτης της βλογιάς. Η κακοκαιρία είναι στενά δεμένη μ’ αυτό το εορταστικό τριήμερο γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «Νικολοβάρβαρα έχουμε;», η οποία χρησιμοποιείται κάθε που συμβαίνει πολυήμερη κακοκαιρία. Σε πολλά μέρη το όνομα του Αγίου Σάββα παρετυμολογείται και πιστεύεται πως την ημέρα της γιορτής του η γη σαβανώνεται από χιόνι. Τέλος η ταύτιση του Αγίου Νικολάου με το θυμωμένο υγρό στοιχείο αυτές τις μέρες, δεν είναι τυχαία και η μορφή του συχνά αποτελεί την προσωποποίηση του Χειμώνα.
   Αυτά αποτελούν την έκφραση της κυριαρχίας του σκότους. Από δω κα πέρα σιγά – σιγά οδηγούμεθα προς την επικράτηση του φωτός. Παρότι, μάλιστα, το σωτήριο αυτό γεγονός συμβαίνει μετά το χειμερινό ηλιοστάσιο, στις 22 Δεκεμβρίου, ο λαός μας, το προεορτάζει βιαστικά. Έτσι σε πολλά μέρη, παρετυμολογώντας ξανά το όνομα, πιστεύουν πως της Αγίας Άννας, στις 9 του Δεκέμβρη, «η μέρα παίρνει μια ανάσα», ενώ του Αγίου Σπυρίδωνος, στις 12 του μήνα, «η μέρα παίρνει ένα σπυρί». Η αδημονία του, όμως, σταματά με την γιορτή των Χριστουγέννων, όπου «Χριστός γεννάται, το φως αξαίνει», όπως λένε στο νησί μας και ο ήλιος ακολουθεί σταθερά την πορεία του προς την Άνοιξη και το Καλοκαίρι.
   Στο προαιώνιο εορταστικό αυτό κλίμα της επικράτησης του φωτός θα εξετάσουμε απόψε τις δύο μεγαλύτερες γιορτές του Δεκέμβρη στο νησί μας, από τις οποίες η μια είναι καθαρά τοπική και η άλλη αφορά ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο. Πρόκειται για το τριήμερο της γιορτής του Αγίου μας, πρώτα και μετά για το κατοπινό Δωδεκαήμερο. Το πρώτο στην ουσία είναι ένας πρόλογος και μια προεόρτια σχόλη, μια απαρχή για έναν μεγάλο εορταστικό κύκλο, που θα τελειώσει την επομένη των Φώτων και την γιορτή του Άι – Γιαννιού, στις 7 του Γενάρη. Δεν θα ήταν, μάλιστα, άστοχο, αν ισχυριζόμαστε πως οι δύο αυτοί εορταστικοί κύκλοι είναι ομόκεντρες επαναλήψεις της αρχαιότητας και πως για τη Ζάκυνθο αποτελούν την χριστιανική έκφραση μιας αιώνιας ανάγκης.
   Η μνήμη του Αγίου Διονυσίου, όπως σε όλους είναι γνωστό γιορτάζεται στις 17 Δεκεμβρίου. Είναι, όπως χαρακτηριστικά λέμε, η γιορτή του «Αγίου μας», δίχως άλλο προσδιορισμό.
   Για την λατρεία του και την τιμή που του αποδίδεται από τους συντοπίτες του πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν και διαφωνίες ατελείωτες να δημιουργηθούν, ιδιαίτερα από τους φανατικούς θεολόγους, μια και συχνά ο Άγιος υποκαθιστά στην τζαντιώτικη συνείδηση ακόμα και αυτόν το Θεό. Έτσι η έκφραση «εγώ δεν πιστεύω σε θεούς και θρησκείες, αλλά τον Άγιο τον πιστεύω» είναι ένα επιπλέον δείγμα της τοπικής ιδιαιτερότητας και της ζακυνθινής ιδιοσυγκρασίας και δείχνει το δέσιμο όλων των κατοίκων αυτού του νησιού, αλλά και των εκτός αυτού αποικούντων με τον «αυτόχθονα», όπως η επίσημη υμνογραφία της γιορτής του τον χαρακτηρίζει, Άγιο, ο οποίος έζησε στα χώματά μας, μοιράστηκε τους καημούς και την ιστορία μας και μας καταλαβαίνει όσο κανένας άλλος. Είναι, μάλιστα, εντελώς δικός μας και γι’ αυτό η ικεσία: «Άγιο μου Κορμάκι» ή η πιο ανθρώπινη: «Άγιέ μου Σιγούρο», με την επίκληση του επωνύμου του, που τον κατατάσσει στις λίστες των ντόπιων δημοτών. Γνωστή, ζεστή, μα και χριστιανικότατη, νομίζω, είναι η συνήθεια των ζακυνθινών να κάνουν το σταυρό τους κάθε πρωί, στρεφόμενοι προς την εκκλησία του, αλλά και να πηγαίνουν συχνά να προσκυνούν την λάρνακά του και να του εκμυστηρεύονται όλα τα μυστικά της ψυχής τους. Έτσι συχνά θα βρούμε κάποιους στο «δωμάτιο του Αγίου» να του λένε πως πάντρεψαν την θυγατέρα τους, πως πέρασε ο γιος τους στο Πανεπιστήμιο ή πως πάνε καλά οι επιχειρήσεις τους και γι’ αυτό τον ευχαριστούνε. Δείγμα της σε ανθρώπινη κλίμακα λατρείας μας προς τον δικό μας Άγιο ήταν και η συνήθεια της γενιάς μου να πηγαίνουμε στην εκκλησία του τις ημέρες των εξετάσεων και να ρίχνουμε μπροστά του τα βιβλία μας για να ανοίξουν στην σελίδα του θέματος, που θα έπεφτε στο διαγώνισμα. Αυτό είναι μια περίτρανη απόδειξη για την συγγενική αγιότητα του Προστάτη μας, που σαν καλός γονιός θέλει την πρόοδο του παιδιού του και χαίρεται την προκοπή του. Στα ίδια πλαίσια ερμηνεύεται και η συνήθεια πολλών οικογενειών να κόβουν κομμάτι δικό του από την χριστουγεννιάτικη κουλούρα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με όσους οικείους δεν παρευρίσκονται στον εορταστικό δείπνο.
   Ένα άλλο χαρακτηριστικό δείγμα της υπέρμετρης λατρείας των Ζακυνθινών για τον Άγιό τους είναι και ο εξής χαρακτηριστικός διάλογος, που παλιότερα τον ακούγαμε συχνά. «Πότε έχουμε Λαμπρή φέτος;» ρωτούσε ο ένας από τους συνδαιτυμόνες και ο άλλος απαντούσε: «Αν θέλει ο Άγιος, στις τόσες του Απρίλη». Τα σχόλια, νομίζω, περιττεύουν.
   Μα και τα βαπτιστικά ονόματα με την απόλυτη κυριαρχία του δικού του, που υπάρχουν στο νησί μας, δείχνουν την αγάπη και την τιμή στο πρόσωπό του. Εκτός μάλιστα από το πολύ συχνό «Διονύσιος» και «Διονυσία» υπάρχουν και το «Δραγανίγος», του κοσμικού του ονόματος, το «Σιγούρος» του επωνύμου του και το «Δανιήλ», της καλογερικής κουράς του, τα οποία δίνονται στα παιδιά μας και γιορτάζουν την ημέρα της μνήμης του.
   Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε μου, να σας μεταφέρω δύο χαρακτηριστικά, προσωπικά μου παραδείγματα, που επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα.
    Το πρώτο συνέβη πριν λίγα χρόνια, όταν παιδί, με τους δικούς μου είχαμε επισκεφθεί, όπως συχνά συμβαίνει με όλους τους ζακυνθινούς, το μοναστήρι της Αναφωνήτριας, όπου ο Ιεράρχης μόνασε και συγχώρεσε τον φονιά του αδελφού του. Ήταν Καλοκαίρι και κόσμος πολύς, για τον ίδιο λόγο, είχε επισκεφθεί τον ιερό για όλους μας εκείνο χώρο. Βρισκόμουν, λοιπόν, στην ουρά, μπρος στην καθέδρα με την εικόνα της Αναφωνήτριας. Πάνω της, τότε, υπήρχε μια ασημένια λειψανοθήκη με απότμημα του λειψάνου της Αγίας Αναστασίας. Μια κυρία μπρος μου ρώτησε αν είναι λείψανο του Αγίου μας και σαν πήρε την αρνητική απάντηση του νεωκόρου, δεν προσκύνησε το λείψανο της Φαρμακολύτριας, λέγοντας ένα χαρακτηριστικό «α, καλά...».
   Το δεύτερο γεγονός έγινε πριν δυο – τρία χρόνια και είναι και αυτό ένα χαρακτηριστικό δείγμα της λατρείας των Ζακυνθινών προς τον Άγιό τους, η οποία συχνά ξεφεύγει από το μέτρο και αποκτά σχεδόν αιρετικές διαστάσεις. Φίλη άσχετη με τη Ζάκυνθο και τα Επτάνησα ταξιδεύει αρχές Αυγούστου για το νησί μας. Στο καράβι συναντά μια γραφική γιαγιά, από ορεινό χωριό της Ζακύνθου, όπου αναγκαστικά βρίσκεται στην «ξενιτεία» της Αθήνας, όπου κατοικούν τα παιδιά της και έρχεται στο νησί για τις καλοκαιρινές διακοπές. Ο τύπος της τραβά την κουλτουριάρα φίλη μου και της πιάνει κουβέντα. Την ρωτά για τα πάντα και σε μια στιγμή της λέει αν έρχεται στην πατρίδα της για την γιορτή της Παναγίας. «Όχι», της απαντά η Ζακυνθινή, «για την γιορτή του Αγίου μας πάω». Μη γνωρίζοντας η ξένη την ντόπια νοοτροπία επιμένει, πιστεύοντας πως η γιαγιά, κατά τοπική συνήθεια, ονομάζει έτσι την γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Τσαντίζεται τότε η γριά και αγανακτισμένη της απαντά: «Άσε με παιδάκι μου με την Παναγία σας, για τον Άγιό μας σου λέω τόσην ώρα».
   Η υπέρμετρη αυτή λατρεία του Ζακυνθινού για τον Άγιό του έχει περάσει και στην ποίηση. Ενδεικτικά θα αναφέρουμε το σονέτο του Διονυσίου Σολωμού, που αναφέρεται στην Κοίμηση του Ιεράρχη και χαρακτηριστικά τελειώνει με τους στίχους «κι’ άγιος δεν ήταν / άλλος που λάμψη πιο όμορφη να χύνη», όταν τον περιγράφει να καταφθάνει στον παράδεισο και «Το θαύμα» του Ιωάννη Π. Τσιλιμίγκρα, όπου την κόμισσα Καπνίση, την μητέρα του τυφλού γιου «όλοι την απελπίσαν οι γιατροί, / ώς και τα παρακάλια στο Θεό της», ενώ, όπως η ίδια του λέει την ώρα της λιτανείας του «είναι μπροστά σου ο Άγιος που μπορεί / να σου δώσει, αγάπη μου, το φως σου». Το θαύμα μάλιστα πραγματοποιείται και η μητέρα κατεβαίνει στο δρόμο και κρεμά τη χρυσή αλυσίδα της στο σκήνωμα του Αγίου, «οπού από τότε στο λαιμό Του τη φορεί / τ’ ανάβλεμμα τυφλού να μαρτυράει».
   Θεολογικά όλα αυτά, βέβαια, δεν ευσταθούν, μια και, ως γνωστόν, οι άγιοι μόνο πρεσβεύουν προς τον Θεό και δεν έχουν δικαίωμα θαύματος. Ο κυρίαρχος, όμως, λαός και η ακόμα πιο κυρίαρχη τέχνη συχνά υπερβαίνουν τα εσκαμμένα και δίνουν την δική τους διάσταση και ερμηνεία στα τεκταινόμενα.
   Στα πλαίσια αυτής της ιδιόρρυθμης λατρείας του Ζακυνθινού προς τον Άγιό του, ας δούμε και τον τρόπο της γιορτής του, στις 17 του Δεκέμβρη, η οποία όχι μόνο συμπίπτει, κατά μια αγαθή τύχη, με την έναρξη των πανάρχαιων Σατουρναλίων, αλλά έχει, όπως ήδη αναφέραμε, προεόρτια μορφή για το εορταστικό Δωδεκαήμερο, όπου μετά από μια βδομάδα ακολουθεί.
   Η γιορτή αυτή έχει τριήμερο χαρακτήρα, αλλά στην ουσία ξεκινά πριν ακριβώς από μια βδομάδα. Το βράδυ της 9ης Δεκεμβρίου και με το πέσιμο του ήλιου γίνεται το «πρώτο σένιο», το οποίο είναι μια προειδοποίηση, όπως λέει η λέξη, για την επερχόμενη χρονιάρα μέρα. Την ώρα, λοιπόν, του δειλινού, χτυπούν χαρούμενα, εκτεταμένα και εορταστικά οι καμπάνες από το πυργωτό καμπαναριό της εκκλησίας, ενώ συγχρόνως ρίχνονται και δώδεκα κανονιές. Ο αριθμός αυτός είναι ισάριθμος των μηνών του χρόνου, αλλά και με τις ημέρες που το Άγιο Λείψανο παραμένει, για προσκύνημα και ευλογία του νησιού, στην «Θύρα του», όπως χαρακτηριστικά λέγεται. Οι μέρες αυτές είναι τρεις στην επέτειο της μνήμης του, τρεις στην γιορτή της ανακομιδής του Λειψάνου του, μία τα Χριστούγεννα, μία τα Φώτα και τέσσερις από την Μ. Παρασκευή, ως την Δευτέρα του Πάσχα.
   Η καθαρά αυτή εκκλησιαστική προειδοποίηση του «πρώτου σένιου» παίρνει και μια εθιμική μορφή, μια και πολλοί αντεταδόροι συγκεντρώνονται στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας και το περιμένουν. Μετρούν τους κανονιοβολισμούς, κάνουν το σταυρό τους και στο τέλος εύχονται «και του χρόνου». Το ίδιο γίνεται και με όσους ακούνε το σένιο από το σπίτι ή τον τόπο της εργασίας τους. Τα σένια αυτά, δίχως κανονιοβολισμούς, συνεχίζονται κάθε μέρα, με τις χαρούμενες κωδωνοκρουσίες το μεσημέρι (γιόμα) και το εσπέρας της κάθε μέρας, ως την 15η Δεκεμβρίου.
   Η κυρίως γιορτή του Αγίου αρχίζει στις 11 το πρωί της παραμονής, με την έξοδο του Λειψάνου από την Λάρνακά του και την τοποθέτησή του στο Ιερό του ναού, μπρος από την Αγία Τράπεζα. Το γεγονός χαιρετίζεται με κανονιοβολισμούς, κωδωνοκρουσίες απ’ όλα τα καμπαναριά του νησιού, σφυρίγματα από τα καράβια, που βρίσκονται στο λιμάνι και σμπάρα από όλα τα σπίτια του νησιού. Μπρος από το εικονοστάσι, που απαραίτητη είναι και η εικόνα του Πολιούχου, καίει το λιβανιστήρι δίπλα σε αναμμένα κεριά, ενώ στα μπαλκόνια και στους εξώστες υψώνονται πανηγυρικά οι σημαίες. Τα σχολεία και οι δημόσιες υπηρεσίες σταματούν να εργάζονται, εφαρμόζοντας μια παραδοσιακή ημιαργία και όλοι ανταλλάσσουν την χαρακτηριστική ευχή: «Βοήθεια μας ο Άγιος και του χρόνου».
   Χαρακτηριστικό είναι το άλλαγμα των «παντοφλών» του, που, ολόκληρες ή σε κομμάτια, δίνονται σαν ευλογία στους πιστούς και μέσα σε περίτεχνες ξυλόγλυπτες και επιχρυσωμένες θήκες κοσμούν πολλά τοπικά εικονοστάσια.
   Το απόγευμα, πριν τον Εσπερινό, γίνεται η επίσημη κάθοδος του Δεσπότη από την Μονή στην εορτάζουσα εκκλησία και μετά την τριπλή του περιφορά μέσα στο ναό, τους γνωστούς «γύρους», το ιερό Λείψανο τοποθετείται στη «Θύρα του» και γίνεται ο μεγάλος εσπερινός. Η μπάντα παίζει την καθιερωμένη «Προσευχή» στο γυναικωνίτη και οι κανονιές μεταδίδουν και πάλι στο νησί το χαρούμενο γεγονός. Είναι απίθανο, βλέπετε, να γιορτάσει ο «αυτόχθων» Άγιος, ο καθαρά Ζακύνθιος, δίχως μουσική και σπμάρα.
   Η λιτανεία της επόμενης μέρας, στις 11 το πρωί, αποτελεί το μεγαλύτερο θρησκευτικό και κοσμικό γεγονός της χρονιάς. Αυτή ήταν και η αιτία που ο ζωγράφος και σατιρικός ποιητής Νικόλαος Κουτούζης την απαθανάτισε, όπως γινόταν την εποχή των Ενετών. Οι σκορπισμένες μερτίες στους δρόμους και τα κόκκινα «πεύκια» στα μπαλκόνια είναι το χαρακτηριστικό της και παρά τις τόσες αλλοιώσεις εξακολουθούν ακόμα να δίνουν στην μεγάλη αυτή στιγμή χρώμα και ιδιαιτερότητα. Απαραίτητοι είναι και πάλι οι κανονιοβολισμοί όταν ο Άγιος εμφανίζεται στην πόρτα του ναού του, αλλά και όταν επιστρέφει σ’ αυτόν.
   Το λείψανο του Αγίου παραμένει τρεις μέρες «στη Θύρα» του και με το τέλος της γιορτής, στα γνωστά «Μπασίματα», λιτανεύεται και πάλι εντός του ναού, εν μέσω κανονιοβολισμών, σμπάρων και κωδωνοκρουσιών, όπως την παραμονή, και εναποτίθεται στη λάρνακά του.
   Το να προσκυνήσει ο Ζακυνθινός τον Άγιο, κατά τον τριήμερο εορτασμό του, είναι σχεδόν κάτι σαν να κοινωνήσει. Γι’ αυτό και η χαρακτηριστική ερώτηση: «προσκύνησες;», όπου συχνά απευθύνεται αυτές τις μέρες από τον έναν στον άλλον, δείχνοντας πόσο απαραίτητη είναι η ενέργεια αυτή, όπως ακριβώς λέμε: «μετάλαβες;».
   Αποβραδίς σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια του νησιού φτιάχνουν τηγανίτες, τιμώντας την γιορτή και τα ονόματα που γιορτάζουν. Το φαγητό της κυριώνυμης είναι ψάρι ή μπακαλιάρος αλιάδα, αλλά συχνά, όπου δεν τηρείται η νηστεία και δεν υπάρχει λόγος «κατάλυσης ιχθύος» η γαλοπούλα έχει την τιμητική της και φυσικά το παραδοσιακό, πηχτό αυγολέμονο, το πρώτο επίσημο της χρονιάς, που θα τελειώσει το μεσημέρι του Πάσχα.
   Ήδη σ’ όλα τα σπίτια του νησιού έχει μπει το εορταστικό κλίμα, το οποίο θα γίνει καθημερινότητα, μέχρι τον τελευταίο εορταστικό κύκλο των Θεοφανίων και την επαναφορά στην ρουτίνα. Ενδεικτική ήταν η συνήθεια πολλών, πριν από τηλεοπτική επιβολή επικρατήσει το στόλισμα του δένδρου από το Νοέμβρη, να στήνεται αυτό τις παραμονές της γιορτής του Αγίου και να παίρνει, έτσι, η μέρα της μνήμης του έναν καθαρά προεόρτιο χαρακτήρα.
   Το τριήμερο της γιορτής του Αγίου είναι για τον Ζακυνθινό η πρώτη του φωτεινή γιορτή, η απαρχή της σχόλης και το ξεκίνημα μιας περιόδου όπου πολλά θ’ αλλάξουν στη φύση τριγύρω του και πολλά θα συντελεσθούν.
   Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε απόψε και για τις συνήθειες του Δωδεκαήμερου στη Ζάκυνθο, που η λαογραφία του και πλούσια είναι και αξιόλογη. Επειδή, όμως, ο χρόνος δεν μας το επιτρέπει, μια και γι’ αυτό θα χρειάζονταν ώρες ολόκληρες, θα σταθούμε, επιβεβαιώνοντας τις αρχέγονες συνήθειες, που επιβιώνουν ως τις μέρες μας, μόνο στα έθιμα, που έχουν σχέση με τη φωτιά και είναι συνέχεια των προσπαθειών της επικράτησης του φωτός των προγόνων μας, καθώς και με την προσπάθεια εξαγνισμού και ευλογίας του καινούργιου.
   Ξεκινάμε από τα δύο ξύλα, τα οποία καίνε στο εορταστικό δείπνο της παραμονής της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων, με τα απαραίτητα μπρόκολα και πάνω τους γίνεται η σπονδή με το κρασί και το λάδι, όταν κόβεται η πατροπαράδοτη κουλούρα. Λέγεται πως αυτά συμβολίζουν τον Αδάμ και την Εύα, που λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, καίγονται στην κόλαση και με την έλευση του Χριστού στη γη, η οποία οδηγεί στην Σταύρωση και την Ανάσταση, απελευθερώνονται από το αμάρτημά τους, μαζί με όλους τους απογόνους τους. Είναι και αυτό μια ποιητική έκφραση του ζακυνθινού λαού, μια απόδειξη της ευαισθησίας και της γνώσης του, αλλά την απαρχή αυτής της συνήθεια ίσως πρέπει να την αναζητήσουμε σε πανάρχαιες αιτίες και να την συνδυάσουμε με το χειμερινό ηλιοστάσιο και την αναζωογόνηση του ήλιου, ιδιαίτερα δε με τις φωτιές που άναβαν πάνω στη γη οι πρόγονοί μας, για να βοηθήσουν την επανεκκίνηση του.
   Στην ίδια αιτία πρέπει να αποδώσουμε και τον παλιό δωδεκαμερίτη των χωριών, που έκαιγε στο τζάκι όλες αυτές τις μέρες των γιορτών και τη στάχτη του την σκορπούσαν μετά στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, για να φύγει το κακό.
   Εδώ να αναφέρουμε και μια παλιά συνήθεια των νοικοκυρών του νησιού ν’ ανάβουν όλο το δωδεκάημερο το καντήλι στο εικονοστάσι, χρησιμοποιώντας κρασί αντί νερό, κάτω από το λάδι, επαναλαμβάνοντας έτσι την προσφορά των δύο βασικών προϊόντων του τόπου, που γίνεται στο κόψιμο της κουλούρας και υποδεχόμενες το νεογέννητο Χριστό, που είναι ο «ήλιος της δικαιοσύνης» με αναίμακτη θυσία.
   Ο «Χριστός», λοιπόν, «γεννάται, το φως αξαίνει» και η γη βαδίζει προς την Άνοιξη και την καρποφορία της. Είναι, άρα, και ο καιρός της ευλογίας της, αυτής και των ζώων, που παλιότερα ήταν απαραίτητα για την καλλιέργειά της.
   Στα χωριά μας το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς έφτιαχναν και πάλι τηγανίτες. Από αυτές έπαιρναν μερικές και τάιζαν και τα ζώα. Άλλες τις κρεμούσαν και από τα κέρατά τους. Με τον τρόπο αυτό τους έδειχναν την αγάπη τους, αλλά και τους έδιναν δύναμη για να συνεχίσουν και να μπορούν να συμπαρασταθούν στο έργο τους και να βοηθήσουν στην επιβίωσή τους, η οποία, τότε, εξαρτιόταν από τη γη και μόνο.
   Μαγικές ιδιότητες ευφορίας είχε και η κουκουνάρα, η οποία ήταν απαραίτητη να μπει στο σπίτι την πρώτη μέρα του νέου χρόνου, με τους πολλούς καρπούς της ή το ρόδι, που για τον ίδιο λόγο έσπαγαν στο κατώφλι. Ο ήλιος είχε ξεκινήσει την σωστική πορεία του. Ευτύχημα θα ήταν, αν αυτή ήταν και καρποφόρα.
   Αποκορύφωμα της ευλογίας της φύσης και της νέας περιόδου ήταν η γιορτή των Φώτων, με τον αγιασμό των υδάτων από την επίσημη εκκλησία και τις σχετικές συνήθειες από το λαό. Τα νεράντζια, για παράδειγμα και τα νερατζόφυλλα, με τα οποία στόλιζαν και στολίζουν, θέλω να πιστεύω, οι νοικοκυρές τα εικονίσματα, πριν έρθει ο παπάς ν’ αγιάσει την παραμονή των Θεοφανίων αυτό ακριβώς συμβολίζουν. Το ότι μάλιστα την επομένη χρησιμοποιούνται τούφες πορτοκαλιών, για να βουτηχτούν μέσα στον αγιασμό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Το πικρό γίνεται γλυκό και το άγριο ήμερο. Έτσι η φύση είναι εκμεταλλεύσιμη και η ζωή των ανθρώπων γίνεται καλύτερη. Το φως που αναγεννήθηκε ευλογείται και η σοδειά προβλέπεται με επάρκεια.
   Για τον ίδιο λόγο ο νοικοκύρης ραντίζει με τον αγιασμό, που πήρε από την εκκλησία όχι μόνο το σπίτι, αλλά τα χωράφια, τις ελιές, τις αποθήκες και όλα εκείνα που έχουν σχέση με την επιβίωσή του και θα του δώσουν μια καλοζωία και παράλληλα μια ευτυχία.
   Η γιορτή των Φώτων είναι και μια αιτία για να αποδώσει ο λαός μας την τιμή στα πρόσωπα εκείνα, που είναι η αιτία του αγιασμού και της ευλογίας του. Έτσι την παραμονή της γιορτής, το βράδυ, συνήθιζε να λέει τα κάλαντα, με καλλίφωνες χορωδίες, στους ιερείς του, οι οποίοι είναι αυτοί που μεσολαβούν γι’ αυτόν στον Θεό του. Στις μέρες μας διασώθηκαν μόνο αυτά που λέγονται στον Επίσκοπο του νησιού και έχουν την δική τους, ξεχωριστή τελετή και μεγαλοπρέπεια. Η επικράτηση του φωτός και η νίκη του σκότους, η οποία είναι πια βέβαιη, κυριαρχεί και στους στίχους αυτών των καλάντων και η χαρά των ανθρώπων για το μεγάλωμα της μέρας και την πορεία προς την Άνοιξη και το Καλοκαίρι είναι καταφάνερη:

Ω χαριτωμένη νύχτα
όλη αστραφεγγοβολάς
κι αφ’ την άπειρη χαρά σου
ως πανσέληνος γελάς
προαγγέλεις, θεία νύχτα
θείου φωτός τη χαραυγή
που εβαφτίσθη ο Λυτρωτής μας
κι εξανάπλασε τη γη.

   Αυτή η «εξανάπλαση» της γης από τα Φώτα και μετά θα είναι γεγονός και η ανθοφορία θ’ αρχίσει. Μάρτυράς της είναι τα μανουσάκια, ο πρώτος προάγγελος της αναγέννησης της φύσης, που τιμητικά ο παππάς θα τα βάλει απαραίτητα στην αγιαστήρα του.
   Εξετάζοντας, όμως, την ιδιαιτερότητα του ζακυνθινού λαού, δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε μια τάση του για τελετές μεγαλοπρέπειας, αλλά και μια εμμονή του για αυτονόμηση, αν αυτή είναι η λέξη που τον χαρακτηρίζει. Έτσι, τις Αγγέλικες τις γιορτάζει στην γιορτή των Εισοδίων, τους Παναγιώτηδες την επομένη των Χριστουγέννων και τους Μιλτιάδηδες, που χαϊδευτικά τους λέει Μίρτους, αποφεύγοντας, κατά παράδοση, το «λ» και αντικαθιστώντας το με «ρ», της Παναγίας της Μυρτιώτισσας κ.ο.κ. Επίσης βγάζει τον διαφορετικό του Επιτάφιο τα χαράματα του Μεγάλου Σαββάτου και ως πρόσφατα έκανε Ανάσταση το εωθινό του Πάσχα.
   Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την γιορτή των Φώτων και συγκεκριμένα με την «Βάφτιση», όπως λέει την τελετή, του Σταυρού. Η ρίψη του στην θάλασσα δεν γίνεται με κορδέλα, όπως στα άλλα μέρη, αλλά ο Δεσπότης τον βουτά στο νερό, πάνω σ’ ένα ξύλινο, μακρύ κοντάρι, το οποίο στην λιτανεία τον κάνει να δεσπόζει και να κυριαρχεί. Προσηλωμένος ο Ζακυνθινός στα δικά του έθιμα και τις ξεχωριστές του συνήθειες, τα εφαρμόζει πιστά και κατακεραυνώνει όποιον θέλει να του τα αλλοιώσει ή να τα καταργήσει.
   Θέλω να τελειώσω την σημερινή μου, επίκαιρα εορταστική ομιλία, με ένα τέτοιο περιστατικό, που συνέβη στα μέσα, περίπου, του περασμένου αιώνα και δείχνει την τοπική μας ταυτότητα και χαρακτηρίζει άριστα την ιδιοσυγκρασία μας.
   Νέος, λοιπόν, ο Δεσπότης και για πρώτη φορά μη Ζακύνθιος ή έστω Επτανήσιος. Ζητώντας εξομοίωση ή επαναφορά του ποιμνίου του σ’ αυτό που ο ίδιος πίστευε για σωστό δρόμο, αποφασίζει να καταργήσει το τοπικό αυτό έθιμο και να εφαρμόσει εκείνο της πατρίδας του, πιθανόν για να κάνει έλληνες τους… κουτόφραγκους. Μάταια ένας κύκλος γύρω του προσπαθούσε να τον εμποδίσει. Αυτός επέμενε και κατέβηκε στην προκυμαία με το σταυρό δεμένο σε μια ασπρογάλανη κορδέλα και έτσι τον πέταξε στο υγρό στοιχείο. Σύσσωμη τότε η Ζάκυνθος, που είχε κατακλύσει το χώρο για να παρακολουθήσει την τελετή, άρχισε να του φωνάζει:
- Τσιμπάει, Δεσπότη μου, τσιμπάει;
δείχνοντας στον ξενομερίτη ιεράρχη πως η κίνησή του, του θύμιζε περισσότερο ψάρεμα και λιγότερο ή καθόλου τελετή.
   Από τότε το έθιμο επανήλθε στην μεγαλοπρέπειά του.
   Είναι δύσκολο, στα πλαίσια μιας ομιλίας, να κλείσεις την λαογραφία ενός ολόκληρου μήνα ή πιο σωστά μιας πλούσιας γιορταστικής περιόδου. Είναι, επίσης, δυσκολότερο να ξεχωρίσεις στο νησί μας την λαογραφική έκφραση από το αντέτι και την συνήθεια από την πατροπαράδοτη τελετή.
   Δεν αναφερθήκαμε απόψε σε όλα τα έθιμα του τριήμερου κύκλου της γιορτής του Αγίου μας, ούτε σ’ αυτά του πλούσιου Δωδεκαημέρου. Σύντομα προσπαθήσαμε να κάνουμε την μετάβαση από τον έναν εορταστικό κύκλο στον άλλο, δίχως να ξεχάσουμε τις πανάρχαιες συνήθειες των προγόνων μας και τις αιτίες από τις οποίες δημιουργήθηκαν οι τελετουργικές μας συνήθειες.
   Διαπίστωσή μας, πιστεύω, είναι πως οι εκφράσεις αλλάζουν, αλλά ο ουσία παραμένει η ίδια. Έτσι δεν πρέπει να μας ξενίζουν τα χιλιάδες φωτάκια, που έστω και στην κιτς εκδοχή τους, τις περισσότερες φορές, αναβοσβήνουν σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους τέτοιες μέρες. Ας τα δούμε και αυτά σαν μια υποδοχή του φωτός που «αξαίνει», προσαρμοσμένη στην εποχή μας.
   Ας ξεπεράσουμε τις λεπτομέρειες και ας οδηγηθούμε στην ουσία. Αυτή είναι το φως και ο ερχομός του. Αυτό εύχομαι σε όλους, μέσα σ’ έναν εφηβικά αναγεννώμενο, με υπενθυμίσεις Αναγέννησης και Μπαρόκ, ναό, που απόψε πρωταντικρίζουμε, μετά την εικαστική του αποπεράτωση .
«Βοήθεια μας ο Άγιος και καλά Χριστούγεννα».