e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Κυριακή, 25.8.2019, στον Ναό της Φανερωμένης εν Βανάτω Ζακύνθου


Πρωί Κυριακής Ι΄ Ματθαίου, 25ης Αυγούστου 2019, β΄ ημέρας εορτής του Αγίου Διονυσίου, στην Ενορία Μπανάτου και δη στον Ναό της Φανερωμένης. Κατά τη σημερινή Ευχαριστιακή Σύναξη προτάθηκε για προσκύνημα ιερή Εμβάδα του Αγίου της Ανεξικακίας. 
     Τον λειτουργό Εφημέριο π. Παναγιώτη Καποδίστρια πλαισίωσαν ιεροψαλτικώς οι κ.κ. Δημήτριος Κάνδηλας και Σταμάτιος Ζούλας. Ο κ. Ζούλας μάλιστα ομίλησε κατάλληλα προς τους ευάριθμους εκκλησιασθέντες.




































Περί των χειροτονιών στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία


Του Dmytro Horyevoy
Απόδοση στα ελληνικά: Αλέξανδρος Ρωμηόπουλος

Μετά την παραχώρηση του Τόμου της Αυτοκεφαλίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (ΟΕΟ) αναμένει την αναγνώριση και την εγκαθίδρυση ευχαριστιακής κοινωνίας με όλες τις άλλες Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Μερικές Εκκλησίες, όπως π.χ. οι Εκκλησίες Κύπρου και Αλβανίας, εξέφρασαν μια σειρά από αμφιβολίες σχετικά με τις χειροτονίες των εκπροσώπων της ΟΕΟ, καθώς και αναφορικά με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της 11ης Οκτωβρίου 2018, να αποδεχθεί στους οικείους ιερατικούς τους βαθμούς και χωρίς αναχειροτονία, τους κληρικούς του πρώην «Πατριαρχείου Κιέβου» (ΠΚ) και της πρώην «Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας» (ΟΑΟΕ). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, απαντώντας, απέστειλε στους Προκαθημένους των Εκκλησιών αυτών μια ιστορικοκανονική μελέτη, η οποία αποδεικνύει την εγκυρότητα των χειροτονιών που γίνονται μέσα σε σχίσμα (σ.σ. δηλαδή, ότι μετά την αποκατάσταση του σχίσματος και την επιστροφή των σχισματικών στην κοινωνία με την κανονική Εκκλησία δεν απαιτείται αναχειροτονία), με την προϋπόθεση όμως ότι υπάρχει αποστολική διαδοχή.(σ.σ. Πρόκειται για την «ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥΣ ΤΗΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΘΗΡΗΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥ ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΘΕΝΤΩΝ, ΣΥΝΤΑΧΘΕΙΣΑ ΥΠΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΓΧΙΑΛΟΥ» το έτος 1887).

Το πλήρες κείμενο της μελέτης στα Ρωσικά,καθώς και μία συνοπτική έκδοση με τις βασικές αρχές, έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα Cerkvarium, ενώ το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο υπάρχει στην επίσημη ιστοσελίδα του ΟικουμενικούΠατριαρχείου. Η ουσία αυτής τις ιστορικοκανονικής μελέτης συνίσταται στο ότι οι χειροτονίες -ακόμη και αν έχουν τελεσθεί στο σχίσμα, αλλά από έναν επίσκοπο ο οποίος έχει αποστολική διαδοχή- είναι έγκυρες. Γι’ αυτό και οι κληρικοί που χειροτονούνται υπό αυτές τις συνθήκες πρέπει (σ.σ. μετά την επιστροφή τους από το σχίσμα στην κανονική Εκκλησία) να γίνονται αποδεκτοί στην εκκλησιαστική κοινωνία στον οικείο ιερατικό τους βαθμό. Αυτό που είναι σημαντικό είναι οι κληρικοί αυτοί να έχουν αποστολική διαδοχή.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι επίσκοποι του πρώην ΠΚ έχουν αποστολική διαδοχή, επειδή οι περισσότεροι από αυτούς χειροτονήθηκαν από τον πρώην Πατριάρχη Φιλάρετο, ο οποίος εγκατέλειψε τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία μαζί με τον κανονικό επίσκοπο του Ποτσάεφ Ιάκωβο (Παντσιούκ). Επιπλέον, σύμφωνα με τον 1ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων, η χειροτονία του επισκόπου θεωρείται έγκυρη εάν έχει τελεσθεί από τουλάχιστον δύο επισκόπους. Δηλαδή, οι δύο αυτοί, ο πρώην Πατριάρχης Φιλάρετος και ο επίσκοπος Ιάκωβος, ήταν αρκετοί για να χειροτονούν επισκόπους, κατά την δεκαετία του 1990, και να μεταδίδουν την αποστολική διαδοχή.

Ωστόσο, συχνά ακούγονται αμφισβητήσεις για τις χειροτονίες των εκπροσώπων της ΟΑΟΕ και ιδιαίτερα του τελευταίου Προκαθημένου της, του Μητροπολίτη Μακάριου (Μαλέτιτς).

Ιχνηλατήσαμε όλες τις αλυσίδες των χειροτονιών επισκόπων οι οποίες καταλήγουν στο Μητροπολίτη Μακάριο. Υποθετικά μπορούν να διακριθούν σε τρεις ομάδες: η μία γραμμή από το Μητροπολίτη Ιωάννη (Μπονταρτσούκ), μία δεύτερη γραμμή από τον Πατριάρχη Μστισλάβ (Σκρίπνικ) και μία τρίτη από τον πρώην Πατριάρχη Φιλάρετο (Ντενισένκο). Υποθετικά, επειδή η κύρια γραμμή είναι η πρώτη και οι άλλες δύο είναι συμπληρωματικές της πρώτης γραμμής. Θα το εξετάσουμε λεπτομερώς.

Ο Μακάριος (Μαλέτιτς) χειροτονήθηκε επίσκοπος την 3η Νοεμβρίου 1996 από τους επισκόπους Δημήτριο (Γιαρέμα), Ιγκόρ (Ισιτσένκο) και Μεθόδιο (Κουντριακόφ). Ο Πατριάρχης Δημήτριος (Γιαρέμα) χειροτονήθηκε επίσκοπος την 5η Σεπτεμβρίου 1993 από τους επισκόπους Ιγκόρ (Ισιτσένκο), Θεόκτιστο (Περεσάδα), Μιχαήλ (Ντουτκέβιτς) και Πέτρο (Πετρούς). Ο επίσκοπος Πέτρος (Πετρούς) χειροτονήθηκε επίσκοπος την 7η Απριλίου 1992 από τους επισκόπους Αντώνιο (Μασέντιτς) και Ρωμανό (Μπαλασούκ). Ο Μητροπολίτης Αντώνιος (Μασέντιτς) χειροτονήθηκε επίσκοπος την 16η Σεπτεμβρίου 1990 από τους επισκόπους Ιωάννη (Μπονταρτσούκ), Δανιήλ (Κοβαλτσούκ) και Βλαδίμηρο (Ρωμανιούκ). Ο Πατριάρχης Βλαδίμηρος (Ρωμανιούκ) χειροτονήθηκε επίσκοπος την 29η Απριλίου 1990 από τους επισκόπους Δανιήλ (Κοβαλτσούκ), Ανδρέα (Αβραμτσούκ), Βασίλειο (Μπονταρτσούκ) και Ιωάννη (Μπονταρτσούκ).

Και τώρα ερχόμαστε στο πιο ενδιαφέρον σημείο: τη χειροτονία του Βασίλειου (Μπονταρτσούκ). Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν ο πρώτος επίσκοπος που χειροτονήθηκε στην ΟΑΟΕ. Από αυτόν προέρχονται οι χειροτονίες πολλών επισκόπων, όπως των Ανδρέα (Αβραμτσούκ), Δανιήλ (Κοβαλτσούκ) και Βλαδίμηρου (Ρωμανιούκ), και ούτω καθεξής μέχρι και τους δύο τελευταίους Προκαθημένους της ΟΑΟΕ, το Μεθόδιο (Κουντριακόφ) και το Μακάριο (Μαλέτιτς).

Σχετικά με τη χειροτονία του Βασίλειου (Μπονταρτσούκ) υπάρχουν τα περισσότερα ερωτήματα αλλά και οι περισσότερες εικασίες (σ.σ. και προβοκάτσιες). Σύμφωνα με την γνωστή εκδοχή, ο Βασίλειος (Μπονταρτσούκ) χειροτονήθηκε επίσκοπος την 31η Μαρτίου 1990 από τους επισκόπους Ιωάννη (Μπονταρτσούκ) και Βικέντιο (Τσεκάλιν). Ο Ιωάννης (Μπονταρτσούκ) εκείνη την εποχή ήταν επίσκοπος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (ΡΟΕ), επομένως δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την εγκυρότητα της χειροτονίας του. Το αμφίβολο σημείο είναι ο Βικέντος (Τσεκάλιν). Εκείνο τον καιρό ο Τσεκάλιν παρουσιαζόταν ως επίσκοπος της «Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας των Κατακομβών». Σύμφωνα με την Ανοικτή Ορθόδοξη Εγκυκλοπαίδια Drevo, ο Τσεκάλιν χειροτονήθηκε επίσκοπος τον Αύγουστο του 1986 από το Μητροπολίτη Καλίνιν και Κασίν της ΡΟΕ Αλέξιο, από τον επίσης επίσκοπο τότε της ΡΟΕ Ιωάννη (Μπονταρτσούκ) και από τον επίσκοπο της «Εκκλησίας των Κατακομβών» Βλαδίμηρο (Αμπράμοφ). Ακόμη και αν ο Αμπράμοφ δεν θεωρηθεί κανονικός επίσκοπος, τότε δύο επίσκοποι της ΡΟΕ, οι οποίοι είχαν αποστολική διαδοχή, έλαβαν μέρος στη χειροτονία του Βικέντιου Τσεκάλιν. Αυτό είναι αρκετό, ώστε ο Τσεκάλιν να κληρονομήσει την αποστολική διαδοχή.

Υπάρχουν διάφορες φήμες και εκδοχές για το τι έγινε μεταγενέστερα ο Τσεκάλιν (από Προτεστάνης μέχρι και Βουδιστής), αλλά αυτό δεν μας ενδιαφέρει εν προκειμένω. Διότι, πραγματικά, το 1990 (σ.σ. δηλαδή όταν συμμετείχε στη χειροτονία του Βασιλείου Μπονταρτσούκ), ο Τσεκάλιν ήταν ένας Ορθόδοξος επίσκοπος με αποστολική διαδοχή.

Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι ο Ιωάννης (Μπονταρτσούκ) χειροτόνησε ως επίσκοπο τον κατά σάρκα αδελφό του Βασίλειο μαζί με τον Βικέντιο (Τσεκάλιν), μαρτυρεί ότι ο Ιωάννης ήταν βέβαιος για την εγκυρότητα της εις επίσκοπον χειροτονίας του Τσεκάλιν, διαφορετικά δεν θα εξέθετε τόσο τον εαυτό του όσο και τον αδελφό του. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η βεβαιότητα του Ιωάννη βασιζόταν στο ότι και ο ίδιος είχε συμμετάσχει στη χειροτονία του Τσεκάλιν.

Ωστόσο, ο Τσεκάλιν, ήταν μόνο ο τρίτος επίσκοπος στη χειροτονία του Βασιλείου (Μπονταρτσούκ). Ένας ακόμη επίσκοπος, εκτός από τον αναφερθέντα ήδη Ιωάννη (Μπονταρτσούκ), ήταν ο επίσκοπος Βαρλαάμ (Ιλιουσένκο), ο οποίος εκείνη την εποχή διαποίμαινε τη Μητρόπολη Συμφερουπόλεως και Κριμαίας της ΡΟΕ. Ο Βαρλαάμ φοβόταν ότι θα τιμωρηθεί από τη ΡΟΕ και γι’ αυτό κατά τη διάρκεια της ζωής του έλαβε υπόσχεση από όσους συμμετείχαν και ήταν αυτόπτες μάρτυρες στη χειροτονία του Βασιλείου ότι δεν θα αποκαλυφθεί το όνομά του όσο βρίσκεται εν ζωή.

Όμως, μετά το θάνατο του Βαρλαάμ, δημοσιεύθηκε το χειροτονητήριο γράμμα του επισκόπου Βασιλείου (Μπονταρτσούκ), στο οποίο υπάρχει και η υπογραφή του επισκόπου της ΡΟΕ Βαρλαάμ (Εικόνα 1).

Εικόνα 1

Επίσης υπάρχει μια μαρτυρία του Ιγκόρ Σας-Ζουρακόφσκι, ενός αυτόπτη μάρτυρα στην χειροτονία του Βασιλείου, πιστοποιημένη με την προσωπική υπογραφή του (Εικόνα 2). Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Ιγκόρ (Ισιτσένκο), η κατάθεση αυτή του αυτόπτη μάρτυρα είχε αποσταλεί στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το έτος 2000 (I. Isichenko, Archbishop. History of the Christian Church of Ukraine. Kharkov: Act, 2008, p. 367. - cited by Tsap M. First Hierarch of UAOC Metropolitan John (Bondarchuk) and the proclamation of the patriarchy in Ukraine // Ukrainian Orthodoxy in the context of history and social transformations. Ternopol, 2014, p. 213.).

Εικόνα 2

Επομένως, στις χειροτονίες των επισκόπων της Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας έλαβαν μέρος επίσκοποι που χειροτονήθηκαν στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, καθώς και μια πρόσθετη γραμμή από τον Πατριάρχη Μστισλάβ (Σκρίπνικ). Άρα, εάν κάποιος δεν αναγνωρίζει την αποστολική διαδοχή των επισκόπων της πρώην Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας, τότε θα πρέπει να μην αναγνωρίζει την ύπαρξη αποστολικής διαδοχής και στην ίδια τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία!

Για καλύτερη κατανόηση, δημοσιεύουμε ένα ειδικό γράφημα με τις γραμμές των χειροτονιών στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία (Εικόνα 3).
Πηγή: cerkvarium.org

Μήνυμα Οικουμενικού Πατριάρχου για την Ημέρα Προσευχών υπέρ του Φυσικού Περιβάλλοντος, 1.9.2019 [αγγλιστί]


PATRIARCHAL ENCYCLICAL

+ BARTHOLOMEW
By God’s Mercy
Archbishop of Constantinople-New Rome and Ecumenical Patriarch

To All the Plenitude of the Church

Grace, Peace and Mercy from the Maker of All Creation

Our Lord, God and Savior Jesus Christ
Dearest brother Hierarchs and beloved children in the Lord,

With the goodness and grace of the all-bountiful God, today marks the 30thanniversary since the Holy Great Church of Christ established the feast of Indiction and first day of the ecclesiastical year as “the day of environmental protection.” We did not only address our Orthodox faithful, nor again just Christian believers or even representatives of other religions, but also political leaders, environmentalists and other scientists, as well as intellectuals and all people of good will, seeking their contribution.

The ecological activities of the Ecumenical Patriarchate served as the inspiration for theology to advance prominently the truth of Christian anthropology and cosmology, the Eucharistic worldview and treatment of creation, along with the spirit of Orthodox asceticism as the basis for understanding the reason for and response to the ecological crisis. The bibliography related to theological ecology or ecological theology is extensive and on the whole constitutes an admirable Orthodox witness before the major challenges of contemporary humanity and earthly life. Concern for the ecological crisis and for the global dimensions and consequences of sin – of this alienating internal “reversal of values” in humankind – brought to the surface the connection between ecological and social issues as well as for the need to address them jointly. Mobilizing forces for the protection of the integrity of creation and for social justice are interconnected and inseparable actions.

The interest of the Ecumenical Patriarchate for the protection of creation did not arise as a reaction to or as a result of the contemporary ecological crisis. The latter was simply the motivation and occasion for the Church to express, develop, proclaim and promote its environmentally-friendly principles. The foundation of the Church’s undiminished concern for the natural environment lies in its ecclesiological identity and theology. Respect and care for creation are a dimension of our faith, the content of our life in the Church and as the Church. The very life of the Church is “an experienced ecology,” an applied respect and care for creation, and the source of its environmental activities. In essence, the interest of the Church for the protection of the environment is the extension of the Holy Eucharist in all dimensions of its relationship to the world. The liturgical life of the Church, the ascetic ethos, pastoral service and experience of the cross and resurrection by the faithful, the unquenchable desire for eternity: all of these comprise a communion of persons for which the natural reality cannot be reduced to an object or useful matter to meet the needs of an individual or humanity; by contrast, this reality is considered as an act, deed the handiwork of a personal God, who calls us to respect and protect it, thereby rendering us His “coworkers,” “stewards,” “guardians,” and “priests” of creation in order to cultivate a Eucharistic relationship with it.

Care for the natural environment is not an added activity, but an essential expression of church life. It does not have a secular, but rather a purely ecclesiastical character. It is a “liturgical ministry.” All of the initiatives and activities of the Church are “applied ecclesiology.” In this sense, theological ecology does not merely refer to the development of an ecological awareness or the response to ecological problems on the basis of the principles of Christian anthropology and cosmology. On the contrary, it involves the renewal of the whole creation in Christ, just as this is realized and experienced in the Holy Eucharist, which is an image and foretaste of the eschatological fullness of the Divine Economy in the doxological wholeness and luminous splendor of the heavenly kingdom.

Most honorable brothers and most precious children in the Lord,

The ecological crisis reveals that our world comprises an integral whole, that our problems are global and shared. In order to meet these challenges, we require a multilayered mobilization, a common accord, direction and action. It is inconceivable for humankind to recognize the severity of the problem and yet continue to behave in oblivion. While in recent decades the dominant model of economic development in the context of globalization – highlighting the fetishism of financial markers and magnification of financial profit – has exacerbated ecological and economic problems, the notion still prevails widely that “there is no other alternative” and that not conforming to the rigid validity logic of the world’s economy will lead to unbridled social and financial situations. Thus, any alternative forms of development, along with the power of social solidarity and justice, are overlooked and undermined.  

For our part, however, we are obliged to assume greater measures for the application of the ecological and social consequences of our faith. It is extremely vital that our archdioceses and metropolises, as well as many of our parishes and sacred monasteries, have fostered initiatives and activities for the protection of the environment, but also various programs of ecological education. We should pay special attention to the Christian formation of our youth, so that it may function as an area of cultivation and development of an ecological ethos and solidarity. Childhood and adolescence are particularly susceptible life phases for ecological and social responsiveness. Aware of the urgency of environmental education, the Ecumenical Patriarchate devoted the Third in its series of international Halki Summits to the subject of “Theological Education and Ecological Awareness” (Istanbul, 31 May to 4 June 2019) with a view to incorporating ecology and environmental awareness into programs and curricula of theological schools and seminaries. The solution to the great challenges of our world is unattainable without spiritual orientation.

In conclusion, then, we wish all of you a favorable and blessed ecclesiastical year, filled with works pleasing to God. We invite the radiant children of the Mother Church throughout the world to pray for the integrity of creation, to be sustainable and charitable in every aspect of their lives, to strive for the protection of the natural environment, as well as the promotion of peace and justice. And we proclaim once more the truth that there can be no genuine progress, when the “very good” creation and the human person made in the image and likeness of God suffer. Finally, through the intercession of the first-among-the-saints Theotokos Pammakaristos, we invoke upon you the life-giving grace and boundless mercy of the Creator and Provider of all.

1 September 2019
✠ Bartholomew of Constantinople
Your fervent supplicant before God

Μήνυμα Οικουμενικού Πατριάρχου για τις καταστροφικές Πυρκαγιές ανά τον κόσμο

HIS ALL-HOLINESS ECUMENICAL PATRIARCH BARTHOLOMEW
Statement on the Global Wildfires

In recent weeks, our planet has witnessed extreme heatwaves and expansive wildfires throughout the world—from the rain forests of the Amazon and desert regions of Africa, normally snow-covered regions such as the Arctic and Alaska to far away countries from Spain to Siberia. Month after month, we have experienced record temperatures and unprecedented heatwaves, resulting in the destruction of millions of acres and the disruption of millions of people. And the intensity of these fires and storms is progressively increasing and intensifying, mandating critical and commensurate changes on our part.  

Scientists warn us about the threat of such fires to the world’s ecosystems, which are becoming increasingly jeopardized and vulnerable. The impact of these fires could reverberate for generations, affecting soil, infrastructure, and human beings. Trees are vital for the soil, for our survival and for our soul. Trees are not simply valuable for their aesthetic beauty or commercial benefit, but essentially for our defense against climate change. Planting more trees is certainly commendable, but cutting down less trees is perhaps the most compelling response to global warming. 

While this global wildfire crisis may not entirely or exclusively be a consequence or cause of climate change, the calamitous events that the world is now experiencing undoubtedly and undeniably sound the alarm about the urgent and dire repercussions of a rising level of carbon emissions. Therefore, if nothing else, such extreme phenomena compel us to consider the fundamental fragility of nature, the limited resources of our planet, and the unique sacredness of creation.

In our Encyclical that will appear on September 1st, we outline the diverse initiatives and activities pioneered by the Ecumenical Patriarchate over the last thirty years, while observing the fundamental principles and precepts proposed by the Orthodox Church over the last twenty centuries with regard to preserving God’s creation.

We pray for all those threatened or afflicted by the fires in all corners of our world. We call all faithful and all people of good will to consider carefully how we live, what we consume, and where our priorities lie, using the words of the Divine Liturgy: “Let us pay attention! Let us stand with awe!”

At the Phanar, Saturday August 24th, 2019