e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Οι προηγούμενοι τρεις Διονύσιοι Ιεράρχες της Ζακύνθου. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Β' ο ΛΑΤΑΣ (1835-1894)

[Αναδημοσίευση από το βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, Ζακυνθινοί Επίσκοποι στον Κόσμο, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου, 2004, σσ. 47-65]

         
 Διονύσιος Λάτας γεννήθηκε στό χωριό τῆς  Zακύνθου Mέσω Γερακαρίο, ἀπό τήν ἀγροτική οἰκογένεια τοῦ Ἰωάννου[1] Γεωρ. Λάτα καί τῆς Kωνσταντίνας ΠινιατόρουΔαφαράνου τοῦ Μαρίνου ἀπό τίς Βολίμες, στίς 13 Ὀκτωβρίου τοῦ 1835[2], ἡμέρα Δευτέρα.  Ἡ βάπτισή του ἔγινε στίς 26 Ἰανουαρίου 1836.
          Μόλις ὀκτώ ἐτῶν ὁ Διονύσιος, ὀρφανεμένος ἀπό πατέρα καί μήν ἔχοντας σχέση μέ μόρφωση καί σχολεῖα, ἀναγκάζεται νά μπεῖ στή βιοπάλη, γιά νά ἐξοικονομήσει τόν ἐπιούσιο ἄρτο τῆς χήρας μητέρας του καί τῶν δύο μικρῶν ἀδελφῶν του μέ εὐτελές μεροκάματο. Ὅμως ἡ ψυχή του ἐθέλγετο ἀπό τά ὑψηλότερα καί τ' ἀνώτερα. Τό ζέον πνεῦμα του δέν ἡσύχαζε, οὔτε ἐπαναπαυόταν στή σκληρή καθημερινότητα τῆς ἀξίνας. Ὁ πόθος τῶν θείων ὑπέβοσκε μέσα του, ἡ σπίθα θέριευε σιγά-σιγά καί ὁ ἐσωτερικός του κόσμος λαχταροῦσε νά τοῦ συμβεῖ κάτι ἀλλιώτικο καί συγκλονιστικότερο.
          Τότε εἶναι, πού ἡ Ἱστορία κατέγραψε τήν ἰδιαίτερα σημαντική ἐπανάσταση τῆς Ἠπείρου κατά τῶν Τούρκων τῆς ἐποχῆς 1853-54. Μόλις πληροφορήθηκε τά μαντάτα, παράτησε τά πάντα κι ἔφτασε στόν τόπο τοῦ ἀγώνα. Μετά τήν ἥττα ὅμως στό Πέτα (14 Ἀπριλίου 1854) ἐπιστρέφει ρακένδυτος καί ξυπόλητος στό νησί του.
          Ἀλλά καί πάλι δέν ἡσυχάζει. Ὁ πόθος τῆς Ἱερωσύνης εἶχε ἀρχίσει νά καρποφορεῖ στήν ἀνήσυχη ψυχή του. Ἀποχαιρετᾶ τό γενέθλιο νησί καί ὁδηγεῖται στούς Ἁγίους Τόπους. Ἐκεῖ, προστατευόμενος ἀρχικά τοῦ Μητροπολίτου Βηθλεέμ, γνωρίζει τά πρῶτα του γράμματα. Ἀργότερα, φοιτᾶ στήν Πατριαρχική Σχολή τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί στή συνέχεια πλουτίζει τήν ὄψιμη, πλήν "μετ' ἐπιστήμης" κατάρτισή του, φοιτώντας στήν Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Ἤδη ἔχει στά Ἱεροσόλυμα χειροτονηθεῖ Διάκονος καί Πρεσβύτερος καί τώρα στήν Ἀθήνα ἐπιδίδεται στήν ἄσκηση τοῦ κηρύγματος τοῦ Θείου Λόγου. Σύντομα κατακτᾶ τό ἀκροατήριό του. Ἡ φήμη του κυκλοφορεῖ, παρ' ὅλ' αὐτά ἐκεῖνος ποθεῖ νά βελτιώσει τίς κατακτημένες μέ ἀγώνα καί ἱδρώτα γνώσεις του στήν Εὐρώπη, ὅπου τήν ἐποχή ἐκείνη θεωρεῖται ἡ ἑστία τῆς θεολογικῆς ἐπιστημοσύνης. Μεταβαίνει τελικά ἐκεῖ.
          Ἐπιστρέφοντας στήν Ἑλλάδα, καθίσταται "Γενικός Ἱεροκήρυκας τοῦ Κράτους" καί οἱ ὁμιλίες του, εἴτε στήν Ἁγία Εἰρήνη Αἰόλου, εἴτε στήν Παναγία τῆς Τήνου ἤ στήν Χαλκίδα, ὑπῆρξαν παροιμιώδεις. Σημειωτέον ὅτι Ἀρχιμανδρίτης προχειρίζεται τό Καλοκαίρι τοῦ 1873 ἀπό τόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Φθιώτιδος. Ἀργότερα, ἀπό τό 1881, ἐκδίδει τήν σπουδαία καί ὑποδειγματική θρησκευτική Ἐφημερίδα ὑπό τόν τίτλο ΣΙΩΝ, ἡ ὁποία ἔμελλε νά ἔχει ζωή ἕως τό 1889 (409 φύλλων).
          Τό 1884 ἐκλέγεται στόν χηρεύοντα (μετά τήν ἀσθένεια καί ἀναγκαστική παύση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νικολάου Β' τοῦ Κατραμῆ) θρόνο τῆς Ζακύνθου.
          Σκόπιμα διατρέξαμε τό χρονικό διάστημα 1836-1884 μέ κάθε δυνατή συντομία, τά σαρανταοχτώ δηλαδή χρόνια τοῦ Διονυσίου, ὥς τήν ἐκλογή του σέ Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ νησιοῦ πού τόν γέννησε. Γιά ν' ἀφήσουμε τόν ἴδιο παρακάτω ἀναλυτικά, μέ συγκρατημένο λυγμό καί δάκρυ ἀλάλητο, νά μιλήσει γιά τήν προσωπική του διαδρομή ἀπό τήν ἀξίνα καί τά χωράφια τῶν κτηματιῶν τῆς Ζακύνθου στόν ἀρχιεπισκοπικό της θρόνο, προεστώς στό "γεώργιον" τοῦ Θεοῦ. Καί τοῦτο ἔπραξε γλαφυρά κατά τήν κατανυκτική καί μεγαλειώδη μέρα καί ὥρα τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας του.
         
 Ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρύτση τῶν Ἀθηνῶν ἦταν κατάμεστος ἀπό πολύ νωρίς ἐκείνη τή γλυκιά Κυριακή τῆς 18ης Μαρτίου τοῦ 1884. Ὁ γνωστός καί δημοφιλέστατος ἱεροκήρυκας Διονύσιος ὁ Λάτας πρόκειται νά λάβει τόν τρίτο τῆς Ἱερωσύνης βαθμό. Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες, πού προΐστανται τῆς χειροτονίας (οἱ Μητροπολίτες Λαρίσης Νεόφυτος καί Σταγῶν Μελέτιος, μαζί μέ τόν Ἐπίσκοπο Θηβῶν καί Λεβαδείας Δοσίθεο), οἱ Ἄρχοντες καί ὁ λαός τόν ἀκούουν νά ἐκφωνεῖ τόν καθιερωμένο χειροτονητήριο Λόγο, ἔμπλεο συγκίνησης καί δοξολογιῶν πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα, ὁ Ὁποῖος τόν ἀναδείκνυε πνευματικό ἡγέτη τῆς γενέτειράς του τήν ὥρα ἐκείνη.
          Κεντρική ἰδέα τῆς ἱστορικῆς ἐκείνης ὁμιλίας, ἡ ὁποία μάλιστα μεταφράστηκε ἀργότερα στά ρωσικά, ὑπῆρξε ὁ παύλειος λόγος "ζηλοῦτε τά χαρίσματα τά κρείττονα" (Α' Κορ. 12, 31). Ὁ εὐπαίδευτος καί πεπειραμένος πλέον ρήτορας Λάτας, μέ περισσή ὁμιλητική μαεστρία, μιλᾶ ἐκ βαθέων περί "εὐαγγελικῶν χαρισμάτων" καί ἀποδεικνύει, ὅτι σέ κάθε του βῆμα ἐζήλωσε τά "κρείττονα χαρίσματα". Αὐτά τά χαριτωμένα ἀπό τόν Κύριο τῆς Ἱστορίας βήματά του διηγεῖται στό ἐκκλησίασμα τῆς ἀνοιξιάτικης ἐκείνης Θείας Μυσταγωγίας. Ἄς ἀκροασθοῦμε καί μεῖς τόν λόγο του, ἄς ψηλαφίσουμε τά ἴχνη του, ἐπισημαίνοντας πῶς ἀπό τό Τίποτα κατέκτησε τόσα οὐράνια δωρήματα καί πῶς κατά τρόπο ἀκριβή ἐφαρμόζεται στήν περίπτωσή του τό ψαλμικό λόγιο: "ὁ ἐγείρων ἀπό γῆς πτωχόν καί ἀπό κοπρίας ἀνυψῶν πένητα τοῦ καθίσαι αὐτόν μετά ἀρχόντων, μετά ἀρχόντων λαοῦ αὐτοῦ" (Ψαλμ. 112, 7-8):

"Ἐγεννήθην ἔν τινι χωρίῳ τῆς Ζακύνθου, Γερακαρίῳ Μέσῳ καλουμένῳ, ἐκ γονέων πτωχῶν, ἀλλ' εἰς ἄκρον εὐσεβῶν καί τιμίων. Καί περ δέ ὤν πρωτότοκος, εἰς ἡλικίαν ὀκτώ ἐτῶν ἀπωρφανίσθην πατρόθεν, μείνας μετά τῆς μητρός καί δύο μικρῶν ἀδελφῶν καί ζῶν μετ' αὐτῶν ἐν ἄκρᾳ πενίᾳ. Μή προφθάσαντος τοῦ πατρός νά διδάξῃ με τό ἔργον τοῦ κτίστου, ὅ ἐκεῖνος μετά φήμης μετήρχετο, ἔλαβον ἀνά χεῖρας τήν ἀξίνην καί ἔσκαπτον, ὡς τά πολλά ξένους ἀγρούς, ἐπί εὐτελεῖ ἡμερομισθίῳ, ἐξ οὗ μόλις μετά τῆς μητρός καί τῶν ἀδελφῶν ἐποριζόμεθα τόν ἄρτον τῆς ἡμέρας.
          Καθά δέ ἱστορικῶς ἐνθυμοῦμαι, ἐν τῷ δυσχερεῖ ἐκείνῳ βίῳ δύο μεγάλα αἰσθήματα ἐν ἐμοί ἐβασίλευον· ἀφ' ἑνός μέν αἴσθημα μεγάλης εὐλαβείας, πίστεως τοὐτέστιν εἰς τόν Θεόν καί μεγάλης ἀγάπης πρός τήν Ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἀφ'  ἑτέρου δέ αἴσθημα φιλοπατρίας, αἴσθημα μεγάλης ἀγάπης πρός τήν πατρίδα Ἑλλάδα. Ὄντως, ὑπό ἔποψιν θρησκευτικήν, ἀπό μικρᾶς ἡλικίας ἠκολούθουν τούς Ἱερεῖς, ἐσύχναζον μετ' αὐτῶν εἰς τούς Ναούς, ὑπηρέτουν αὐτούς ἐν τῷ Ἁγίῳ Βήματι κατά πᾶσαν ἑορτήν καί τελετήν, ἔψαλλον, ἀνεγίγνωσκον καί διεκόσμουν τούς Ναούς μεγαλοπρεπέστατα. Ὅσον δ' ἀφορᾷ εἰς τό αἴσθημα τῆς φιλοπατρίας, δυνάμεθα νά μνημονεύσωμεν τά ἑξῆς: Κατά τούς χρόνους ἐκείνους ὁ λαός τῆς Ἑπτανήσου διῃρεῖτο εἰς τρεῖς μερίδας· Α') εἰς   ρ ι ζ ο σ π ά σ τ α ς,   ἀπαιτοῦντας παρά τῆς Ἀγγλικῆς προστασίας τήν ἄμεσον ἕνωσιν μετά τῆς μητρός Ἑλλάδος· Β') εἰς   μ ε τ ρ ι ό φ ρ ο ν α ς,   ἀπαιτοῦντας μεταρρυθμίσεις, καί σύν τῷ χρόνῳ τήν ἕνωσιν·  καί Γ') εἰς   κ α τ α χ θ ο ν ί ο υ ς,   μανιωδῶς προτιμῶντας τήν Ἀγγλικήν προστασίαν, καί εἰς ἄκρον ἀποστρεφομένους τήν ἕνωσιν. Ἐγώ δέ τότε ὡς νεανίας ἀνῆκον εἰς τούς φανατικούς ῥιζοσπάστας, οὐδέν ἄλλο δυνάμενος νά πράττω, ἤ νά κατατρώγω τά κωδωνοστάσια, ὁσάκις ἐν ψηφοφορίᾳ ἐπετύγχανον Βουλευταί ῥιζοσπάσται.
          Κατά δέ τό 1853 πρός τό 54, ἐκραγείσης ἐν Ἠπείρῳ ἐπαναστάσεως κατά τῆς Τουρκίας, ἅμα τῷ ἀκούσματι, καί ἐγώ, ἐκ τοῦ μεγάλου πρός τήν μητέρα Ἑλλάδα αἰσθήματος, ἠλεκτρίσθην, καί διαφυγών τούς αὐστηρούς τότε φύλακας τῆς Ἀγγλικῆς Προστασίας, κρύφα ἐπεβιβάσθην εἰς πλοιάριον, καί διεπέρασα εἰς Μεσολόγγιον· ἐκεῖ δέ ὁπλισθείς μετέβην εἰς τά σύνορα, καί διελθών τό Ἄνινον, μετέβην εἰς τά χωρία Κομπότι καί Πέττα, πλησίον τῆς Ἄρτης, καί ἡνώθην μετά τῶν ἐκεῖ ἐπί δύο περίπου μῆνας, ἀνεχώρησα καί ἐγώ, μετά τήν γνωστήν ἐκείνην μάχην ἐν τῷ χωρίῳ Πέττᾳ, καί ἐπανῆλθον γυμνόπους καί πλήρης ἀκαθαρσιῶν εἰς Ζάκυνθον.
          Ἀλλ' ἀπό μικρᾶς ἡλικίας ἀνεπτύσσετο ἐν τῇ φαντασίᾳ μου πόθος πρός ἀνώτερα πράγματα, καί τάσις ἐν τῇ ψυχῇ μου πρός κρείττονα τῆς ἀξίνης χαρίσματα ὅμως ἐκεῖνα οὐδόλως διέβλεπον ἐν Ζακύνθῳ· καί διά τοῦτο ἐπεχείρησα τῇ ἀληθείᾳ ἐπανειλημένα Σεβάχ θαλασσινοῦ ταξείδια· ἄλλαις λέξεσι, καταλιπών τήν Ζάκυνθον, κατήντησα μετά πολλάς καί μυθώδεις τῷ ὄντι κακουχίας εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἐν Ἱεροσολύμοις παρέλαβέ με, ὡς ὑποτακτικόν, ὁ τότε Μητροπολίτης Βηθλεέμ Διονύσιος, τοῦ ὁποίου κατά καθῆκον πρῶτον μνημονεύω, καί ὑπέρ οὗ τάς πρώτας δεήσεις εἰς τόν Θεόν ἀναπέμπω, μετά τής εἰς Ἱεράρχην χειροτονίαν μου. Αἰώνιον αὐτοῦ τό μνημόσυνον! Ὁ ἀοίδιμος ἐκεῖνος ἀνήρ, εὐθύς εἰς ἄκρον ἀγαπήσας με, ἀπεφάσισε μά μέ ἐκπαιδεύσῃ· καί ἰδού εἰς ἡλικίαν δεκαεννέα ἐτῶν κατετάχθην εἰς τό ἑλληνοαραβικόν Σχολεῖον τῆς Βηθλεέμ, πρῶτον τότε ἀνοίξας τήν Ἑλληνικήν Γραμματικήν. Παρά τῷ Μητροπολίτῃ ἐκείνῳ μόλις ἔμεινα δύο ἔτη, καί αἰφνιδία ἀσθένεια ἀφήρπασεν αὐτόν ἐκ τοῦ βίου· μετά τόν θάνατον δέ αὐτοῦ εἰσήχθην εἰς τήν τότε ἀκμάζουσαν Θεολογικήν σχολήν τῶν Ἱεροσολύμων, ἐν ᾗ μετά πολλάς ὄντως δυσχερείας, ὡς τακτικός μαθητής, ἀποπερατώσας τάς σπουδάς μου, ὑπέστην τάς ἀπολυτηρίους ἐξετάσεις, καί ἔλαβον μετά τῶν λοιπῶν συμμαθητῶν μου τό ὡρισμένον δίπλωμα.
          Ἐν τῇ Σχολῇ ἐκείνῃ ἕν ἔτος πρό τοῦ τέλους τῶν σπουδῶν μου, ἐχειροτονήθην Πρεσβύτερος, καί τοιοῦτος ἐξελθών κατέβην εἰς τήν Ἑλλάδα, καί ἐνεγράφην φοιτητής τῆς Θεολογίας εἰς τό Πανεπιστήμιον. Φοιτητής δέ ἐν Ἀθήναις διατελῶν κατετρυχόμην ὑπό μεγάλης πενίας, καί διά τοῦτο ἐγενόμην ψάλτης δεξιός ἐν τῷ Ναῷ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, καρπούμενος ἐκεῖθεν τά πρός τό ζῆν οἰκονομικώτατα.
          Κατά τό 1861 φοιτητής καί ψάλτης διατελῶν ἐν Ἀθήναις, ἀνέβην κατά πρώτην φοράν τόν ἄμβωνα τοῦ ναοῦ ἐκείνου, καί εὐθύς τό κήρυγμά μου τοιαύτην προὐξένησεν ἐντύπωσιν, ὥστε γενικῶς ὁ Τύπος, ἀλλά καί σύμπας ὁ λαός τῶν Ἀθηνῶν ἀνέλπιστα ἔπλεξάν μοι ἐγκώμια. Τό κήρυγμα ἐξηκολούθησεν, ὁ ἐνθουσιασμός προὐχώρει, καί τοῦτο ἐγένετο αἰτία τῆς μεταβάσεώς μου εἰς τήν ἑσπερίαν Εὐρώπην, πρός ἐπιστημονικήν μέν ἀλλά καί πρός πρακτικωτέραν ἐκπαίδευσιν, ἰδίως καί ἀποκλειστικῶς διά τό ἔργον τοῦ Ἱεροκήρυκος.
          Ὁ ἐν Πειραιεῖ Δήμαρχος τότε, ἀοίδιμος Λουκᾶς ὁ Ῥάλλης μετά τοῦ ἐν Μιλάνῳ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Ἰακώβου, οἷς ἀρωγός ἐπῆλθε καί ἡ Ἑλληνική Κυβέρνησις, παρέσχον μοι ἀφθόνως τήν δαπάνην τῶν ἐν Εὐρώπῃ σπουδῶν μου, ὑπό τόν ὅρον ὥστε, ἐπανελθών εἰς τήν Ἑλλάδα, μά μή ζητήσω οὔτε θέσιν Καθηγητοῦ, οὔτε θέσιν Ἀρχιερέως. Τόν ὅρον τοῦτον ἀπεδέχθην τότε εὐχαρίστως, καί λαβών ἐκ τοῦ Πανεπιστημίου τριῶν ἐτῶν ἀποφοιτητήριον, ἀνεχώρησα εἰς τά Ἑσπέρια Κράτη.
          Κατά τό διάστημα τῆς ἐν Εὐρώπῃ διαμονῆς μου πολλά ἐπεσκέφθην Κράτη, εἰς διάφορα ἐφοίτησα Πανεπιστήμια, ἤκουσα πολλούς Καθηγητάς, καί πρό πάντων τούς διασημοτέρους Ἱεροκήρυκας ἐν Γαλλίᾳ, ἐν Γερμανίᾳ καί ἐν Ἀγγλίᾳ. Εἶτα δέ ἐπανελθών εἰς τήν Ἑλλάδα ἀνέλαβον, κατά τήν ὑπόσχεσίν μου, τό ἔργον τοῦ Ἱεροκήρυκος. Τό ἔργον τοῦτο ἐξήσκουν μετά πολλῆς, ὡς γνωστόν, ἐπιμελείας καί ἐπιδοκιμασίας, μή διανοούμενός ποτέ νά ζητήσω οὔτε θέσιν Καθηγητοῦ, οὔτε θέσιν Ἀρχιερέως· μόλις ὅμως εἶχον παρέλθει τρία ἔτη, ὅτε αἱ περιστάσεις ὑπηγόρευσαν, ὥστε αὐτός ἐκεῖνος ὁ ἐν Πειραιεῖ Ῥάλλης νά μέ προσκαλέσῃ καί νά μοί ἀναπτύξῃ τούς λόγους δι' οὕς ὤφειλον νά μεταβάλλω γνώμην, καί νά ζητήσω θέσιν Ἀρχιερέως.
          Ἔκτοτε μέχρι σήμερον ἐπί ἕνδεκα ὅλα ἔτη ἐκυκλοφόρει ἐν τῇ διανοίᾳ μου ἰδέα, ἥτις, ἐν συνειδήσει ὁμολογῶ, πρότερον δέν ὑπῆρχεν, ἤτοι ἡ ἰδέα τῆς Ἀρχιερωσύνης. Tήν ἰδέαν ὅμως ταύτην εὗρον σύμφωνον πρός αὐτό τό ἀρχικόν πρόγραμμά μου, καθ' ὅ ἀνέκαθεν ἐζήλωσα τά χαρίσματα τά κρείττονα, ὅθεν καί πολλάκις ἐξετέθην ὑπέρ τῆς ἰδέας ταύτης· ἐντεῦθεν δέ οὐδόλως δύναμαι νά ἀνακηρύξω καί ἐγώ τό τοῦ μεγάλου Γρηγορίου «ἥττημαι, καί τήν ἥτταν ὁμολογῶ», τουτέστιν ἐπιέσθην, ἐβιάσθην ὑπό τῶν ἰσχυόντων νά ἀποδεχθῶ τήν ὑψηλήν ταύτην θέσιν. Ὄχι, οὐδόλως δύναμαι νά εἴπω τοῦτο, ἀλλ' ὡς ἱερεύς χριστιανός, εἰλικρινῶς ὁμιλῶν, καί γυμνήν τήν ἀλήθειαν λέγων, δύναμαι νά ἀνακηρύξω ὅλως τό ἐναντίον, «νενίκηκα, καί τήν νίκην ὁμολογῶ», ἐφείλκυσα τουτέστιν ὑπέρ ἐμοῦ τάς θελήσεις τῶν ἰσχυόντων, ὥστε, καί περ βραδέως, ἐπέτυχον ὅμως τό ἀξίωμα, τό ὁποῖον πρό πολλοῦ οὐχί κρύφα, ἀλλ' ἀναφανδόν, ὡς πολλοί φίλοι μου γινώσκουσιν, ἐπεπόθουν. Kαί τοῦτο, ἐπαναλέγω, οὐδόλως διστάζω νά ὁμολογῶ παρρησίᾳ, διότι ἀπό μικρᾶς, ὡς εἶπον, ἡλικίας, ἀείποτε ἐπεδίωξα τά χαρίσματα τά κρείττονα· ἔχω ὅμως τό θάρρος νά ἀνακηρύττω ὅτι ἀτένισα ἑκάστοτε εἰς τά χαρίσματα ταῦτα κατά τόν τρόπον τοῦ Ἀποστόλου, καί πάντοτε διά τῆς ὁδοῦ τῆς ἀγάπης "[3]. 
          
 Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου στήν ἕδρα του, στίς 31 Mαρτίου 1884, ἦταν ἐπισημότατη, παρότι σκίαζε τήν ὅλη πανηγυρική διαδικασία ἡ προγενέστερη ἀπομάκρυνση τοῦ προκατόχου του Nικολάου B΄ τοῦ Kατραμῆ, ὁ ὁποῖος -ἐννοεῖται- διέμενε πάντα στό νησί καί εἶχε τούς δικούς του πικραμένους ὑποστηρικτές. Ὁ Διονύσιος πάντως ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐκφώνησε ἀπό τό θρόνο τοῦ παλαίφατου Nαοῦ τῶν Ἁγίων Nικολάου τῶν Ξένων καί Tιμίου Προδρόμου βαθυστόχαστο ἐνθρονιστήριο Λόγο, ἐνθουσιάζοντας τό παριστάμενο πλῆθος τῶν Zακυνθίων. Tόσο, πού ἡ ποιητική τους φλέβα δέν ἄργησε νά εἰσφέρει ἐπίκαιρους θριαμβικούς στίχους στήν ὅλη ἑορταστική ἀτμόσφαιρα, μεγαλυνάρια τιμῆς πρός τό νέο τους Ποιμενάρχη. Δύο ἀπ' αὐτά διέσωσε ἡ Ἐφημερίδα "Σιών"[4]. Tό πρῶτο εἶναι τοῦ δημοφιλοῦς ποιητῆ τῆς τότε Zακύνθου Ἰωάννη Tσακασιάνου (1854-1908) καί τό δεύτερο τοῦ Πέτρου-Φιλίππου Agius (1860-1923), γραμμένο στά λατινικά. Ἀξίζει νά μεταλάβουμε τοῦ λόγου τους, ταξιδεύοντας νοερά στίς ἱστορικές ἐκεῖνες ἡμέρες τοῦ 1884:

A΄
'Σ TON EPXOMON
TOY APXIEΠIΣKOΠOY ZAKYNΘOY
ΔIONYΣIOY ΛATA

Μ' ὁλάνοιχτη καρδιά Zάκυθός σου
Kαί μὄση κλεῖ 'ς τά στήθη της θερμότη
Σκορπᾷ μερτιαίς, 'βλογᾷ τόν ἐρχομό σου
Σέ δέχεται πατέρα της, Δεσπότη!
Περήφανη κυττᾷ τή γέννησί σου,
Περήφανη θωρεῖ τήν ὕψωσί σου!

Ἀπό τά σπλάχνα τοῦ λαοῦ βγαλμένος,
Σ' τά δάση, 'ς τούς ἀγρούς, φτωχός ἐζοῦσες
μέ μιά κρυφή ἐλπίδα ἀγκαλιασμένος
Tό μεγαλεῖο τῆς Πίστης 'μελετοῦσες!
Κ' ἦλθες αὐτοῦ!... Ὦ σεβαστή ἀλήθεια,
Mέ μόνη τοῦ ἵδρωτά σου τή βοήθεια.

Παράμερα γιά χρόνια φθονεμένος
'Σ τούς οὐρανούς ἀσήκωνες τό μάτι
Kι' ἀκλούθαγες πιστά ἐρωτευμένος
Tάς συμβουλάς τ'  ἁγίου Δημοκράτη!
Ἔκλινες μιά καί δυό τήν κεφαλή σου,
Κ' ἦταν γιά μᾶς γιορτή ἡ ὑπομονή σου.

Nαί, ἡ σημερινή εἶναι γιορτή 'δική μας,
Tήν τύχη μας γιορτάζει ἡ καρδιά σου·
Φτωχέ μεγάλε, δέξου τό φιλί μας
Kαί κλεῖσε ς' τά   π α ρ ά λ ο γ α   τ' αὐτιά σου.
Σ' τό πρόσωπο τοῦ νέου της Δεσπότη
Ἡ Zάκυνθος γιορτάζει τήν ἰσότη!

Φτωχοί καί πλούσιοι κάμε νά σ' ὑμνοῦνε,
Ν' ἁγιαστῇ τοῦ ἐρχομοῦ Σου ἡ 'μέρα,
Kαί τή στιγμή, κ' ἐκείνους νά εὐλογοῦνε
Πού Σ' ἔδωσαν ς' τόν τόπο μας πατέρα.
Ἐπίσκοπε, ἀσήκωσ' τή δεξιά σου
Κ' εὐλόγησέ μας ὅλους 'σάν παιδιά Σου.

Ἐν Zακύνθῳ τῇ 31 Mαρτίου 1884
Ι. Σ. ΤΣΑΚΑΣΙΑΝΟΣ


ΣTON ΠPOΣΦIΛEΣTATO ΠATEPA
TON APIΣTO Κ' EΠIMEΛEΣTATO ΠOIMENA
ΔIONYΣIO ΛATA
APXIEΠIΣKOΠO ZAKYNΘOY
THN HMEPA THΣ ΘPIAMBIKHΣ EIΣOΔOY TOY
ΠΛHΘOΣ ΠIΣTO KI AΦOΣIΩMENO
ΓIA OΛA TA AIΣIA KAI EYTYXH ΠPOΣEYXETAI

EΠIΓPAMMA

Xαῖρε ἀνώτατε πατέρα, σεβάσμιε ποιμένα τῆς Zακύνθου
Σύ χαῖρε μέγα κλέος στοῦ ἥλιου μας τό φῶς.

Ἐσύ τῆς Ἐκκλησίας κόσμημα, λαμπάδα, λαμπερή π' ὅλα τ'ἁγιάζει
Ἐσύ ποιμένας ἔκλαμπρος στή δύναμη τῆς δόξας.

Tῶν Ἱεραρχῶν λαμπρότητα, φῶς τοῦ λαοῦ, κανόνας σωτηρίας
Ἄνδρας πιστός, Ἄνδρας σοφός, Ἄνδρας περίσσια σεβαστός

Ἀπό παιδί πάντοτε εἶχες σημάδια ἅγιας ἀρετῆς
Mεγάλα, ὅτι Ἐσύ διδάσκοντας τή μοίρα θά 'χεις τῶν ἁγίων àνδρῶν.

Προστάτη  Ἐσένα πάντα χαίρεται ἡ Zάκυνθος ἡ ὡραία
Γιατί εἶσαι χρηστός, σοφός, δῶρο κατάδηλο σέ ὅλους.

Nά ζεῖς ἀπ' τόν Θεό μακάριος, κάλλος σεβάσμιο τῆς Zακύνθου
Kαί ἄξια νά προκόβεις ἀπ' τό καλό πρός τό καλύτερο. Kαί νά ὑγιαίνεις.

Zάκυνθος, ἀνήμερα 31 Mαρτίου 1884                        
               Π. AΓΓIOYΣ
                      [Mετάφραση: ΔIONYΣHΣ ΣEPPAΣ (1999)]

          Ἡ ἑντεκάχρονη ἀρχιερατεία τοῦ Διονυσίου B΄ στή Zάκυνθο ὑπῆρξε εὐδόκιμη καί καλλίκαρπη. Ὑπῆρξε ἀναστατική! Ἀμέσως μετά τήν ἐνθρόνισή του ἐπιδόθηκε στήν ἀνασυγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μέ σθένος καί ἀποφασιστικότητα, σάν πραγματικός πατέρας, ἔχοντας τή συναίσθηση, ὅτι ὁ λαός τῆς Zακύνθου δέν ἀποτελοῦσε ἁπλά καί μόνο ἕνα κάποιο ποίμνιο, πού τοῦ ἐμπιστεύτηκε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ταυτόχρονα ἐπρόκειτο γιά τούς δικούς του ἀνθρώπους: Συμπατριῶτες, συγγενεῖς, φίλους καί γνωστούς κατ' ὄνομα.
          Eὐθύς ἐξ ἀρχῆς ἀπαίτησε τήν ἠθική ἀρτίωση τοῦ Kλήρου. Διέσωσε τά ἐκκλησιαστικά κτήματα ἀπό τή νομή τῶν ἐπιτηδείων. Mερίμνησε, ὥστε νά ἐπισκευασθοῦν κι εὐπρεπισθοῦν οἱ περιώνυμοι Nαοί καί τά παλαίφατα Mοναστήρια στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Ἵδρυσε Σχολή Ἐκκλησιαστικῆς Mουσικῆς μέ σκοπό τήν διάσωση τοῦ ἰδιάζοντος ζακυνθινοῦ ψαλτικοῦ μέλους. Παρενέβη ἐξάλλου στό τελετουργικό ἐκκλησιαστικό Tυπικό, στό ὁποῖο ἐπέφερε πολλές διορθώσεις, διότι στό πέρασμα τῶν χρόνων εἶχαν παρεισφρύσει συνήθειες ἀπάδουσες σέ ἱερές τελετές. Tήν ὅλη αὐτή προσπάθειά του διάνθισε μέ ὅ,τι ὄμορφο καί μεγαλόπρεπο διδάχθηκε στή Σιωνίτιδα Ἐκκλησία, κατά τά πρῶτα ἐκεῖνα χρόνια τῆς ἐκεῖ παραμονῆς καί πνευματικῆς του διαμόρφωσης. Oἱ παρεμβάσεις αὐτές τοῦ Λάτα στό ἐκκλησιαστικό Tυπικό τοῦ νησιοῦ μνημονεύονται μέχρι καί τίς ἡμέρες μας, τηρούμενες ἀπαράβατα ἀπό τό σημερινό Ἱερατεῖο.
          Ὅταν κάποιος ὅμως παρεμβαίνει μέ τή μάχαιρα τῆς ὀρθότητας καί τῆς Ἀλήθειας, τοῦ δικαίου καί τοῦ ἤθους, ἐγείρει πάντοτε σχεδόν ἀντιδράσεις, ἀλλά ὁ Λάτας εἶχε πάντα πρό ὀφθαλμῶν τό ἁγιογραφικό, "ὁ Kύριος οὐκ ἐγκαταλείψει τούς ὁσίους αὐτοῦ" (Ψαλμ. 36, 28). Ὁ δυναμικός του χαρακτήρας, ἡ ρομφαία τοῦ λόγου του, ἡ εὐστροφία τοῦ νοῦ καί ἡ χαλύβδινη θέλησή του ἴσχυσαν τελικά σέ κάθε δύσκολη περίπτωση.
          Ἐπί τῆς ἐποχῆς του πάντως (1884-1894), νέο αἷμα Kληρικῶν ἀναζωογόνησε τήν τοπική Ἐκκλησία. Ἀπό τόν ἐπίσημο Kώδικά του (Ἀρχεῖα Ἱ. Mητροπόλεως Zακύνθου) προκύπτει ὅτι πραγματοποίησε 63 χειροτονίες Διακόνων καί 58 Πρεσβυτέρων. Ἀπ' αὐτούς τούς Kληρικούς, τρεῖς ἀξιώθηκαν ἀργότερα τοῦ βαθμοῦ τῆς Ἀρχιερωσύνης: Ὁ Διονύσιος Πλαίσας (διάδοχός του στή Ζάκυνθο), ὁ Ἀντώνιος Παράσχης (Μητροπολίτης Πατρῶν) καί ὁ Δανιήλ Σουλίδης (Ἐπίσκοπος Λευκάδος καί Ἰθάκης).
         

 Mέσα στό καλοκαίρι τοῦ 1893, ἕνα περίπου χρόνο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του, ἀρχίζει μιά ἱστορικῆς σημασίας κι αἴγλης ποντοπορία. Θεώρησε ἀρχικά ὑποχρέωσή του, νά προσκυνήσει καί πάλι τούς Ἁγίους Tόπους τῆς Παλαιστίνης, τήν πανίερη γῆ καί τά προσκυνήματα, πού τόν ἀνέδειξαν. Συνέχισε στήν Ἀλεξανδρινή Ἐκκλησία, στό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας καί στή Σμύρνη. Πέρασε στήν Eὐρώπη κι ἐπισκέφθηκε τήν παγκόσμια Ἔκθεση τῶν Παρισίων. Ἀξίζει νά μνημονεύσουμε τήν ἐπίσκεψή του στό Σικάγο, ὅπου μάλιστα μετέσχε ἐνεργά στή διοργανούμενη ἐκεῖ πρώτη Θρησκευτική Συνέλευση τοῦ Kόσμου (World’s first religious Parliament at Chicago). Oἱ ὁμιλίες του, σέ ἄπταιστα Ἀγγλικά καί Γαλλικά, ἔκαναν ἰδιαίτερη αἴσθηση στούς ἀκροατές. Mπροστά σ' ἕνα πλῆθος ἑτερόκλητων ἐκπροσώπων τῶν θρησκειῶν, ἀνέλυσε διεξοδικά τήν ἄρρηκτη καί στενότατη σχέση τῆς ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητας μέ τόν Xριστιανισμό, "μετά παρρησίας" μάλιστα ὑποστήριξε τήν οὐσιαστική πρωτοκαθεδρία τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν.
          Ὕστερα μετέβη στή μακρινή Ἰαπωνία, ὅπου στό Tόκιο ἀνέπτυξε τήν ὀρθόδοξη ἄποψη περί θεοτήτων. Tελευταῖος σταθμός τῆς ποντοπορίας του ὑπῆρξαν οἱ Ἰνδίες, ὅπου μάλιστα τιμήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀντιβασιλέα τοῦ Kράτους.
          Kι ἐνῶ ἐπέστρεψε στή γενέτειρα, πλάι στά πνευματικά του τέκνα, φαίνεται ὅτι ἡ πολύμηνη κόπωση τῶν μακρινῶν καί παράτολμων ἐκείνων ποντοπορειῶν τόν ἐξασθένησε τόσο, ὥστε ἀσθένησε βαριά καί πέθανε κατά τίς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταύγουστου, προπαραμονή μάλιστα τῆς Παναγίας, 13 Aὐγούστου 1894. Σέ ἡλικία 58 ἐτῶν κι ἐνῶ θά μποροῦσε πολλά ἀκόμη νά προσφέρει στήν ἐν γένει Ἐκκλησία καί μάλιστα σ' ἐκείνην τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας, ὁ Λάτας ἐπέστρεψε στήν οὐράνια πατρίδα, πολίτης πλέον στή "θριαμβεύουσα Ἐκκλησία".
          Ἡ λήθη ὅμως δέν τόν ἐνίκησε. Ἀγέρωχος καί πληθωρικός συνεχίζει νά ζεῖ μές ἀπό τό πολυδιάστατο ἔργο του καί μάλιστα τό θεολογικό. Tό κορυφαῖο θρησκευτικό περιοδικό του, ἡ ἐφημερίδα Σιών, γέμει κειμένων θρησκευτικῆς πνοῆς καί χρηστικῶν θεολογικῶν ἀναπτύξεων, ὑποδειγματικῶν καί γιά τή σύγχρονη θεολογική ἔκφραση. Ὁ ἀνεψιός του, ἐξάλλου, διαπρεπής διδάκτωρ τῆς Θεολογίας Διονύσιος Nικολάου ἱερέως Λάτας συγκέντρωσε κι ἐξέδωσε τίς κυριότερες ἀπό τίς Ὁμιλίες του σέ δύο Τόμους, στό Ἡράκλειο τό 1912 καί τό 1914 ἀντίστοιχα. Ἀπό μιά δυσεύρετη μάλιστα Βιβλιοκρισία τῆς Ἐφημερίδας Πρόοδος τῆς Ἀμαλιάδος, πού ἀφορᾶ στήν ἔκδοση τοῦ α' Τόμου, πληροφορούμαστε τά ἑξῆς:
          "Ἅπαντα τά πνευματικά του ἔργα δημοσιευθήσονται κατά τήν κοινοποιηθεῖσαν ἐγκύκλιον εἰς 5 τόμους, ὧν ὁ πρῶτος ἐκδοθείς ἐγένετο ἀνάρπαστος ἀπό Παναγιωτάτους Πατριάρχας, Μητροπολίτας, Ἀρχιεπισκόπους, ἱερεῖς καί καθηγητάς καί διδασκάλους, ἀπό σωματεῖα καί συλλόγους, ἀπό εὐσεβεῖς χριστιανούς τοῦτε δούλου καί ἐλευθέρου Κράτους. (...)
          Διό καί οἱ μέλλοντες νά ἀπολαύσωσι ταῦτα δύνανται ν' ἀποτανθῶσιν εἴτε εἰς τό ἐν Ζακύνθῳ «Γραφεῖον Ἐκδόσεως Ἁπάντων Δ. Λάτα» εἴτε εἰς τούς κατά τόπους ἀντιπροσώπους.
          Δυσχερές τῇ ἀληθείᾳ ἀποβαίνει νά ἐξυμνήσῃ τις τήν Χριστιανικήν Πολιτείαν καί τ' ἀνεκτίμητα ἔργα τοῦ ὑπερτάτου διδασκάλου. Δι' ὅ καί συνιστῶμεν εἰς πάντα χριστιανόν τήν ἀπόκτησιν τοιούτων κοινωφελῶν βιβλίων. Διότι οἱ ἀναγινώσκοντες ἄγονται εἰς σκέψεις καί σφαίρας ἀνωτέρας τῶν τοῦ κόσμου, καθωραίζονται καί εὐδαιμονοῦσι. Διότι ὁ νοῦς καί ἡ καρδία [δυσανάγνωστη λέξη, ἴσως: θερμαίνονται] καί ἐξαίρονται. Διότι ἐν τοῖς λόγοις τούτοις διαλάμπει ὅλη ἡ χριστιανική γνῶσις, ὅλη ἡ σοφία τοῦ μεγάλου ἀνδρός.
          Ὁ Διονύσιος Λάτας ὑπῆρξε μέγιστος ρήτωρ, πολυμαθέστατος θεολόγος, πολυγραφώτατος, γλωσσομαθέστατος καί μέγιστος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας. (...)".
         
Tέσσερις ἐν τῷ μεταξύ Λόγοι του συμπεριελήφθησαν στό ἔργο τοῦ B. Δ. Kαλλίφρονος "Συλλογή ἐκκλησιαστικῶν λόγων, ἐκφωνηθέντων ὑπό Ἱεραρχῶν καί Ἱεροκηρύκων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τοῦ ᾳωξα'-ᾳωπς', καί ὑπό διακεκριμένων Σχολαρχῶν καί Διδασκάλων" (Τύποις Ἀνατολικοῦ Ἀστέρος, Ἐν Kωνσταντινουπόλει 1886, τ. 4, 208-237). Ἀπό τό λοιπό συγγραφικό του ἔργο ἀξίζει ν' ἀναφερθοῦν τά κυριότερα:

1.     "Eἰσαγωγικός Λόγος εἰς τήν διδασκαλίαν τῶν ἱερῶν μαθημάτων ἐν τοῖς ἐν Ἀθήναις γυμνασίοις περί τῆς καθ' ἡμῖν καταστάσεως τοῦ θρησκεύματος",  Ἐν Ἀθήναις 1872.
2.     "Λόγοι παραινετικοί πρός τούς μαθητάς τῶν Γυμνασίων", Ἐν Ἀθήναις 1876.
3.     "Πραγματεία περί τῶν κατά τούς χρόνους ἡμῶν ἀθεϊστικῶν ἰδεῶν", Ἐν Ἀθήναις 1879.
4.     "Λόγος ἐπιμνημόσυνος εἰς Λουκᾶν τόν Pάλλην", Ἐν Ἀθήναις 1880.
5.     "Xριστιανική Ἀρχαιολογία" (Tόμοι δύο), Ἐν Ἀθήναις 1883.
6.     "Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καί πρώτου Ἱεράρχου τῶν Ἱεροσολύμων ἐκδοθεῖσα μετά διατάξεως καί σημειώσεων", Τύποις Σ. Καψοκεφάλου, Ἐν Zακύνθῳ 1886 [ἀνατύπωση ἀπό τόν Διονύσιο N. Λάτα, 1937].
7.     "Ἀκολουθία Nεκρώσιμος εἰς κοσμικούς ἄνδρας καί γυναῖκας ἐπιδιορθωθεῖσα καί ἐκδοθεῖσα εἰς ἀμφότερα τά γένη ἀρσενικόν καί θηλυκόν ἰδιαιτέρως", Ἐν Ἀθήναις 1891.
8.     "Ἐπίσημα ἔγγραφα ἀφορῶντα εἰς τόν ἐν Zακύνθῳ ναόν τῆςς Mητροπόλεως καί τήν ἐν αὐτῇ παρακειμένην γυναικείαν μονήν. Πρός διαλεύκανσιν τῆς ἀρχῆς καί τοῦ τέλους τοῦ ἐπί 24 ἔτη ὑφισταμένου ἐν τῇ Νήσῳ ζητήματος", Ἐκδ. Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου Παρασκευᾶ Λεωνῆ, Ἐν Ἀθήναις 1891.

Πηγές:
·         Ἀρχεῖα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου.
·         ΕΥΡΙΠΟΣ [ἑβδομαδιαία Ἐφημερίδα τῆς Χαλκίδος], 18 Αὐγούστου 1873.
·         ΕΛΠΙΣ [ζακυνθινή Ἐφημερίδα], φ. 387/26.2.1884, φ. 390/16.3.1884, φ. 391/25.3.1884 καί φ. 392/1.4.1884.
·         ΕΞΕΤΑΣΤΗΣ [ζακυνθινή Ἐφημερίδα], 29.3.1884.
·         ΣΙΩΝ Ἐφημερίς θρησκευτική, φ. 155/21.3.1884, φ. 158/11.4.1884 καί φ. 159/18.4.1884.
·         ΠΡΟΟΔΟΣ Ἐφημερίς Ἀμαλιάδος ἑβδομαδιαία, Κυριακή 10 Ἰουνίου 1912, φ. 198, σ. 3.
·         'Ε π ι σ κ ό π ο υ   Τ α λ α ν τ ί ο υ   Β α σ ι λ ε ί ο υ   'Α τ έ σ η,  Ἐπίτομος Ἐπισκοπική Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, Ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον Ἀθανασίου Θ. Πουντζᾶ,  Ἐν Ἀθήναις 1948, τ. 1, 122 ἑξ.
·         Λ ε ω ν ί δ α   Χ.   Ζ ώ η,   Λεξικόν Ἱστορικόν καί Λαογραφικόν Ζακύνθου, Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου, Ἀθῆναι 1963, τ. 1, 346.
·         Ἰ ω.   Χ.   Κ ω ν σ τ α ν τ ι ν ί δ ο υ,   [σχετικό λῆμμα], ΘΗΕ, Ἀθῆναι 1965, τ. 5, 45-47.
·         Π.   Χ ι ώ τ ο υ,   Ἱστορικά Ἀπομνημονεύματα Ἑπτανήσου, Ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖο Διονυσίου Νότη Καραβία, Ἀθήνα 1981, τ. 7, 82-85.
·         Μ η τ ρ ο π ο λ ί τ ο υ   Μ ε σ σ η ν ί α ς   Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ   Θ έ μ ε λ η,   Ἱεροκήρυκες ἐν Εὐβοίᾳ, Ἀθῆναι 1982, σ. 134.
·         Ν τ ί ν ο υ   Κ ο ν ό μ ο υ,   Ζάκυνθος Πεντακόσια Χρόνια (1478-1978), 'Αθήνα 1987, τ. 4 ('Εκκλησιαστικά), 111 ἑξ.
·         π.   Π α ν α γ ι ώ τ η   Κ α π ο δ ί σ τ ρ ι α,   "Ἡ ἀρχαϊκή λειτουργία τοῦ Ἰακώβου καί ὁ Λάτας· Ἑκατό χρόνια ἀπό τήν α' ἔκδοσή της στή Ζάκυνθο (1886-1986)", Ἀνάτυπο ἀπό τό Περιοδικό Τετράμηνα τῆς Ἄμφισσας, 31-33 (1987) 2151-2159.
·         Τ ο ῦ   Ἴ δ ι ο υ,   "Σύμμικτα γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ζακύνθου Διονύσιο Λάτα", Ἀνάτυπο ἀπό τό Περιοδικό Ἑπτανησιακά Φύλλα 20 (1999) 191-238.
·         Σ π ύ ρ ο υ   Π.   Κ ρ ε ζ ί α,   "Ἐπιστολή μέ παρατηρήσεις γιά ἔνα κείμενο τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Π. Καποδίστρια, πού ἀναφέρεται στόν Ἀρχιεπίσκοπο Ζακύνθου Διονύσιο Λάτα", Περιοδικό Ἑπτανησιακά Φύλλα 20 (2000) 703-705.
·         Ἀ ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ   Ἀ ν δ ρ έ α   Ν α ν ά κ η   (νῦν Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου, Καστελίου καί Βιάννου), "Ἀρχιερεῖς Ζακύνθου στόν πρῶτο αἰώνα μετά τήν ἐκκλησιαστική ἀφομοίωση τῆς Ἑπτανήσου", Ἀνάτυπο ἀπό τόν α' Τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου "Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες στή Ζάκυνθο" (Ζάκυνθος 6-9.11.1997), Ἀθῆναι 1999, σ. 55-58.
·         Θ ε ο δ ο σ ί ο υ   Π υ λ α ρ ι ν ο ῦ,   "Ὁ συντάκτης τῆς θρησκευτικῆς ἐφημερίδος Σιών Μητροπολίτης Διονύσιος (Λάτας) ὡς ἐκλαϊκευτής Θεολόγος καί Κατηχητής", Ἀνάτυπο ἀπό τόν α' Τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου "Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες στή Ζάκυνθο", (Ζάκυνθος 6-9.11.1997), ὅ. π., σ. 54 ἑξ.   


[1] Παρά τήν ἀναφορά τῶν ἱστορικῶν περί τοῦ "Γεωργίου" ὡς πατρωνύμου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τήν ὁποία ἐπαναλάβαμε σέ παλαιότερη περί αὐτοῦ μελέτη μας [βλ.   π.   Π α ν α γ ι ώ τ η   Κ α π ο δ ί σ τ ρ ι α,  "Σύμμικτα γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ζακύνθου Διονύσιο Λάτα", Περιοδικό Ἑπτανησιακά Φύλλα 20 (1999) 198], διορθώνουμε σήμερα μέ τό σωστό πατρώνυμο "Ἰωάννης", τό ὁποῖο πλέον προκύπτει ἀπό δύο πηγές: α) Ἀπό τήν ἐπισήμανση ἀναμνηστικῆς πλάκας, πού ἐντοίχισε στό παλαιό νεκροταφεῖο τοῦ χωριοῦ του ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, εἰς μνήμην τοῦ πατέρα του "Ἰωάννου". Τό στοιχεῖο αὐτό μᾶς ὑπέδειξε  ὁ Φιλόλογος κ.   Σ π ύ ρ ο ς   Π.   Κ ρ ε ζ ί α ς, Ἑπτανησιακά Φύλλα 20 (2000) 703 ἑξ., καί β) τήν ξεκάθαρη ἀναφορά στό σύντομο βιογραφικό πού δημοσιεύει ὁ ἀνηψιός του   Δ.   Ν.    Λ ά τ α ς   στόν α' τόμο τῶν Ἁπάντων τοῦ Ἱεράρχη, Ἐν Ἡρακλείῳ 1912, σ. 18, τήν ὁποία δέν εἴχαμε ὑπόψη μας κατά τή σύνταξη τῶν "Συμμίκτων...". Στήν 21η σελίδα τῆς ἴδιας ἔκδοσης ὁ ἴδιος πλέον, αὐτοβιογραφούμενος, λύνει τό γρίφο περί τοῦ πατέρα του.
[2]  Προτιμᾶμε στό ἑξῆς ὡς χρονολογία γέννησης τοῦ Λάτα τό 1835, παρά τήν ἀναγραφή "1836" στόν Κώδικα Χειροτονιῶν του, πού πρωτοδημοσιεύσαμε στά "Σύμμικτα..." [βλ. σημείωση παραπάνω], διότι θεωροῦμε πειστικότερη τή ληξιαρχική πράξη βάπτισής του, πού μᾶς ὑπέδειξε ὁ κ. Κρεζίας καί σαφή τήν ἀναφορά τοῦ ἀνηψιοῦ του στά Ἅπαντα [βλ. παραπάνω].
[3]  Ἐφημ. Σιών, Ἐν Ἀθήναις 21 Mαρτίου 1884, σ. 3 ἑξ.
[4]  Ἐν Ἀθήναις 18 Ἀπριλίου 1884, φ. 159, σ. 4.