e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2008

Η παλιά Πηγάδα

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Απούσα εν παρουσία, κάπως έτσι νιώθω, νάτο πάλι εκείνο το παράξενο συναίσθημα, ούτε εδώ, ούτε εκεί. Ίσως φταίει ο χρόνος, αυτός ο καταλύτης που εξισώνει όλους κι όλα.
Πόσες αλλαγές επιφέρει..., πυκνώσαν αυτοί που άλλαξαν κατοικία κι είναι πια από τη μέσα μεριά του μουράγιου... μαντρωμένοι εκεί, με φύλακες τα ψηλά κυπαρίσσια και τ΄ άστρα, μπας και ξεστρατίσουν και περάσουν στην από δω όχθη, αφήνοντας την αντίπερα, όχι, όχι, καλά βρίσκονται εκεί.

Παίρνω τον ανήφορο. Το ψηλό βαμμένο σε αχνό πορτοκαλί μουράγιο μού φαίνεται καινούριο, δεν το θυμάμαι, θα πεις, τα χρόνια είναι πολλά, πώς μπορείς να θυμάσαι τέτοιες λεπτομέρειες, κι όμως, δεν υπήρχε κι αν υπήρχε, ήταν χαμηλό, τόσο που το φιλιατρό της πηγάδας έρχονταν και σκαντζάριζε στο ίδιο ύψος. Ήταν από αγκωνάρια, οι χειμώνες και τα καλοκαίρια που το άγγιζαν άφηναν τα σημάδια τους πάνω του, αλλοιώνοντας το χρώμα. Σκούρο, μουντό, έτσι το θυμάμαι κι ανάμεσα στις χαραμάδες πρόβαλαν δειλά τα κεφαλάκια τους την Άνοιξη τσουτσουμίδες κι άλλα αγριολούλουδα.

Στο Καντούνι τση Γουρούνας είμαι, γι αυτό το μουράγιο μιλώ. Πιάνει απ΄ το δρόμο κάτω στη στροφή και φτάνει ως πέρα, χωρίζοντας το Καντούνι απ΄ τ΄ αμπέλια και τις ελιές. Εκεί, έξω από το σπίτι του αδελφού πια, βρισκόταν η πηγάδα. Το φιλιατρό της μεγάλο, «δεν τ΄ αγκάλιαζαν τρεις άνδρες». Πού και πώς βρέθηκε εκεί; Αγνοώ, ξέρω μόνο πως ήταν πάντα εκεί, τουλάχιστον για τα παιδικά μου μάτια.
Θυμάμαι τη συχωρεμένη τη νόνα μου, όταν κάναμε καμιά σκανταλιά, να φοβερίζει ότι θα μας ρίξει στην πηγάδα και τον παπάκη με τη μαμά μου να μας θυμίζουν συνεχώς να μη ζυγώσουμε ποτέ κοντά. Είναι βαθεία η πηγάδα κι αν πέσετε μέσα, θα πνιγείτε. Θυμάμαι ακόμα τις γυναίκες της γειτονιάς. Έρχονταν με τους σίγλους τους και με κουλούρα το σχοινί, λόγω βάθους, να βγάζουν νερό για τις ανάγκες τους, ιδιαίτερα όταν έβαζαν μπουγάδα γιατί το νερό ήταν γλυκό κι έπιανε σαπουνάδα, καθαρίζοντας εύκολα τα ρούχα.

Τώρα πια, η πηγάδα δεν υπάρχει... Ρώτησα γύρω να μάθω τι έγινε, ήταν λέει «εμπόδιο». Όταν χτίστηκε το ψηλό μουράγιο, έπεσε στη μέση, μισή από δω μισή από κει. Την παράχωσαν με πέτρες και ξύλα, τουλάχιστον από τη μεριά του Καντουνιού, απ΄ την άλλη, δεν ξέρω τι απέγινε. Έτσι που έμεινε, λένε, έπρεπε να παραχωθεί γιατί ήταν επικίνδυνη για τ’ αμάξια που περνούν... Στάθηκα άφωνη ακούγοντάς το, περίμενα ν΄ ακούσω, πως ο κίνδυνος παραμόνευε τα παιδιά που παίζουν γύρω, μα η έγνοια ήταν για τ΄ αυτοκίνητα. Πώς αλλάζουν οι αξίες και προτεραιότητες...

Ένα ακόμα από τα απομεινάρια του παλιού καιρού, τα λίγα που απέμειναν στο χωριό μας, χάθηκε. Για μιαν ακόμα φορά εφαρμόζεται ο νόμος της φύσης, πως ό,τι αρχίζει, τελειώνει. Ίσως, γιατί ήλθε το πλήρωμα του χρόνου.
Η παλιά πηγάδα στο Καντούνι τση Γουρούνας του Μπανάτου, ολοκλήρωσε το έργο της, εκπλήρωσε τον προορισμό της και πέρασε πια στην ιστορία και πολύ γρήγορα στη λήθη.
Οι γυναίκες, ευτυχώς, δεν βάζουν πια μπουγάδα, δεν χρειάζονται πια το «γλυκό νερό τση» για ν΄ αφρίζει το σαπούνι και να παστρεύει τα ρούχα.
Ζήτω ο πολιτισμός!