e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

Στα Καμποχώρια τση Ζάκυθος

Γράφει από τη Μελβούρνη η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Γειτονάκια η Αντωνία και ο Παναγιώτης, απέναντι τα σπίτια τους. Κάπου εκεί, στα Καμποχώρια τση Ζάκυθος. Ο Παναγιώτης ήταν «μεγάλος»! Την περνούσε την Αντωνία τρία ολόκληρα χρόνια! Έτσι, στα παιχνίδια με τα άλλα παιδιά, της φερνόταν πάντα πολύ προστατευτικά, σαν μεγάλος αδελφός, μια και τα δυο αδέλφια που είχε η Αντωνία ήταν πολύ μικρότερα της.
Μα, και οι γονείς τους είχαν  μεγάλη φιλία, μια φιλία που σημαδεύτηκε πολύ άσχημα από τις συνθήκες. Ήταν τότε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Πόλεμος, δυστυχία, φτώχια, πείνα, φόβος, το κυριότερο η πείνα που μάστιζε σχεδόν όλους! Άσχημος σύμβουλος η πείνα, ιδιαίτερα για τα παιδάκια...
Γύρω στα 1943, έφυγε μετά από πολύμηνη αρρώστια χωρίς καμιά περίθαλψη, λόγω πολέμου, η Μάνα του Παναγιώτη... Κλάμα, θρήνος και οδυρμός,  αφήνοντας  τέσσερα ορφανά! Δεν πέρασαν λίγοι μήνες,  πέθανε  η μικρή του αδελφούλα, ούτε δυο χρονών, από τις κακουχίες και την πείνα. Την ίδια τύχη είχε, λίγους μήνες αργότερα,  και ο Πατέρας του, αυτός πέθανε, σαν πολλούς τότε, μόνο από πείνα...
Τότε η δυστυχία περίσσεψε, έμειναν ολομόναχα τα μικρά. Ο μεγαλύτερος αδελφός, μόλις δώδεκα χρονών, ο δεύτερος οκτώ και ο Παναγιώτης γύρω στα πέντε! Συγγενής δεν υπήρχε κανένας... Ό,τι έκαναν οι χωριανοί και οι γειτόνοι, όπου κι εκείνοι δεν ήταν σε καλύτερη μοίρα!
Τα πράγματα, δεν ήταν καλύτερα στο αντικρινό σπίτι. Απεναντίας, πολύ χειρότερα. Ο πατέρας της Αντωνίας, ήταν ο ένας από τους οκτώ, από γειτονικά χωριά οι άλλοι, που την επόμενη χρονιά, μην αντέχοντας άλλο την πείνα και τη δυστυχία, μάζεψαν όσο λάδι μπόρεσε ο καθένας, ζήτησαν από τις γυναίκες τους ν΄ ανοίξουν τα μπαούλα και να βγάλουν ό,τι καλύτερο, σε ασπρόρουχα  και χρυσαφικά είχε απομείνει από την προίκα τους,  μπήκαν σε μια βάρκα και πήγαν «απέναντι»  να τα ανταλλάξουν με  αλεύρι, κριθάρι ή ό,τι άλλο για να ζυμώνουν κάνα ψωμί .
Και... η Βάρκα (δεν)  γύρισε μόνη... δίχως  μέσα τον ψαρά, όπως λέει το τραγούδι. Η συγκεκριμένη βάρκα ΔΕΝ γύρισε ποτέ και κανείς ποτέ, από όσο γνωρίζω μέχρι σήμερα  (γιατί ένας από τους οκτώ ήταν και ο πεθερός μου), δεν έμαθε τι ακριβώς έγινε! Από πληροφορίες, έφτασαν «απέναντι», έγινε η ανταλλαγή και χάθηκαν μυστηριωδώς στο γυρισμό προς τη Ζάκυνθο!
Δεν είχε συνέλθει η γειτονιά από τη διπλή ορφάνια των τριών μικρών παιδιών, καινούρια δυστυχία με το χαμό του πατέρα της Αντωνίας! Νέα γυναίκα η Μάνα της, έμεινε ολομόναχη μες στη φωτιά του πολέμου, με τρία ορφανά, μεγαλύτερη η Αντωνία, ούτε πέντε χρονών ακόμα!
Ο Παναγιώτης, μολονότι δεν είχε όχι πολλά αλλά πολλές φορές ούτε λίγα για  τον εαυτό του  και τ’ αδέλφια του,  έγινε πιο προστατευτικός ακόμα απέναντι στην Αντωνία! Μια φέτα ψωμί να εξοικονομούσε, θα την μοιραζόταν και με την Αντωνία, που περνούσαν πολύ δύσκολα! Ζούσαν μόνα τους στο σπίτι το πατρικό κι ο πεντάχρονος Παναγιώτης, σε μια ηλικία που ήταν ο ίδιος παιδί, αναγκάστηκε να επωμιστεί πολύ βαριές ευθύνες. Και τα τρία αδέλφια, άρχισαν να δουλεύουν όπου και σε ό,τι μπορούσαν. Για μια κούπα γάλα από τη γίδα, λίγο αλεύρι, ένα μικρό μπουκάλι  λάδι.
Τελειώνοντας ο πόλεμος, ο Παναγιώτης, κοτζάμ παιδί πια, με τα μικρά αδέλφια του πήγαν Σχολείο και ταυτόχρονα, όπου και όποτε μπορούσε, έκανε θελήματα κι ό,τι άλλο υπήρχε, για να εξοικονομούν με το μεγάλο αδελφό του  με τα χίλια βάσανα τα απαραίτητα, για να μην πεθάνουν της πείνας. Τα λεφτά δυσεύρετα, αλλά όπου δούλευε, του έδιναν οι νοικοκυραίοι από ό,τι έβγαζε το χτήμα. Και τα χρόνια περνούσαν, πολύ προκομμένο, πρόθυμο κι ακούραστο παιδί ο Παναγιώτης αλλά και ο αδελφός του, τα κατάφερναν πάντα να μην κοιμηθούν  ποτέ νηστικά! Το όνειρο που είχε από μικρός να μάθει γράμματα και να σπουδάσει, έγινε και έμεινε άπιαστο όνειρο, μετά τη διπλή ορφάνια του.
Ούτε είκοσι ενός χρονών, όταν χήρεψε η Μάνα της Αντωνίας, χωρίς ποτέ να μάθει τι απόγινε ο άνδρας της, με τρία μικρά παιδιά και πού την κεφαλή κλίναι! Ζητιάνευε στην κυριολεξία, είχε να μεγαλώσει τρία ορφανά! Γονείς και συγγενείς δεν υπήρχαν. Η νεαρή χήρα, έπρεπε να παντρευτεί, να «μπει σ’ αντρός χέρια», για να την προστατεύει από τους κινδύνους που διέτρεχε μια τόσο νέα κοπέλα! Τότε, επικρατούσε το: «Η χήρα μέσα κάθεται κι απέξω κουβεντιάζουν»! Βορά και λεία εύκολη, όχι μόνο σε κουτσομπολιά, αλλά και σε ανεπιθύμητες καταστάσεις, αφού ήταν εντελώς μόνη και δεν υπήρχε άνδρας δικός της να την προστατέψει. Έπεσε σε πολύ καλά χέρια και παντρεύτηκε ένα φτωχονοικοκύρη από κοντινό χωριό που όχι μόνο αγάπησε εκείνην και τα παιδιά της, αλλά ο ίδιος ζήτησε να μην κάνουν άλλα παιδιά «τους έφταναν» τα τρία που είχαν!
Η Αντωνία, που είχε πια «πατέρα» να την γνοιάζεται, ακολούθησε την επιθυμία της να σπουδάσει, πήγε στο Γυμνάσιο, αλλά όταν έμεινε στην Γ΄ τάξη και επειδή είχε χάσει, λόγω πολέμου, κι άλλο χρόνο, ντρεπόταν πια να συνεχίσει στη Ζάκυνθο, έτσι με θυσίες και μεγάλες οικονομίες, την έστειλαν εσωτερική  στο Αρσάκειο στην Πάτρα.
Και του Παναγιώτη η ζωή είχε φτιάξει κάπως, γιατί παντρεύτηκε ο μεγάλος αδελφός του, ούτε 20 χρονών, πήρε μια καλή κοπέλα, η οποία, με τη στοργή και την αγάπη της, μετέτρεψε το σπίτι τους σε σπιτικό, γεμάτο ζεστασιά! Όμως, δύσκολη η ζωή στην Ελλάδα, έτσι, όταν έμαθε ότι η Αυστραλία ζητούσε νέα παιδιά, έκανε τα χαρτιά του για να φύγει. Τον έτρωγε  και το σαράκι της Αντωνίας όμως, ένας σοβαρός λόγος κι αυτός για την απόφασή του! Της Αντωνίας, που είχε ψηλώσει, μεγαλώσει κι ήταν πολύ χαριτωμένη. Ολόκληρη δεσποινίς πια! Δεν έκαναν παρέα όπως όταν ήταν παιδιά, αλλά υπήρχε ανάμεσά τους, μια σιωπή που τους ένωνε, δε χρειαζόταν να λένε πολλά, τους έδεναν τα δυστυχισμένα χρόνια της πείνας και της κοινής  ορφάνιας!
Πλησίαζαν οι μέρες να φύγει κι όλο γινόταν πιο ανήσυχος. Δεν τολμούσε να της μιλήσει στα ίσια, τι να της έλεγε; Σε αγαπάω μεν, φεύγω δε;;; Αλλά και να έμενε, σαν τι μπορούσε να της προσφέρει;;; Εκείνος ένας απλός εργάτης κι εκείνη Γυμνασιοκόριτσο πια! Θα σπούδαζε, μπορεί να γινόταν ακόμα και δασκάλα!!! Πώς να την πλησιάσει; Ενώ, αν έφευγε για Αυστραλία, θα έκανε λεφτά, θα γινόταν κι αυτός κάποιος και θα μπορούσε να σταθεί στο πλευρό της! Η Αντωνία πάλι, που γνώριζε ότι σε λίγο φεύγει, χωρίς να τολμάει να το ομολογήσει ούτε στον εαυτό της, ένιωθε  ένα φοβερό σφίξιμο στην καρδιά που δεν ήξερε πού να το αποδώσει.
Ένα μεσημέρι, καθώς γυρνούσε η Αντωνία από το Γυμνάσιο περνώντας  από το μονοπάτι μέσα από τα λιόφυτα, άκουσε κάτι σαν ψίθυρο από ψηλά, κοίταξε γύρω. Είδε τον Παναγιώτη πάνω σε μια ελιά, τον χαιρέτισε δειλά κι εκείνος, αφού ανταπέδωσε το χαιρετισμό, μάζεψε όσο θάρρος του έδιναν τα δεκαεννιά χρόνια του, αλλά και η απελπισία του ότι φεύγει σε λίγο και της είπε πως, όταν τακτοποιηθεί, θα την καλέσει κοντά του!
Λίγες μέρες μετά έφυγε! Χρειάστηκαν δύο-τρία χρόνια για να βάλει το νερό στ’ αυλάκι, δουλεύοντας πολύ σκληρά, δύο και πολλές φορές τρεις δουλειές! Μα είχε στόχο, η σκέψη της Αντωνίας, του έδινε θάρρος και δύναμη να συνεχίσει! Κι όταν το «προζύμι» που μάζεψε ήταν αρκετό, έγραψε του αδελφού του να  πάει να την ζητήσει από τους γονείς της!!! Μόνο τότε μπόρεσαν να καταλάβουν οι γονείς της Αντωνίας,  γιατί απέρριπτε τα προξενιά που τους πήγαιναν μέχρι τότε!Για μιαν ακόμα φορά, ο έρωτας ο άδολος, ο αγνός ανάμεσα σε δυο παιδιά που μεγάλωσαν κοντά-κοντά και βιώσανε τις ίδιες κακουχίες και δυστυχίες, δικαιώθηκε!
Σήμερα, πολλές δεκαετίες αργότερα, στην τρίτη πια ηλικία η Αντωνία κι ο Παναγιώτης, με τα παιδιά τους αποκατεστημένα και με τα εγγονάκια τους που τα λατρεύουν, αγαπημένοι κι ενωμένοι, απολαμβάνουν τους μόχθους και τους κόπους της περιπετειώδους ζωής τους! Είναι χάρμα οφθαλμών να τους βλέπεις, να βλέπεις τα πρόσωπά τους να ξεχειλίζουν από τη στοργή και την αγάπη που τους ενώνει!!! Σε πρόσφατο ταξίδι μου εντός Αυστραλίας, είχα τη μεγάλη χαρά να περάσω μαζί τους υπέροχες ημέρες, αναπολώντας και μιλώντας για τα παλιά!
Γιατί η Αντωνία κι εγώ, είμαστε συμμαθήτριες και φίλες αγαπημένες από τότε! Είχαμε χαθεί για σχεδόν σαράντα χρόνια, μα όταν βρεθήκαμε, γίναμε οι μαθητριούλες με τη μαύρη ποδιά, το άσπρο γιακαδάκι, το σήμα ΓΖ, (Γυμνάσιο Ζακύνθου),  στο στήθος και τα λευκά σοσόνια!!!
Αγαπημένοι μου Αντωνία και Παναγιώτη, σας ευχαριστώ, όχι μόνο για τις πολύ γλυκιές στιγμές που περάσαμε μαζί, αλλά και για τη χαρά που μου δώσατε, με την έγκριση σας να γράψω λίγα λόγια για σας!!! 
δ.μ.

Σάββατο των Ψυχών στη Σμύρνη

Του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΙΚΕΤΟΥ












Χθες, Ψυχοσάββατο, η Εκκλησία τίμησε την μνήμη όλων των ειρηνικώς κοιμηθέντων και μαρτυρικώς τελειωθέντων Ορθοδόξων Χριστιανών. Στην Σμύρνη ο Αρχιμανδρίτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κύριλλος τέλεσε το πρωί την Θεία Λειτουργία στο Ορθόδοξο Κοιμητήριο. Στο τέλος, όπως και προχθές στον Εσπερινό,τελέστηκε μνημόσυνο. Μετά, ο π. Κύριλλος πέρασε από κάθε μνήμα και έψαλε τρισάγιο. 

Σημειώνω ότι στο Κοιμητήριο είναι τα μνήματα κεκοιμημένων από το 1930 και μετά. Το Κοιμητήριο, που υπήρχε μέχρι το 1922, καταστράφηκε και, όπως μαθαίνω, εκεί που βρισκόταν ξεκίνησαν εργασίες για την ανέγερση εμπορικού κέντρου.