e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

Από τη λειτουργική ζωή στην Grenoble της Γαλλίας





Όλος ο Κόσμος μια αγκαλιά πλέον, μέσω του Διαδικτύου! Έφτασαν στο e-mail τού "Νυχθημερόν" ειδήσεις από τη χτεσινή Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης και της επετείου της 25ης Μαρτίου 1821 (γιορτάστηκαν μαζί) στον ναό του Αγίου Γεωργίου της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας της Γκρενόμπλ (Grenoble) στη Γαλλία.

Στο άλλο μας Ιστολόγιο έχουμε ήδη ασχοληθεί με την εύρωστη αυτή ενορία των Ελλήνων στην όμορφη αυτή πόλη των Γαλλικών Άλπεων. Διαβάστε εδώ το σχετικό εκείνο άρθρο: Μια εβδομάδα με τους Έλληνες της Γκρενόμπλ.

Χρειάζεται να υπομνησθεί, ότι εκεί προΐσταται ιερατικώς ο Ζακύνθιος Πρωτοπρεσβύτερος Γεράσιμος Σκαρτσής, μόνιμος φίλος και αναγνώστης του Πολυπεριοδικού μας.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

Στιγμιότυπα Σταυροπροσκυνήσεως 2008 από την Ενορία μας











[Τις φωτογραφίες και το μικρό βίντεο από τη σημερινή Γ΄ Κυριακή των Νηστειών (Σταυροπροσκυνήσεως) αποτύπωσε ο Ιωάννης Πορφύριος Καποδίστριας].

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Η τρίτη Παρασκευή των Χαιρετισμών



ΤΡΙΤΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Στο πούσι απόψε
αχρείων ψελλίσματα
ορθώνουν μπόι
και στην πολυκοσμία
τα λόγια μου τα χάνω

ώσπου προκύπτουν
Ρωμανού μελίσματα
ανθοί του Μάρτη
άνοιξη ορθάνοιχτη
όλο χαρές και χάρες.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

...ήταν κι άλλα (μια εύθυμη θύμηση)

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Τελευταίοι Χαιρετισμοί στην προσεισμική Ζάκυνθο, μοσχοβολάει η φύση Άνοιξη, γλυκαίνουν οι καρδιές των ανθρώπων, αγνοώντας ότι ο εγκέλαδος παραμονεύει.
Από νωρίς, έχουν αρχίσει να μαζεύονται οι πιστοί στη Χρυσοπηγή, από τις Βαρρές, το Κυδώνι, το Ακρωτήρι, Τσιλιβή, οπωσδήποτε οι κοντινοί Μποχαλιώτες και πολλοί, πάρα πολλοί χωραΐτες που έχουν πάρει τον ανήφορο να ακούσουν το «Άγγελος Πρωτοστάτης» και το «Ω Πανύμνητε Μήτερ» από την μελωδική φωνή του παπά Μούσουρα. Η τεράστια, για τα παιδικά μου μάτια εκκλησία, κατάμεστη.

Μένουμε στο Κελί του παπά, δίπλα, μάλλον προέκταση της εκκλησίας. Ήταν ένα όμορφο, ευρύχωρο σπίτι, με τρεις κάμερες, το μαγερείο, την τραπεζαρία και το μεγάλο πόρτεγο, που είχε όλα του τα παράθυρα, πράσινα παντζούρια, κατά την Ανατολή. Πόσο λίγο μπορούσα τότε να εκτιμήσω ότι ανοίγοντας τα παντζούρια είχα στα πόδια μου τη Χώρα και μπροστά μου το απέραντο γαλάζιο του Ιονίου...
Η παπαδιά, πολυάσχολη όπως πάντα πριν μπει στην εκκλησία, έριχνε μια τελευταία ματιά να βεβαιωθεί πως τα έπιπλα ήταν γυαλισμένα (με ίσα μέρη λαδιού και πετρελαίου, αυτό ήταν εμάς των κοριτσιών ευθύνη), πως δεν υπήρχε ίχνος σκόνης πουθενά, όλα στη θέση τους νοικοκυρεμένα και σωστά, ότι οι ανθοστήλες ήταν φορτωμένες με λουλούδια της εποχής, συνήθως αγριολούλουδα, ο καφές, η ζάχαρη, το μπρίκι, το νερό η γκαζιέρα όλα έτοιμα, τα φλυτζανάκια αραδιασμένα στους δίσκους και η βαντιέρα με τα νηστίσιμα παξιμάδια γεμάτη και σκεπασμένη με το χειροποίητο πετσετάκι από κοπανέλια. Το μποτσόνι με το πιοτό και τα γυαλόρακα έτοιμα κι αυτά στο δίσκο.
Μα, το πιο σημαντικό από όλα, ότι στη μικρή τουαλέτα στο πίσω μέρος της αυλής, υπήρχαν τουλάχιστον 3 σίγλοι γεμάτοι νερό από τη στέρνα έτοιμοι για χρήση. Εκείνα τα χρόνια τα περισσότερα σπίτια ούτε που είχαν κανονικές τουαλέτες με λεκάνη, κι εκείνοι που διέθεταν τέτοια πολυτέλεια, φρόντιζαν να υπάρχει και νερό, μια και δεν υπήρχε το σημερινό καζανάκι, όπου με ένα πάτημα κουμπιού... εξαφανίζεται κάθε ίχνος...
Ήταν απαράβατος κανόνας, μετά το πέρας κάθε ακολουθίας, να περνούν οι περισσότεροι πιστοί, ιδιαίτερα οι χωραΐτες κι αυτοί από τα πιο μακρινά μέρη, να χαιρετίσουν τον παπά, να πιουν το καφεδάκι και το λικέρ και να γευτούν, ανάλογα με την εποχή, τα εδέσματα που ετοίμαζε η παπαδιά με τόση τέχνη και μαεστρία. Το σπίτι του παπά, ανοιχτό και φιλόξενο πάντα.

Εκείνη την Παρασκευή, πέρασαν οι περισσότεροι για το καθιερωμένο καφεδάκι. Σαν την μέλισσα η παπαδιά έτρεχε από τον ένα στον άλλο να τους περιποιηθεί όλους, να μιλήσει με όλους σαν τέλεια οικοδέσποινα.
Κάποια στιγμή, μια ευτραφής κυρία, ευγενικής καταγωγής, μάλλον από τις Βαρρές, αν δεν με απατά η μνήμη, έψαχνε γεμάτη αγωνία να βρει την παπαδιά... Κάποτε κατάφερε να την ξεμοναχιάσει μέσα στον κόσμο, για να της εξηγήσει ζωηρά και με όρκους, ώστε να γίνει πιστευτή, ότι δεν είχε μείνει νερό στους σίγλους για να ρίξει, αλλά, δεν τάκαμε όλα εκείνη, ήταν κι άλλα...

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Η διπλή γιορτή του Ευαγγελισμού 2008 στο Μπανάτο Ζακύνθου

Με αισθήματα πνευματικής κατάνυξης κι εθνικής αγαλλίασης γιορτάσαμε σήμερα το πρωί στην Ενορία μας τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τη μακρά τουρκική δουλεία.

Η θεία Λειτουργία και η επίσημη Δοξολογία τελέστηκαν στον ναό της Φανερωμένης μας, κάτω από δύσκολες καιρικές καταστάσεις.






Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε εμπνευσμένα ο κ. Δημήτριος Σεμιτέκος, καθηγητής του Γυμνασίου Βανάτου, ενώ παρέστησαν ο Δήμαρχος Αρκαδίων κ. Στυλιανός Μποζίκης, οι Αντιδήμαρχοι κ.κ. Τιμόθεος Ζώντος και Διονύσιος Τουρκάκης, ο Αντιπρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Αλέξιος Αβούρης, άλλα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου, αντιπροσωπείες των Σχολείων μας και πολλοί εκπαιδευτικοί.

Κατάθεση στεφάνων δεν πραγματοποιήθηκε στο Ηρώο των Πεσόντων στην πλατεία Λάμπρου Ζήβα, λόγω της έντονης χαλαζόπτωσης και των ισχυρών ανέμων, αλλά -αυτοσχέδια- ενώπιον της Εικόνας του Ευαγγελισμού.

Ακολούθησε μικρή δεξίωση των επισήμων και του λαού στο Δημαρχείο από τον κ. Δήμαρχο Αρκαδίων.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Β΄ Παρασκευή των Χαιρετισμών



ΔΕΥΤΕΡΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Αναβιώνω
τους καημούς της Άνοιξης
χαριέστατους
βιδωμένους άγγελους
στα δεν και στα γιατί μου.

Κι αν μέσα βρέχει
νεουργείς τις πιο παλιές
των αισθήσεων
καθώς την ωραιότη
ποτέ μου δεν έμαθα.


Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

Αφιέρωμα στη Μάνα μου

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

«η μητέρα δεν έχει ηλικία, κουβαλάει για τον καθένα
τη μνήμη της νεότητας του κόσμου.»

Περασμένα μεσάνυχτα κι όλη η... πολυκατοικία ησυχάζει.
Μολονότι η ημέρα ήταν σωματικά εξαντλητική και συναισθηματικά πολύ φορτισμένη, ο Μορφέας αρνείται να έλθει. Είναι στο σπίτι του αδελφού, στην Αθήνα.
Σηκώνομαι αθόρυβα για να μην ενοχλήσω τους άλλους που, οπωσδήποτε, νιώθουν το ίδιο όπως κι εγώ. Πηγαίνω στην κουζίνα ψηλαφιστά χωρίς ν' ανάψω φως. Κοιτάζω γύρω να βρω χαρτί και μολύβι. Νιώθω επιτακτική την ανάγκη να γράψω, να γράψω... Βρίσκω μολύβι, μα όχι χαρτί... Την επιτακτική ανάγκη να γράψω, καλύπτει το κουτί με τις χαρτοπετσέτες, τραβάω μερικές έξω κι αρχίζω να γράφω χωρίς να σκέφτομαι, τα μάτια τρέχουν ασταμάτητα, μουτζουρώνουν τα γράμματα, μα δεν είναι εμπόδιο αυτό, τα ξαναγράφω σε άλλη κι άλλη... Λίγοι στίχοι, αυτοί που θα διαβάσετε πάρα κάτω... οι χαρτοπετσέτες βρίσκονται ακόμα. Δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ πουθενά, είναι τόσο προσωπικοί... Είναι η πρώτη φορά που, εκτός από τ΄ αδέλφια, τους μοιράζομαι με άλλους.
Πάνε 15 χρόνια από τότε. 22 του Μάρτη του 1993, τα μαντάτα με βρήκαν απρόοπτα και αναπάντεχα στο δρόμο... Σταμάτησα να πάρω τηλέφωνο από θάλαμο, να δω τι κάνει η μάνα, μιλώ στον ανιψιό μου, μικρό παιδί, έχουν ήδη τηλεφωνήσει στο σπίτι, μα εγώ δεν πήγα ακόμα και δεν το γνωρίζω... Η γιαγιά πέθανε... έτσι απλά, με τον αυθορμητισμό και την αθωότητα που διακρίνει τα παιδιά.
Η εντολή στον αδελφό, είναι ρητή και κατηγορηματική: Μην την θάψετε, μπαίνω στο αεροπλάνο και έρχομαι. Εγωιστικό; Ίσως, μα δεν μπορώ να σκεφτώ λογικά
Πέθανε η μαμά μου!!! Αυτό μόνο κυριαρχεί σε ολόκληρο το είναι μου, τίποτα άλλο.
Υπερπόντιο το ταξίδι... Μελβούρνη-Αθήνα... Έχω παγώσει, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσω την πραγματικότητα...
Το κατευόδιο στην Αθήνα, η ταφή στο αγαπημένο Νησί. Περνώ πρώτα από την Αγία Δύναμη, πάω να βρω τον παπάκη μου, να του πω τις νοβιτές... Προσεύχομαι να πάρω κουράγιο, παίρνω ένα μικρό λουλούδι από το εικονοστάσι να το πάω στη μάνα... Επιμένω ν' ανοίξουν το φέρετρο... Αγκαλιάζω την αγαπημένη... και της μιλώ, της μιλώ ψιθυριστά πολλή ώρα, μέχρι που με απομακρύνουν... Ακουμπάω τρυφερά το λουλούδι στα σταυρωμένα χέρια της...
Πρέπει να βρίσκομαι σε κατάσταση σοκ... Αυτές είναι οι μόνες θύμησες από κείνη την ημέρα, τίποτα άλλο... Μέρες μετά, ακούγοντας τ΄ αδέλφια να μιλούν για τον τάδε Μητροπολίτη, τους τάδε ιερείς, κ.λπ., που χοροστάτησαν και παρευρέθηκαν στην ακολουθία, ρωτάω απορημένη γι' αυτά που λένε... Προφανώς και τα τρία παιδιά του παπά Σπύρου, κληρονομήσαμε το αστείρευτο χιούμορ του...
-Η αδελφή μας χάζεψε, (λένε, δήθεν μεταξύ τους ),
της λέω πως τη μάνα μας τη διαβάσαμε εμείς, χωρίς παπάδες και δεν με πιστεύει... άκουσε, λέει, για δεσπότη και παπάδες.
Την άλλη μέρα, πολύ νωρίς, αναχωρούμε όλοι για Κυλλήνη, να προλάβουμε το πρώτο φέρι-μποτ γι' απέναντι. Φυσούν δυνατοί άνεμοι, 10 μποφόρ, απαγορευτικό και τα πλοία δεμένα... Τόσο ισχυροί, όπου αυτά που έρχονται, δεν μπορούν να πλησιάσουν στο λιμάνι και αγκυροβολούν μακριά.
Οι ώρες περνούν αργά μέσα σε αγωνία, όλοι κι όλα έτοιμα στο Νησί για την ταφή. Οι πολυπληθείς φίλοι, περιμένουν με υπομονή κάτω στο λιμάνι.
Κάποτε, κοπάζουν τόσο οι άνεμοι, όσο χρειάζεται για να αρθεί το απαγορευτικό.
Μολονότι αρκετοί που περίμεναν στην αποβάθρα του Νησιού από το πρωί κι είναι απόγευμα πια, αναγκάστηκαν να φύγουν, έχουν μείνει ακόμα πολλοί. Στο χωριό, μαθεύτηκε πως φτάσαμε και μαζεύτηκαν...
Λειτουργώ εντελώς μηχανικά, χωρίς πλήρη συναίσθηση των γεγονότων... Οι αθόρυβοι λυγμοί μέσα στην εκκλησία του Μπανάτου, τραντάζουν όχι μόνο το σώμα μέχρι το πιο μικρό κόκαλο, αλλά περισσότερο τη ψυχή... κι αυτή δεν έχει κόκαλα...
Μηχανικά παραμένει εκτεταμένο το χέρι, δεχόμενο τα συλλυπητήρια όλων και τα λόγια παρηγοριάς, χωρίς να βλέπω πρόσωπα, χωρίς ν΄ ακούω λόγια.
Μα, μέχρι τότε, η μάνα είναι εκεί δίπλα μου, την βλέπω, την αγγίζω...
Κάποια στιγμή, στο ύστατο χαίρε πριν την ταφή, βλέπω τον πάτερ Παναγιώτη να υψώνει ένα φτυάρι γεμάτο χώμα και να το ρίχνει στο πρόσωπο της μάνας... Μέχρι τότε, ο πόνος σιωπηλός, αθόρυβος, μα ξαφνικά χάνω τον έλεγχο... Μη... Όχι... ουρλιάζω...
Δε γίνεται να το κάνουν αυτό στη μάνα...πονάει, δεν βλέπουν, δε νιώθουν...
Δεν κλαίνε πια μόνο τα μάτια... Ολόκληρο το είναι συμμετέχει στην αβάσταχτη, την υπερβολική οδύνη...
Με απομακρύνουν απαλά κι ο πάτερ μού ψιθυρίζει ό,τι πρέπει... Με προτρέπει να ρίξω κι εγώ.... Πώς να πετάξεις χώμα στο πρόσωπο της αγαπημένης...
Αργά πια, παίρνουμε το δρόμο του γυρισμού... Φτάσαμε στην Αθήνα μετά τις 11 το βράδυ, καταπονημένοι όλοι πέφτουμε για ύπνο.
Μόνο που εμένα με αποφεύγει ο Μορφέας...
Χαράζει η καινούρια μέρα, πρώτη μέρα με την αγαπημένη, όχι πλέον επί αλλά υπό της γης... κι εμένα να γράφω στις κίτρινες χαρτοπετσέτες...


Στη Μνήμη της Μάνας μου

Μάνα δικιά μου

(Λίγες ώρες μετά το στερνό Αντίο)

Κι ήτανε ήπια, γαλήνια η μορφή Σου
Καθώς το δρόμο πήρες το μακρύ
Το δρόμο το μοναχικό
Όπου δεν έχει γυρισμό.

Πίσω δε γύρισες καθόλου να κοιτάξεις
Κι αν επροσπάθησα τα μάτια Σου να δω
Δεν το κατόρθωσα, έφυγες μόνη για να φτάσεις
Αφήνοντας σε μένα το λυγμό.

Δεν ωφελεί να σε κοιτώ, να σου μιλώ
Να προσπαθώ να σε ξυπνήσω
Εσύ, δεν με κοιτάς, δεν με ζητάς
Μάταια προσπαθώ για να σε συγκινήσω.

Κι ήτανε, τόσα ακόμα να σου πω,
Ίσως τα άργησα πολύ
Κι Εσύ κουράστηκες να περιμένεις
Και το φτωχό, το κλάμα το πικρό,

Τις τύψεις που εγώ θα κουβαλώ
Εσύ, μαζί τις παίρνεις.
Βουβό το κλάμα πια δεν ωφελεί
Ίσως εμένα να λυτρώσω προσπαθώ,

Απ΄ όλα αυτά που έπρεπε, κι όμως,
Ίσως δεν μπόρεσα για να σου δώσω
Τι κι αν προσπάθησα τόσες φορές
Αδέξια πάντα να αρθρώσω.

Δεν ξέρω, αγνοώ, αν την καρδιά Σου
Μπόρεσα κάποτε ν' αγγίξω,
Και τώρα τη σεπτή θωριά Σου

μες στη δική μου την καρδιά θα κουβαλώ.

Και ενοχές για όλα αυτά που Σου χρωστώ
Την παρουσία που σου στέρησα
Μάνα δικιά μου.


Παρασκευή 14 Μαρτίου 2008

Α΄ Χαιρετισμοί απόψε


ΠΡΩΤΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Πάλλευκες και μοβ
Πρώτων Χαιρετισμώνε
οι βιολετούλες

προς Εκείνην που
σύγκορμη πήρε Φωτιά
και δεν εκάη.


Ποίημα: π. Π.Κ.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2008

Στιγμιότυπα από την "Ομιλία" του Μπανάτου

Καθώς λήγει η Καρναβαλική περίοδος, πραγματοποιήθηκε σήμερα το απόγευμα στο ευρύχωρο και φιλόξενο πλάτωμα της Παναγούλας μας αποκριάτικη εκδήλωση, μ' επίκεντρο μιαν "Ομιλία", μια παράσταση δηλαδή λαϊκού θεάτρου, για «ξεφάντωμα των φίλων».

Για τους μη Ζακυνθίους φίλους μας, αναφέρουμε επιγραμματικά, ότι το παραδοσιακό αυτό είδος θεατρικής έκφρασης συγγενεύει εξ αίματος με το Κρητικό Θέατρο και την Commedia dell'arte. Στις τζαντιώτικες "Ομιλίες" , σύμφωνα με την Παράδοση, λαμβάνουν μέρος μόνον άνδρες, οι οποίοι παίζουν και τους γυναικείους ρόλους, ως εκ τούτου μάλιστα προκαλείται πολύ γέλιο και ιδιαίτερο κέφι.

Η φετινή "Ομιλία" του Μπανάτου, ποίημα της Μιμίκας Σταμίρη υπό τον τίτλο "Ο Προξενητής", παίχτηκε από ερασιτέχνες συγχωριανούς μας κυρίως, αλλά και από άλλους δημότες του Δήμου Αρκαδίων, ο οποίος σημειωτέον είχε την ευθύνη της όλης διοργάνωσης.

Το πρόγραμμα συμπεριελάμβανε παραδοσιακούς χορούς από το χορευτικό συγκρότημα "Υακίνθη" και φαγοπότι.

Ακολουθούν χαρακτηριστικά φωτογραφικά στιγμιότυπα από τον φακό του Πορφύρη.











Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

Βλέμματα νυκτικά των Αγίων




Έχετε προσέξει ποτέ τις ματιές των Αγίων, που μάς υποδέχονται μόλις εισέλθουμε σ' έναν ναό; Έχετε εμβαθύνει στο βλέμμα τους; Μάς πάνε κατευθείαν στα εσώτατα δρώμενα και μάς ωθούν να σκάψεουμε βαθιά, πολύ βαθιά στην ψυχή μας, ώστε να εξωτερικεύσουμε απολυτρωτικά και αναστάσιμα τον κρυπτόμενο εκεί μέσα τραυματία ή και νεκρό Εαυτό μας.

Οι παραπάνω στιγμές, που αποτύπωσε φωτογραφικά ο Ιωάννης-Πορφύριος Καποδίστριας, αποτελούν λεπτομέρειες αγιογραφικών πινάκων από τους ναούς της Ενορίας μας και αποτυπώνουν αυτές τις συγκλονιστικές ματιές, οι οποίες ταυτόχρονα θέλγουν κι ελέγχουν, γοητεύουν και κατανύσσουν, προσκαλούν και παρηγορούν!...

Όποιος έχει μάτια, βλέπει! Διότι, όπως χαρακτηριστικά έχει πει ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, "υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι. Εκείνοι που βλέπουν, εκείνοι που βλέπουν όταν τούς δείχνουν κι εκείνοι που δεν βλέπουν."

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Ο κύριος Καθηγητής

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Με την ευκαιρία του τόσο ωραίου αφιερώματος στον αλησμόνητο Χρήστο Ρουσέα, σκέφτηκα να μοιραστώ μαζί σας μια θύμηση μου που έχει να κάνει με τον Χ. Ρουσέα.
Δεδομένου ότι το συγκεκριμένο περιστατικό έλαβε χώρα στο κτίριο του προσεισμικού Γυμνασίου Ζακύνθου, και ότι η σχολική χρονιά του 1953 με βρήκε στη Β΄ Γυμνασίου, τότε μιλάμε αναμφισβήτητα, για το 1952. Εν τάξει, προϊστορική εποχή για πολλούς από εσάς, αλλά τι να κάνουμε, κυλά γοργά ο χρόνος, τόσο γοργά, που πριν το καταλάβετε, το 2008 θα φαίνεται... προϊστορικό σε κάποιους άλλους.

Μια και τα βρήκαμε λοιπόν χρονολογικά, ήμουν στην Α΄ Γυμνασίου, δειλή, συνεσταλμένη και αδέξια όσο δεν γίνεται, ιδιαίτερα στην Καλλιτεχνία, μολονότι αρκετά καλή στα φιλολογικά μαθήματα. Γραμμή ίσια δεν μπορούσα να τραβήξω, ούτε και με χάρακα... Kι εκεί, στραβή έβγαινε.
Είχα την τύχη να έχω Καθηγητή στο συγκεκριμένο μάθημα, τον κύριο Ρουσέα. Τον βλέπαμε όλοι κι όλες με δέος, δεν ήταν μικρό πράγμα να έχεις καθηγητή έναν τόσο διάσημο άνθρωπο όπως ο κ. Ρουσέας! Στα παιδικά και άγνωρα μάτια μας, φάνταζε γίγαντας και τρέμαμε μπροστά του, όχι από φόβο (ήταν πολύ ήπιος άνθρωπος), αλλά από θαυμασμό!
Εκείνη την ημέρα, αρχή της σχολικής χρονιάς, ανάθεσε σε όλη την τάξη να ζωγραφίσουμε φρούτα, ένα μήλο, ένα αχλάδι, ένα πορτοκάλι. Είμαστε πάνω από 60-70 κορίτσια-αγόρια στην τάξη, ήταν βλέπεις το μοναδικό Γυμνάσιο, τότε, στο Νησί. Επειδή ήταν το τελευταίο μάθημα της ημέρας, μας επέτρεψε να παραδίνουμε την κόλλα μας τελειώνοντας και να φεύγουμε.
Κόντευε να αδειάσει η αίθουσα μέχρι που έμεινα ολομόναχη, ντροπιασμένη, δεν ήξερα πια πού και πώς να κρυφτώ, αφού όλοι είχαν φύγει, χωρίς να έχω καταφέρει άλλο από ένα «μήλο», όπου μόνο με θαύμα ή αν πήγαινες στην χαρτορίχτρα θα σου έβρισκε, ότι όντως επρόκειτο για μήλο! Κάποτε βαρέθηκε να με περιμένει και με φώναξε να πάω στην έδρα με το χαρτί μου. Σηκώθηκα φοβισμένη, πλησίασα στην έδρα, αλλά δεν τολμούσα να του παραδώσω το χαρτί, όπως μου ζήτησε. Τελικά, δεν είχα επιλογή, του δίνω το χαρτί και με πολύ φιλικό τρόπο με ρώτησε, γιατί δεν έφτιαξα όλα τα φρούτα.
-Δεν μπορώ κύριε καθηγητά.
Κατέβηκε από την έδρα, έβαλε προστατευτικά το χέρι του στον ώμο μου και, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω στα μάτια, με γλυκύτατο ύφος μου είπε:
-Διονυσία μου, εγώ είμαι γέρος πια κι εσύ παιδί. Όμως, θέλω να σου πω κάτι απλό, πολύ απλό και θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το ξεχάσεις ποτέ, ούτε κι όταν μεγαλώσεις: Στη ζωή, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει μόνο δεν θέλω. Αν θέλεις, μπορείς.

Ας μην βαρύνει το χώμα που τον σκεπάζει. Όντως είχε δίκιο...
Όχι μόνο δεν ξέχασα ποτέ τα λόγια του, όχι μόνο δεν έπαψα ποτέ να τα επαναλαμβάνω σε άλλους, στα παιδιά μου, στους μαθητές μου, παντού αναφερόμενη ονομαστικά στον Χρήστο Ρουσέα, τον τότε καθηγητή μου, αλλά επιπλέον, τα εφάρμοσα και εφαρμόζω πάντα.
Ευλογημένος να είσαι κύριε καθηγητά! Δεν σε ξέχασα ποτέ και ποτέ δεν έπαψα να σε μνημονεύω.

[Η φωτό, που συνοδεύει το κείμενο, αποτελεί λεπτομέρεια μεγαλύτερης φωτογραφίας από παρέλαση μαθητών στην προσεισμική Ζάκυνθο. Αρχείο π. Π.Κ.]

Κυριακή 2 Μαρτίου 2008

Αξιοπρόσεκτα έργα σιδηρουργικής τέχνης στο Κοιμητήριο του Μπανάτου

Φωτογραφίζει και γράφει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας


















Μπορεί για πολλούς ένα Κοιμητήριο ν' αποτελεί κάτι το μακάβριο ή να θέλουν να το σπρώξουν ως ιδέα και πραγματικότητα στο περιθώριο της σκέψης, όμως όλοι πρέπει να έχουμε κατά νου ότι στον ιερό αυτόν τόπο της αιώνιας κατοικίας των προσφιλών μας προσώπων έχουν αναπτυχθεί σπουδαία και αξιοπρόσεκτα έργα τέχνης, είτε γλυπτικής, είτε σιδηρουργίας, όπως στην περίπτωση της Ζακύνθου.

Ήδη ο ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και Ζακυνθινός ερευνητής Διονύσης Ζήβας, στο μνημειώδες βιβλίο του Ζακυνθινά αρχιτεκτονικά σύμμικτα, [Αθήναι 1976, σ. 35-38 και 57-101], έχει μετ' επιστήμης πολλής αναφερθεί στο πολύ ενδιαφέρον θέμα των σιδερένιων σταυρών και κιγκλιδωμάτων του Νοτίου Κοιμητηρίου της πόλης της Ζακύνθου.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όλα τα Κοιμητήρια της Ζακύνθου, εννοείται και στο Μπανάτο. Η αλήθεια είναι ότι στα νεότερα χρόνια η λεπταίσθητη αυτή τέχνη έχει εκλείψει εντελώς, καθώς το ακατέργαστο και κιτσάτο μάρμαρο έχει αντικαταστήσει τη μεγαλοπρεπή απλότητα των σιδερένιων σταυρών-κομψοτεχνημάτων. Ουδείς τούς προτιμά πια, γι' αυτό και ουδείς εργάζεται αυτή την τέχνη. Εμείς όμως είπαμε να τους αναδείξουμε από τον ιστότοπό μας. Αυτούς, τουλάχιστον, που έχουν διασωθεί. Διότι, σταδιακά εξαφανίζονται, κλεμμένοι μάλλον από κάποιους επιτήδειους μες από τον αφύλακτο χώρο του Κοιμητηρίου μας, για την διακόσμηση των επαύλεών τους...

Κλείνουμε αυτό το σύντομο κατατοπιστικό σημείωμα, με χαρακτηριστικά λόγια του ειδικού επί του θέματος Διονύση Ζήβα: "Αν θέλαμε να δώσουμε ένα γενικότερο μορφολογικό χαρακτηρισμό στους ζακυνθινούς σταυρούς, νομίζω πως θα τους αποκαλούσαμε νεοκλασικούς. Ωστόσο είναι φανερό, πως, αν και ανήκουν σ' αυτήν ακριβώς την εποχή του νεοκλασικισμού, ορισμένες αναμνήσεις του μπαρόκ που ανεπτύχθη με τόση ένταση στα Επτάνησα, είναι εξ ίσου φανερές. Δεν θα ήταν άλλωστε δυνατό να συμβεί και διαφορετικά. Όσο για το ύφος τους, θάλεγα πως μια αβρότητα συγκινητική είναι γενικά διάχυτη στα σχήματά τους, μια χάρη, ένας κάποιος ρομαντισμός που τονίζεται από τις εύκαμπτες καλογραμμένες καμπύλες που συνοδεύουν το άκαμπτο και αυστηρό σχήμα του σταυρού και συχνά το συνεπαίρνουν, αφαιρώντας του κάτι από τη σκληρότητα που η μορφή και η έννοιά του περιέχουν."

Σάββατο 1 Μαρτίου 2008

Ιερέας ΣΠΥΡΙΔΩΝ Δ. ΜΟΥΣΟΥΡΑΣ (1905-1980)

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Ο μακαριστός ιερέας Σπυρίδων Δ. Μούσουρας γεννήθηκε στην Κουκουναρία Ζακύνθου το 1905.

Στις 14 Μαρτίου 1937 χειροτονήθηκε Διάκονος υπό του μακαριστού Μητροπολίτου Ζακύνθου Χρυσοστόμου Α΄ (Δημητρίου), στην πόλη της Ζακύνθου και στις 25 του ιδίου μηνός χειροτονήθηκε ιερέας. Αργότερα, αναγνωρίζοντας το ήθος και την προσφορά του στην Εκκλησία, του απένειμε το οφίκιο του Μεγάλου Οικονόμου-Σταυροφόρου.

Ενορία για την οποία εξελέγη αρχικώς, ήταν η Αγία Τριάδα στην πόλη. Με την κήρυξη του πολέμου, μετατίθεται στην ενορία Χουρχουλιδίου-Κουκουναρίας, όπου υπηρέτησε μέχρι το 1945 οπότε πήρε μετάθεση για την ενορία Ζωοδόχου Πηγής στην Μπόχαλη. Εκεί εφημέρευσε μέχρι το 1956, οπότε μετετέθη στην ενορία Αγίου Χαραλάμπους, στην πόλη Ζακύνθου. Μετέπειτα, μετετέθη στην ενορία Μουζακίου, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε.

Μετά τη συνταξιοδότηση του, μετέβη οικογενειακώς στην Αθήνα, όπου με πρωτοβουλία του τότε Ηγουμένου Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομου Συνετού της Μονής Πεντέλης, νυν Μητροπολίτου Ζακύνθου, ιερουργούσε στην Αγία Δύναμη, το εκκλησάκι δηλαδή επί της οδού Μητροπόλεως, το οποίο υπάγεται στη Μονή Πεντέλης.

    Το 1980, ανήμερα των ονομαστηρίων του, 12 Δεκεμβρίου, και αφού είχε λειτουργήσει το πρωί και δεχτεί τις εγκάρδιες ευχές του ευσεβούς εκκλησιάσματος καθώς και των πολυπληθών του φίλων από το Υπουργείο Παιδείας, που βρισκόταν τότε ακριβώς δίπλα στο εκκλησάκι, περιστοιχιζόμενος από την οικογένεια του, άφησε την τελευταία του πνοή.

Άφησε πίσω την πρεσβυτέρα Χρυσή, και τα τρία του παιδιά, Αδαμαντία, Διονυσία και Διονύσιο μετά των οικογενειών τους.

Ο χαμός του άφησε δυσαναπλήρωτο κενό, όχι μόνο στην οικογένεια του, αλλά και σε όλους όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά.

Ήταν άνθρωπος με μεγάλη μόρφωση και καλλιέργεια, ο οποίος αγαπούσε τη μελέτη και φρόντιζε πάντα να βελτιώνεται. Πολυγραφότατος, δημοσίευε κείμενα θρησκευτικού / κοινωνικού περιεχομένου στις τοπικές εφημερίδες. Άφησε μεγάλο γραπτό έργο Εκκλησιαστικής Μουσικής, όχι μόνο Βυζαντινής, αλλά και του Ζακυνθινού Εκκλησιαστικού Ιδιώματος, δεδομένου ότι ήταν ένας από τους ελάχιστους που το κατείχαν απόλυτα.

Το 1955-56 μετέβη και παρέμεινε στη Μονή Πεντέλης με άλλους επιλεγμένους ιερείς από όλη την Ελλάδα για ειδική εκπαίδευση ως εξομολόγος.

Είχε δίπλωμα Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής και ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος. Πλείστοι όσοι Ζακυνθινοί έπαιρναν τον ανήφορο της Μπόχαλης, για ν’ ακούσουν τους Χαιρετισμούς και τα εγκώμια της Μεγάλης Εβδομάδας από τον παπά-Μούσουρα.

Πάρα πολλοί από τους ιεροψάλτες και μετέπειτα ιερείς, είχαν μαθητεύσει Εκκλησιαστική Βυζαντινή αλλά και Ζακυνθινή Μουσική στον παπά-Μούσουρα. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, δίδαξε Βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική στο Γυμνάσιο Ζακύνθου.

Ήταν άνθρωπος και ιερέας αγαπητός σε όλους. Άκακος σαν μικρό παιδί, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, με έναν καλό λόγο για όλους και με ανεξάντλητο χιούμορ που όλοι επεδίωκαν τη συμβουλή και συντροφιά του όπου πάντα πρόσφερε με μεγάλη προθυμία και απλοχεριά.

Η φωτογραφία, που συνοδεύει το παραπάνω κείμενο, προέρχεται από το Οικογενειακό Αρχείο ιερέα Μούσουρα και απεικονίζει τον μακαριστό παπα Σπύρο με την παπαδιά του Χρυσή, το 1969.