e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Σάββατο 18 Απριλίου 2009

Η Ανάσταση ως Δρόμος, μονόΔρομος

Γράφει ο π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

Εν μέσω πολλών και ποικίλων κλυδωνισμών του εντός κι εκτός βίου μας, γιορτάζουμε ήδη την ημέρα της Λαμπρής, το πανηγύρι της Χαράς: Την εκ νεκρών έγερση του Θεού και Λόγου ή, με άλλους λόγους, τη νίκη της αγαπώσης (αν κι εσταυρωμένης) Ζωής έναντι της φθοράς και του θανάτου!

Αναστάσιμοι χαιρετισμοί προφέρονται κατά κόρον, ομολογώντας ότι «Χριστός εγήγερται», η όλη φύση και τα χρώματά της συμπανηγυρίζουν ορθανοίγοντας αναπνοές στις απλωσιές του φωτός, μια και όλα τριγύρω -κτιστά και άκτιστα, νοούμενα και υπονοούμενα, ορώμενα και αθέατα- νιώθουν ότι το «γλυκύ έαρ» θριαμβεύει πάλι και πάλι!

Το αισθητήριο του Διονυσίου Σολωμού έχει αποτυπώσει την καινή αυτή πραγματικότητα με δύναμη λόγου θεοπρεπούς:


Kαθαρότατον ήλιον επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ' ουρανού σε κανένα από τα μέρη·
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ' αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.

Θα στρουθοκαμηλίζαμε όμως ανεπίτρεπτα, εάν λησμονούσαμε, ότι έξω και πέρα από την αναστάσιμη εκδοχή, την οποία βιώνουμε όλοι οι συσσωματωμένοι στην Εκκλησία, ο κόσμος μας διάγει περίοδο έλλειψης του χαμόγελου, ανασφάλειας και πένθους εσωτερικού. Όλα τα σχήματα που εμπιστεύθηκε αποδείχθηκαν ά-σχημα και πεπερασμένα, καχεκτικά κι εν πολλοίς δύσοσμα... Συχνά πυκνά και η πολυθρυλούμενη πνευματικότητα των Χριστιανών αποδείχθηκε κουφότητα ή και παραπλάνηση... Αλλά και αυτός ο σύγχρονος άνθρωπος, συχνά από-χωρισμένος από τον ίδιο τον εαυτό του, βιώνει έναν ιδιότυπο αυτοδιχασμό, απόρροια βίαιης αποκόλλησης από την όντως Ζωή…

Η ανάμνηση των Παθών και της Ανάστασης της κατεξοχήν Ζωής μπορεί (και πρέπει) να σημάνει επιστροφή στην Αυθεντικότητα. Ο θάνατος του Χορηγού της Ζωής δεν ήταν τέρμα - κατάληξη, αλλ’ αγωγός προς την ανανέωση όλων των σαπισμένων ανθρώπινων υποθέσεων, απόδυση των πολλαπλών προσωπείων, έτσι ώστε να διαφανεί επιτέλους το Πρόσωπο, χάριν του οποίου -σε τελική ανάλυση- χύθηκε το Αίμα του Θεανθρώπου, το αθώο. Μετά το υπερφυές γεγονός της Ανάστασης διαθέτουμε πλέον την δυνατότητα της επανάκτησης του αμαυρωμένου μας πολιτεύματος. Η Ελπίδα δεν είχε ολότελα καταλυθεί από τους ρύπους της αποστασίας. Μπορεί λοιπόν να ξαναγίνει σχεδία διάσωσης προς την αντάμωση με τον Αναστημένο. Το «μη μου άπτου» -τολμώ να πω- δεν μας αφορά. Εμείς μπορούμε, όχι μονάχα να Τον αγγίξουμε, αλλά κυρίως και πάνω απ’ όλα, ν’ αλληλοπεριχωρηθούμε αγαπητικά σ’ ένα Σώμα, σ’ ένα Αίμα, νοιώθοντας στα μύχια της ύπαρξης την ευεργετική θωπεία της πρωινής δροσιάς της «μιάς των σαββάτων»!

Δεν είμαστε απόκοσμοι ή περιπατητές στα σύννεφα. Γνωρίζουμε τους ταλανισμούς που προσθέτουν στη ζωή μας τα προβλήματα, λιγοστεύοντάς την ολοένα… Όμως, εφόσον βιώνουμε τη χάρη της Χαράς, εφόσον αναπνέουμε το χνότο του Αναστημένου, είμαστε υποχρεωμένοι να ξοδέψουμε το βίωμα δίχως τσιγγουνιές προς πάσα κατεύθυνση. Τούτο σημαίνει, ότι θ’ αφήσουμε τριγύρω μας δίχως φειδώ, να ρεύσει πνεύμα Ανοχής, Καταλλαγής, Συγχωρητικότητας, Καλοσύνης. Ο βίος μας εξελίσσεται συχνά σε κατάσταση αβίωτη και η νύχτα των λαθών δείχνει κάποτε αξημέρωτη... Όμως, υπό το πρίσμα της Ανάστασης, «νυν πάντα πεπλήρωται φωτός» και το σκοτάδι δεν είναι τόσο δα πυκνό, όσο θα επιθυμούσε ο αρχαίος Εχθρός. Γνωρίζουμε, ότι πάλι θα σκοντάψουμε από πνευματική καχεξία ή αστοχία, θα πέσουμε μάλιστα και θα ματώσουμε, όμως η δυνατότητα της Ανάστασης είναι Δρόμος – εντέλει μονόΔρομος!!!


Με αυτές τις σκέψεις ανασύρω ξανά στίχους του ιερομονάχου της Ποίησής μας Διονυσίου του Σολωμού, ο οποίος, κατά τρόπον ευθύβολο, θεολογεί ποιητεύοντας:

Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί, μεγάλοι, ετοιμαστείτε·
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτείτε·
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
ομπροστά στους Αγίους και φιληθείτε·
φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη,
πέστε
Χριστός Ανέστη εχθροί και φίλοι.

Η Εξομολόγηση

Γραμμένο από τον Δάσκαλο Νικ. Χ. Κοντονή

Ήταν παραμονή του Πάσχα. Εφημέριος στο Μπανάτο ήταν ο Πατέρας μου, ο παπα-Μπάμπης. Εμείς τα παιδιά ετοιμαζόμαστε με δέος και πίστη να κοινωνήσουμε την ημέρα του Πάσχα. Έπρεπε όμως να πάμε να εξομολογηθούμε. Περιμέναμε λοιπόν καμιά δεκαριά παιδοβόλια στο προαύλιο της Παναγούλας να βρεθεί κάποιο κενό, από εξομολογούμενους, για να μπούμε και μεις στην εκκλησία, για να εξομολογηθούμε. Κάποια στιγμή λοιπόν, που μπόρεσε ο παπάς, μας κάλεσε όλους μέσα στην εκκλησία. Μας έβαλε στη σειρά και άρχισε να μας ρωτά διάφορα έναν-έναν με σειρά.
«Ακούς τους γονείς σου; Κάνεις την προσευχή σου; Λες ψέματα; Κάνεις κακές πράξεις; Ακούς τη Δασκάλα σου; Διαβάζεις τα μαθήματά σου; Ορκίζεσαι; Βλαστημάς;»
Αυτές ήταν οι συνηθισμένες ερωτήσεις με το μέρος μας, λέγοντας και κάποιο θείο και φοβισμένο ψεματάκι.
Όλα μάς τα συγχωρούσε ο παπάς και Πατέρας μου. Ήταν όμως αυστηρός, σε όσα παιδιά δεν άκουγαν ή στενοχωρούσαν τους γονείς τους και τη δασκάλα τους και ακόμη αυστηρότερος σε όσα βλαστημούσαν. Τα περισσότερα αμαρτήματά μας τα ήξερε βέβαια ο πνευματικός μας. Γιατί ό,τι γινόταν στο χωριό ταξίδευε με μεγάλη ταχύτητα κι έτσι είχε για τον καθένα γνώση των πράξεών μας ο Παπάς μας.
Εξομολογήθηκε λοιπόν ο πρώτος, ο δεύτερος και ο τρίτος και ήλθε η σειρά του τέταρτου, που συν τοις άλλοις, ήταν και λίγο βλάστημος. Αφού του έγιναν οι παραπάνω ερωτήσεις, τού έγινε και η πιο σημαντική:

- Βλαστημάς; 
- Ε, καμιά φορά,απάντησε το παιδί. 
- Και τι βλαστημάς; τον ρώτησε ο Παπάς. 
- Ε, Δέσποτά μου, ρίχνω καμία Παναγία και κάνα Χριστό. 

Δεν πρόλαβε να τελειώσει και δέχτηκε από το βαρύ χέρι του Παπά ένα γερό χαστούκι. Τότε, λες κι είμαστε όλα τα παιδιά συνεννοημένα, αρχίσαμε να τρέχουμε κι άλλα βγαίναμε από τη βορεινή πόρτα της εκκλησίας, που τότε αυτή ήταν η κυρία είσοδος και άλλα από την πόρτα, που βλέπει προς το νεκροταφείο. Ακόμα και σήμερα, όταν θυμάμαι αυτή την εξομολόγηση, γελάω με την ψυχή μου, με τον τρόπο που φύγαμε από την εκκλησία.
Μοιάζαμε σαν μια φλότα τρυγόνια, που δέχτηκε το σμπάρο του κυνηγού. Το Πάσχα όμως όλοι κοινωνήσαμε από το χέρι του Παπα-Μπάμπη. Αυστηρός ήταν, αλλά μας αγαπούσε, κι εμείς, όσοι ακόμη υπάρχουμε, τον θυμόμαστε και μιλάμε όμορφα γι’ αυτόν.

Gloria (Πρώτη Ανάσταση) και Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου

Πρώτη πρωινή ώρα του Μ. Σαββάτου στο Μπανάτο











Επιτάφιες ωδές και βαθιά κατάνυξη

Μεγάλη Παρασκευή 2009 στο Μπανάτο