e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

H Μουριά (που μ' έμαθε να γράφω με μελάνι)


Γραμμένο από τον Δάσκαλο Νικ. Χ. Κοντονή


Στο Δημοτικό Σχολείο της εποχής μου, όταν φθάναμε στην Δ΄ Τάξη, έπρεπε να γράφουμε με μελάνι. Ήμουν λοιπόν μαθητής της Δ΄ Τάξης το σχολικό έτος 1947-48. Λίγο μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δύστυχα χρόνια, μαύρα κι αγέλαστα. Φτώχια και πείνα. Πού να βρεθούν τα χρήματα,για μελάνι…

Έλα όμως που η αντιγραφή (ένα μικρό κομμάτι από τι μάθημα της Ανάγνωσης) έπρεπε να είναι γραμμένη στο σχετικό τετράδιο, συνήθως δωδεκάφυλλο με μελάνι... Με τη δασκάλα μας, τα χρόνια εκείνα, δεν παίζαμε. Η εντολή της ήταν Νόμος, που έπρεπε να εκτελεστεί. Από πριν τελειώσω την Γ’ τάξη, σκεφτόμουν πώς θ’ αποκτήσω μια ξύλινη πέννα, που στην άκρη της βάζανε ένα πενάκι ή Χ ή της χήνας (έτσι λέγονταν γιατί στο επάνω μέρος τους είχαν ή το γράμμα Χ ή μια χήνα χαραγμένη,που αυτό ήταν καλλίτερο για την καλλιγραφία) κι ένα μικρό μπουκάλι με μελάνι.

Την πέννα τη βρήκα σχετικά εύκολα σ’ ένα συρτάρι του Πατέρα μου, μαζί μ’ ένα μελανοδοχείο της εποχής εκείνης, σχήματος κύβου, με σχετικά ευρύχωρο στόμιο, για να μπαινοβγάζω την πέννα, όταν θα τη βουτούσα στο μελάνι, για να γράψω την αντιγραφή μου.Το κακό όμως ήταν ότι μελάνι δεν υπήρχε. Τη λύση στο πρόβλημά μου την έδωσε μια μεγάλη στο ύψος και ηλικία μουριά, που υπήρχε στην αυλή του πατρικού μου σπιτιού.

Αυτή η μουριά έκανε μαύρες μούρες. Παιδάκι τότε εγώ ανέβαινα τα καλοκαίρια έκοβα μούρες, έτρωγα όσες ήθελα και μετά έφτιαχνα, με κάποιο μεγάλο φύλλο χωνάκι, το γέμιζα και το χάριζα στη Μάνα μου ή στην αδελφή μου την Κούλα, που πολύ αγαπούσα. Οι μούρες αυτές όμως έβαφαν πάρα πολύ, εάν ο χυμός τους ερχόταν σ’ επαφή με τα δάκτυλα ή και με τα ρούχα. Όσο κι αν πρόσεχα, πάντα ή λίγο ή πολύ θα λερωνόμουν. Αυτή η παρατήρηση με οδήγησε στη σκέψη, απ’ αυτές τις μούρες να φτιάξω το πρώτο μου μελάνι. Αφού μάζεψα, όσες νόμιζα ότι μου αρκούν,τις έστυψα με το χέρι μου σ’ ένα κουβαδάκι και μετά με το σουρωτηράκι του χαμομηλιού πήρα τον καθαρό χυμό τους.Τον έβαλα στο μελανοδοχείο κι έκαμα την πρώτη μου δοκιμή στο γράψιμο. Ήθελα να είμαι έτοιμος την ώρα που θ’ άνοιγαν τα Σχολεία κι εγώ θα ήμουν πλέον μαθητής της Δ΄ Τάξης.

Δύο πράγματα δεν ξέχασα ποτέ: Την χαρά μου, που απόχτησα μελάνι και ‘κείνο τ’ όμορφο χρώμα του, που μ’ άρεσε πολύ.
Ίσως επειδή ήταν και δικής μου κατασκευής.