e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Τα παιχνίδια ενός παιδιού της γερμανοϊταλικής κατοχής

Γραμμένο από τον Δάσκαλο Νικ. Χ. Κοντονή

Εκείνα τα φτωχά και φοβισμένα χρόνια του 1940 και μετά, τα καλά και αγοραστά παιχνίδια, για τα παιδιά, ήταν άπιαστο όνειρο.

Σαν παιδιά όμως έπρεπε να παίξουμε κι ας είμαστε και πεινασμένα. Τόπος παιχνιδιού μας συνήθως ήταν το Πλάτωμα της Παναγούλας, η Ράχη της Φανερωμένης και όλοι οι δρόμοι του Μπανάτου.


Τα παιχνίδια, που παίζαμε πολύ, γιατί σ’ αυτά χρειάζονταν μόνο πόδια και μυαλό, ήταν το κυνηγητό, η αμπάριζα, η τόκα (μια πλακόπετρα όρθια, που με μια αμάδα έπρεπε από μακρία να την χτυπάμε και να την ρίχνουμε κάτω, αμάδα = μικρότερη στρογγυλή ή περίπου τετράγωνη πέτρα σκληρή), το κρυφτό.


Μπάλα βέβαια δεν υπήρχε. Μεγάλη υπόθεση ήταν, αν κάποιος είχε τόπι. Συνήθως όμως δεν υπήρχε ούτε και το τόπι. Έτσι, για να παίξουμε ποδόσφαιρο, φτιάχναμε μόνοι μας, από κουρέλια μια σφαίρα, σαν κουβάρι, το δέναμε, όσο μπορούσαμε καλύτερα γύρω-γύρω με σπάγκους κι όσο κρατούσε.


Φτιάχναμε, πάντα μόνοι μας, κι έτσι δημιουργούσαμε, μύλους με σκουλικάρες ή με καλάμι και στις άκρες των ακτίνων τους, για πτερύγια, βάζαμε, από παλιές τράπουλες φύλλα, που τα κόβαμε στη μέση. Πολλές φορές, σ’ αυτούς τους μύλους βάζαμε και ανεμολόγιο. Συνήθως τούς τοποθετούσαμε γερά πάνω στις καλύβες, που έφτιαχναν οι γονείς μας, για τον καλοκαιρινό ύπνο του μεσημεριού και της νύχτας. Θυμάμαι τον απαλό και μονότονο θόρυβο, που έκανε ο μύλος κι ήταν σα νανούρισμα.


Πολύ αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν και ο χαρταετός, που κι αυτόν τον φτιάχναμε μόνοι μας. Θυμάμαι ότι, τα μπακάλικα του χωριού, όταν ερχόταν το καλοκαίρι, έφερναν χρωματιστές κόλλες χαρτί, γι’ αυτή τη δουλειά. Η κόλλα, θυμάμαι, που χρειαζόταν για να κολλάμε τα χαρτιά, ήταν και αυτή φτιαγμένη από εμάς ή από αλεύρι με νερό ή από την κόλλα της αμυγδαλιάς.


Βέβαια δεν είναι δυνατό να γράψω όλα τα παιχνίδια που φτιάχναμε. Ήταν τόσα πολλά: Καλαμένια τουφέκια, καλαμένια πιστόλια, καλαμένια άλογα (το καβαλούσαμε, όχι μουρλοφαντασμένα, το καλάμι), ανεμόμυλους, πεντόβολα, βάρκες με χαρτί, που ταξίδευαν, όσο μπορούσαν, στους μεγάλους τράφους του Μπανάτου με τις πρώτες βροχές, καπέλα χάρτινα, μάσκες χάρτινες, σκαούνες, σφεντόνες, τόξα και βέλη καλαμένια και άλλα, που η φαντασία μας γεννούσε.


Τ’ αγόρια, έστω με αυτά τα φτωχά μέσα, μπορούσαμε και κατασκευάζαμε διάφορα και πολλά είδη παιχνιδιών. Εκεί όμως που ήταν πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα ήταν για τα κορίτσια. Αρκούνταν σε κάποιες κούκλες, που έφτιαχναν συνήθως μ’ ένα λεπτό καλαμάκι, που το έντυναν με κουρελάκια, για να σχηματίσουν το σώμα, που μετά το έντυναν με τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια, που έραβαν μόνες τους. Έπαιζαν ακόμη γκιούστρο και σχοινάκι, το γνωστό και σήμερα. Μη νομίζετε, ότι ήταν μόνο αυτές οι κατασκευές των παιχνιδιών μας, αλλά το σημείωμα αυτό δεν έχει σκοπό να τ’ αναφέρει όλα, αλλά όσο είναι δυνατό να περιγράψει, πόσο ίδρωνε η ψυχή μας, για να φτιάξουμε ένα παιχνίδι που στο τέλος θα έδινε χαρά και ικανοποίηση σ’ αυτή την ιδρωμένη ψυχή.