e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Οι προηγούμενοι τρεις Διονύσιοι Ιεράρχες της Ζακύνθου. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Γ' ο ΠΛΑΙΣΑΣ (14.9.1852-15.12.1933)

[Αναδημοσίευση από το βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, Ζακυνθινοί Επίσκοποι στον Κόσμο, εκδ. Ιεράς Μητροπόλεως Ζακύνθου, 2004, σσ. 66-73]


          Διονύσιος (κατά κόσμον Δημήτριος) Πλαίσας τοῦ Ἀναστασίου καί τῆς Ἀναστασίας γεννήθηκε στό χωριό Κούκεση (σήμερα Καλλιθέα) τῆς Ζακύνθου στίς 14 Σεπτεμβρίου 1852, ἀπό εὔπορη οἰκογένεια καί βαπτίστηκε στίς 2 Νοεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους. Τά πρῶτα γράμματα διδάχτηκε ἀπό τόν πατέρα τῆς μητέρας του Ἱερέα Ἰωάννη Γκοῦσκο, ἀλλά καί ἀπό τούς εὐλαβέστατους Ἱερομόναχο Παΐσιο Κόμη, Ἱερέα Πέτρο Πλαίσα καί ἄλλους.

          Ἔχοντας ἀπό πολύ νωρίς τήν κλίση πρός τά θεῖα καί τήν ἱερωσύνη, παρά τίς ἀντιρρήσεις τοῦ πατέρα του πού τόν προόριζε νά κληρονομήσει τά πολλά κτήματά του, εἰσῆλθε ὁ ἔφηβος Δημήτρης στίς 15 Ἀπριλίου 1870 ὡς δόκιμος Μοναχός στή Μονή Στροφάδων καί Ἁγίου Διονυσίου, ποθώντας τόν βίο τῆς αὐταπάρνησης καί τῆς ἄσκησης, παράλληλα μέ τήν καλλιέργεια τοῦ ἀνήσυχου πνεύματός του μέ ὅλο καί περισσότερη παιδεία.
          Μετά τά ἐγκύκλια μαθήματα, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1876 μετέβη στήν Ἀθήνα γιά νά σπουδάσει. Τόν ἀμέσως ἑπόμενο Νοέμβριο ἐκάρη Μοναχός ἀπό τόν πνευματικό πατέρα καί προστάτη του Ἱερομόναχο Σεραφείμ Μπάστα, λαμβάνοντας τό ὄνομα Διονύσιος. Στίς 15 Ἰανουαρίου 1881 κατέστη "Προλύτης τῆς Θεολογίας" καί ἄρχισε νά κηρύττει στή Ζάκυνθο. Τό Νοέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους, μέ ὑποτροφία τῆς Μονῆς του, μετέβη  στή Γερμανία γιά εὐρύτερες σπουδές στά Πανεπιστήμια τοῦ Μονάχου καί τοῦ Βερολίνου, ὅπου ἄφησε ἐποχή, μαθητεύοντας πλάι σέ διάσημους τῆς ἐποχῆς Καθηγητές καί Ἱεροκήρυκες. Ὄντας ἐπιδεκτικός ὅλο καί ποιοτικότερης μόρφωσης, κατόρθωσε νά ὁμιλεῖ ὀκτώ γλῶσσες· λατινικά, ἑβραϊκά, γαλλικά, ἀγγλικά, γερμανικά, ἰταλικά, ρωσικά καί ἱσπανικά.

          Ὑποδιάκονος καί Διάκονος χειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ζακύνθου Διονύσιο Β' τόν Λάτα στή Μονή τῆς Μετανοίας του τό Σάββατο τοῦ Λαζάρου, 16 Μαρτίου 1884 καί Πρεσβύτερος μετά ἀπό λίγες μέρες, τή Μεγάλη Πέμπτη, 21η τοῦ ἴδιου μήνα, στόν Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Νικολάου τῶν Ξένων.  Τό Δεκέμβριο τοῦ 1885 μετέβη στήν Ἀθήνα, ὅπου τόν ἑπόμενο Ἰούνιο (1886) ἔδωσε ὑφηγητικές ἐξετάσεις καί στίς 10 Σεπτεμβρίου 1886 ἀναγορεύτηκε Ὑφηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
          Ἦταν ἀναμενόμενο ν' ἀναλάβει καθηγητική Ἕδρα στό Ἐθνικό Πανεπιστήμιο, ἀλλά τόν Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους προσκλήθηκε στό Λονδίνο, γιά ν' ἀναλάβει ἐφημεριακά καθήκοντα στήν ἐκεῖ ἑλληνορθόδοξη παροικία. Πρίν ἀναχωρήσει, στίς 3 Νοεμβρίου 1886, ἔλαβε ἀπό τόν Λάτα τό δικαίωμα τοῦ ἐξομολογεῖν μαζί μέ τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη. Στήν ἀλλοδαπή παρέμεινε ὥς τό τέλος τοῦ 1894, ἐπιδεικνύοντας πρός τό ποίμνιο τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ Λονδίνου ἀγάπη καί ποιμαντική εὐαισθησία. Γι' αὐτήν ἀκριβῶς τήν προσφορά τόσο καλῶν ὑπηρεσιῶν στήν ἀπαιτητική ἐκείνη θέση, τό Φεβρουάριο τοῦ 1894 τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ Ἀργυροῦς Σταυρός τῶν Ἱπποτῶν τοῦ Βασιλικοῦ Τάγματος τοῦ Σωτῆρος.  

          Μέ τόν τρίτο βαθμό τῆς Ἱερωσύνης περιβλήθηκε τήν Κυριακή, 20 Νοεμβρίου 1894, γιά ν' ἀρχιερατεύσει στή γενέτειρά του, διαδεχόμενος τόν Γέροντά του Διονύσιο Β' τόν Λάτα. Στή χειροτονία του ἔλαβαν μέρος ὅλα τά Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, δηλαδή οἱ ἑξῆς πέντε Ἀρχιερεῖς: Ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν καί Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Γερμανός,Μεσσηνίας Πανάρετος,Ὕδρας καί Σπετσῶν Ἀρσένιος, ὁ Τριφυλίας καί Ὀλυμπίας Νεόφυτος καί ὁ Νάξου Γρηγόριος. Ἡ ἐνθρόνισή του ἔγινε, δόξῃ καί τιμῇ, στίς 13 Δεκεμβρίου 1894. Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐκδαπανήθηκε γιά τέσσερις συναπτές δεκαετίες ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του. Ἀξίζει νά γίνει μνεία τῆς πρωτοβουλίας του γιά συλλογή χρημάτων, ὥστε νά οἰκοδομηθεῖ περικαλλής Ναός τοῦ Πολιούχου Ἁγίου Διονυσίου, ἀλλά καί ἡ  Ἔκκλησή του ὑπέρ συστάσεως "Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς Σχολῆς"[1].
          Ἐβίωσε παράλληλα, συμμετέχοντας ἐνεργά, σπουδαῖα γεγονότα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰώνα καί μάλιστα τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Διχασμοῦ. Ἀπό τόν Μάρτιο τοῦ 1917 ὥς τόν Νοέμβριο τοῦ 1918 ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν ἕδρα του, ἐπειδή δέν συνέπνευσε μέ τό ἐπαναστατικό κίνημα τοῦ Σεπτεμβρίου 1916. Ἐπισκοπική Ἐπιτροπή ἀνέλαβε τότε τήν ἐποπτεία τῆς Ζακύνθου, σύμφωνα μέ ἀπόφαση τῆς Συνέλευσης τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Θεσσαλίας. Τά πράγματα ὅμως γιά τόν Ἱεράρχη διορθώθηκαν ἀργότερα, τότε πού ἡ Κυβέρνηση Βενιζέλου ἐγκαταστάθηκε στήν Ἀθήνα καί ὁ Διονύσιος συντάχτηκε μέ τή νέα κατάσταση. Συμμετέσχε μάλιστα στό ἐκκλησιαστικό Δικαστήριο πού καταδίκασε τούς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι σχετίζονταν οὕτως ἤ ἄλλως μέ τό "ἀνάθεμα" ἐναντίον τοῦ Βενιζέλου. Ἔλαβε ἐπίσης ἐνεργό μέρος στή Σύνοδο τοῦ 1920, ἡ ὁποία θεώρησε ἀντικανονικά τά φερόμενα ὡς Ἀνώτατα Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια τοῦ 1917 καί 1919 καί ἐπανέφερε τόν Ἀθηνῶν Θεόκλητο καί τούς λοιπούς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι τότε καθαιρέθηκαν ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ. Συμμετεῖχε ἐπίσης (ὡς Μητροπολίτης πλέον, μετά τήν πρόσφατη προαγωγή ὅλων τῶν Ἐπισκοπῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σέ Μητροπόλεις) καί στή Μείζονα Σύνοδο τῆς 30ῆς Δεκεμβρίου 1922, ἡ ὁποία ἔλυσε μέ σοφία καί διαλλακτικότητα τά ἐκκλησιαστικά πράγματα τῆς περασμένης ἀνώμαλης καί διχαστικῆς περιόδου, πού σημάδεψε γιά πάντα τόν Ἑλληνισμό μέ τραγικότατη κορύφωση τή Μικρασιατική Καταστροφή.    

          Ὅσον ἀφορᾶ στά ζακυνθινά πράγματα, ὁ Πλαίσας θέλησε νά προσδώσει αἴγλη κι ἐπισημότητα στήν τιμή τοῦ Πολιούχου Ἁγίου Διονυσίου. Πρός τοῦτο, τό 1904, ὄντας καί Συνοδικός, μέ ἐγκύκλιό του κάνει γνωστό ὅτι ἔχει καθορίσει δύο κατ' ἔτος ἡμέρες, τήν 24η Αὐγούστου καί 17η Δεκεμβρίου, γιά νά λιτανεύεται τό Σεπτό Σκήνωμα τοῦ Ἁγίου. Συνέστησε μάλιστα στήν Κυβέρνηση, νά πληροφορήσει τό λαό τοῦ τότε Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος περί τῶν ἑορτασμῶν αὐτῶν, ἀποστέλλοντας καί τόν Πολεμικό Στόλο κατά τό προηγούμενο τῆς Τήνου.
          Ἀξιώθηκε, ἐξάλλου, νά δεῖ τόν σημερινό Ναό τοῦ Πολιούχου νά ὀρθώνεται σιγά-σιγά, γιά νά στεγάσει τόν Οἰκεῖο τῶν Ζακυνθινῶν Γέροντα τοῦ Ἄμμου. Τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς, 27ης Σεπτεμβρίου 1931, πάνω σέ ψηλή ἐξέδρα στή μέση τοῦ ἐργοταξίου, τέλεσε τά ἐγκαίνια τῆς ἔναρξης "τοῦ Σιδηροπαγοῦς Σκελετοῦ τῆς Οἰκοδομήσεως τοῦ Νέου Ναοῦ", μέ τή συμμετοχή τῶν Ἀρχῶν καί χιλιάδων λαοῦ, πού ἀσφυκτικά συνωστιζόταν τριγύρω. Ἐκφώνησε μάλιστα συγκινημένος ἐμπνευσμένο "Πανηγυρικό", πού δημοσιεύτηκε τότε αὐτοτελῶς.

          Πέθανε στήν Ἀθήνα, ὅπου βρισκόταν ὡς Συνοδικός, στίς 15 Δεκεμβρίου 1933. Ὁ Δ. Χ. Στραβόλεμος, ἐπιχειρώντας μιάν ἀντικειμενική θεώρηση τοῦ Ἱεράρχη, γράφει, ὅτι "Ἦταν τίμιος, εὐγενής, ἠθικός, ἐνάρετος, σοφός, ἀξιοπρεπής, καλός πατριώτης καί σοβαρός, ἀλλά ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἡ Ἐκκλησία τῆς Ζακύνθου δέν ἐπέδειξε κανένα ζῆλο προσφορᾶς ἀγαθῶν ἔργων πρός τό σύνολο. Ὁ Δεσπότης εἶχε κλεισθῆ στόν ἑαυτό του καί τηροῦσε αὐστηρά τό πρωτόκολλο τῆς στενῆς γραμμῆς. Τά ἔθιμα καί τίς παραδόσεις τοῦ τόπου ἐσεβάσθη καί μετά σχολαστικότητος τίς ἐτήρησε, ὅπως τίς παρέλαβε ἀπό τόν προκάτοχό του ἀρχιεπίσκοπο Λάτα".

          Δημοσιευμένα ἔργα του εἶναι:
1.      "Παράστασις τῆς Θ. Λειτουργίας κατά τήν Κ. Διαθήκην", (Διατριβή ἐπί ὑφηγεσίᾳ), Ἐν Ἀθήναις 1886.
2.      "Λόγος Πανηγυρικός ἐκφωνηθείς ὑπό τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Διονυσίου Πλαίσα, ἐν τῷ ἐν Λονδίνῳ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῷ Ναῷ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τῇ 10/22 Ἰανουαρίου 1888, ἑορταζομένης τῆς Ἑκατονταετηρίδος τοῦ μεγάλου φιλέλληνος Λόρδου Βύρωνος". Στήν ἑλληνική καί ἀγγλική γλώσσα, ἐν Λονδίνῳ 1888.
3.      "Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ζακύνθου", Ἱστορική Μελέτη στό "Πανηγυρικόν Τεῦχος ἐπί τῇ ἑκαονταετηρίδι ἀπό τῆς γεννήσεως τοῦ Ἐθνικοῦ Ποιητοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ",  Ἐν Ἀθήναις 1902, σ. 532-541.
4.      "Πανηγυρικός ἐκφωνηθείς Κατά τήν Ἔναρξιν τοῦ Σιδηροπαγοῦς Σκελετοῦ τοῦ Νέου Ναοῦ τοῦ Πολιούχου ἡμῶν Ἁγίου Διονυσίου", Τύποις: Ἀδελφῶν Σαρρῆ, Ἀθήνησι 1931, σ.σ. 12 καί
5.      Ἄλλες πραγματεῖες καί δημοσιεύματα διάφορα σέ περιοδικά.

Πηγές:
·         Ἀρχεῖα Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ζακύνθου.
·         Λ.   Χ.   Ζ ώ η,   "Διονύσιος Ἀ. Πλαίσας, ἀρχιμανδρίτης καί πνευματικός ποιμήν τῆς ἐν Λονδίνῳ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Κοινότητος", Περιοδικό Αἱ Μοῦσαι,  Ἐν Ζακύνθῳ 1 Σεπτεμβρίου 1893,  ἔτος β', ἀριθμ. 25, σ. 2-4.
·         (Ἀ ν ω ν ύ μ ο υ), "[εἴδηση ἀπό τήν] Ἀρχιεπισκοπή Ζακύνθου", "Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια· Σύγγραμμα Περιοδικόν" Κωνσταντινουπόλεως 24 (1904) 113.
·         'Ε π ι σ κ ό π ο υ   Τ α λ α ν τ ί ο υ   Β α σ ι λ ε ί ο υ   'Α τ έ σ η,  Ἐπίτομος Ἐπισκοπική Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τοῦ 1833 μέχρι σήμερον, Ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον Ἀθανασίου Θ. Πουντζᾶ,  Ἐν Ἀθήναις 1948, τ. 1, 123 ἑξ.
·         "Αἱ Συνοδικαί Ἐγκύκλιοι· Ἐκδιδόμεναι ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπί τῇ 100ῇ περιόδῳ τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς", Ἐκ τοῦ Τυπογραφείου τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1956, τ. 1 (1901-1933), 365, 370 καί 404 ἑξ..
·         Λ ε ω ν ί δ α   Χ.   Ζ ώ η,   Λεξικόν Ἱστορικόν καί Λαογραφικόν Ζακύνθου, Ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου, Ἀθῆναι 1963, τ. 1, 184 καί 534 ἑξ.
·         Σ π υ ρ.   Ν.   Ἀ β ο ύ ρ η,   [σχετικό λῆμμα], ΘΗΕ, Ἀθῆναι 1965, τ. 5, 47 ἑξ.
·         Ἄ ν ν α ς   Π λ α ί σ α   Ἀ ν τ ω ν ο π ο ύ λ ο υ,   Ζάκυνθος ἡ πολυαγαπημένη, Ζάκυνθος 1977, σ. 167-169.
·         Δ ι ο ν υ σ ί ο υ   Χ.   Σ τ ρ α β ό λ ε μ ο υ,   Ὁ Ἀργολίδος Χρυσόστομος ὁ Β' (Δεληγιαννόπουλος)· Βίος καί προσφορές του, Ἐκδ. Χριστιανικῆς Ἀδελφότητος Ἄργους Ἡ "Ἁγία Μακρίνα", Θεσσαλονίκη 1985, σ. 35.
·         Δ η μ.   Σ.   Κ ο ρ ι α τ ο π ο ύ λ ο υ,   Ἀπ' ὅσα θυμοῦμαι, Ἀθῆναι 1999 (β' ἔκδοση συμπληρωμένη), σ. 116-118.
·         Ἀ ρ χ ι μ α ν δ ρ ί τ ο υ   Ἀ ν δ ρ έ α   Ν α ν ά κ η   (νῦν Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου, Καστελίου καί Βιάννου), "Ἀρχιερεῖς Ζακύνθου στόν πρῶτο αἰώνα μετά τήν ἐκκλησιαστική ἀφομοίωση τῆς Ἑπτανήσου", Ἀνάτυπο ἀπό τόν α' Τόμο τῶν Πρακτικῶν τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου "Ἅγιοι καί ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες στή Ζάκυνθο" (Ζάκυνθος 6-9.11.1997), Ἀθῆναι 1999, σ. 58-60. 


[1]  Ἐν Ζακύνθῳ τῇ 1 Ἰανουαρίου 1896, ἡμίφυλλο, τύποις Σ. Ν. Καψοκεφάλου.