e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

Το Πρόγραμμα του Πανηγυριού στο Μπανάτο

Κατά την ερχόμενη εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, ημέρα κατά την οποία εορτάζει ο Ιερός Ενοριακός Ναός ΠΑΝΑΓΟΥΛΑΣ ΜΠΑΝΑΤΟΥ, θα πραγματοποιηθεί με κάθε επισημότητα το πατροπαράδοτο Πανηγύρι μας.
Καλούμε τους απανταχού Συντοπίτες και Φίλους να μας τιμήσετε με τη χαρά της παρουσίας Σας, σύμφωνα με το ακόλουθο Πρόγραμμα της Εορτής:

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΤΕΛΕΤΩΝ

Πέμπτη, 14.8.2008
8 βράδυ: Ο επίσημος Εσπερινός με τα Εγκώμια
μπροστά στον Επιτάφιο της Παναγίας.

Παρασκευή, 15.8.2008
7.30 πρωί: Ο Όρθρος με Αρτοκλασία.
9 πρωί: Η πανηγυρική Θεία Λειτουργία.
7.30 απόγευμα: Ο Μικρός Παρακλητικός Κανόνας προς την Παναγία.
8.15 βράδυ: Η μεγαλοπρεπής Λιτάνευση της Σεπτής Εικόνας της ΠΑΝΑΓΟΥΛΑΣ, Προστάτιδος και Πολιούχου της περιοχής.

Μια επιπλέον μαρτυρία από τη μετασεισμική Ζάκυνθο


[Με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο λάβαμε σήμερα από την καλή μας συγχωριανή και μόνιμη αναγνώστρια του Πολυπεριοδικού μας Λάνα Καντιάνη (πρόκειται περί ψευδωνύμου), η οποία ζει κι εργάζεται στις Η.Π.Α., μιαν επιπλέον μαρτυρία, την προσωπική της δηλαδή εμπειρία, από τη μετασεισμική Ζάκυνθο, ένα χρόνο μετά τη Μεγάλη Καταστροφή του 1953. Ευχαρίστως δημοσιεύουμε το πολύ ενδιαφέρον αυτό κείμενο παρακάτω.
π. Π.Κ.]

Ήταν εκείνο το πρωινό, ένα χρόνο μετά από την καταστροφή τση Ζάκυθος, τον Αύγουστο του 1954, που με το καράβι, ταξιδεύοντας από τον Πειραιά όλη νύχτα, ο μακαρίτης πατέρας μου κι εγώ μικρή τότε, κατεβήκαμε κοιτάζοντας με φρίκη γύρω. Θυμάμαι τον πατέρα μου, που έκλαιγε και σκούπιζε τα μάτια του με την ανάποδη του χεριού του.
-Ω, κακομοίρα Ζάκυθο, παραμιλούσε κι έκανε τον σταυρό του.

Κρατώντας με από το χέρι, περπατούσαμε στην προκυμαία μέσα στις λάσπες και ανάμεσα από χερόκαρα με άλογα, που τα φοβόμουν όπως τα έβλεπα με τις παρωπίδες στα μεγάλα τους μάτια και ένα σακούλι κρεμασμένο από τα αυτιά τους, που έτρωγαν βρώμη, όπως μου εξήγησε ο πατέρας, ενώ πήγαινα πολύ κοντά του, γιατί τα φοβόμουν.
-Μη σκιάζεσαι, δε σε πειράζουνε παιδάκι μου, μου έλεγε.

Είδα δυο πέτρες ολόμαυρες, σα να τις είχαν περάσει με πίσσα, δίπλα στη σκάλα του καραβιού, λες και ήθελαν με την βουβή τους παρουσία να δείξουν στους ταξιδιώτες τη συμφορά που ήταν απλωμένη με μαύρα σάβανα παντού. Ω, πόση, μα πόση εντύπωση μου έκαμαν αυτές οι πέτρες, έτσι που αν και εφτά χρόνων τότε, στα μάτια μου ανέβηκαν δάκρυα κι έσταζαν από το σαγόνι μου.

Ο πατέρας μού έσφιγγε το χέρι και μου έλεγε:
-Σώπα παιδάκι μου, σε λίγο θάρθει ο μπάρμπας σου με το κάρο και θα φύγουμε από δω. Θα μας πάει στο χωριό, στη θεια σου με τα παιδιά.

Το κάρο δε φάνηκε πουθενά κι εγώ με τον πατέρα μου περπατήσαμε ως την Καμάρα, έξω στο ποτάμι, στο Σούπερ Μάρκετ Βερόπουλου σήμερα. Περπατούσαμε ώρες ως το μεσημέρι. Δεν υπήρχαν δρόμοι και σκαρφάλωναν όλοι, για να περάσουν από τα ερείπια, το ίδιο κι εμείς.
Μια γυναίκα που ήξερε τον πατέρα μου, η Πηγή, έτσι την έλεγαν, είχε μαγέρικο στο ποτάμι και όταν μας είδε, αμέσως μας πήγε μέσα σε μια παράγκα, μας έβαλε να φάμε βραστό κρέας με ζυμωτό ψωμί. Έκλαιγε κι έλεγε στον πατέρα μου πώς γλίτωσε από τα ερείπια του Ανωγιού, που έμενε. Όμως η μάνα της σκοτώθηκε.

Κοίταζα από το παράθυρο έξω, να δω τον μπάρμπα, που δεν τον γνώριζα.
-Ένα κάρο, πατέρα, στάθηκε, είπα και πήγα στην πόρτα. Ήταν ο μπάρμπας μου. Δεν θα ξεχάσω, πώς αγκαλιάστηκαν με τον πατέρα μου.
-Είσαι καλά αδερφέ, είσαι καλά; του έλεγε.
-Ναι, δόξα σοι ο Άγιος Διονύσιος, και το παιδί ο Τάκης είναι πολύ καλύτερα, θα το ιδείς. Η κακή ώρα και την ώρα του σεισμού επάτιαμε σταφύλια. Εκείνο ήτανε απάνου στο λινό και όπως έπεσε με το κεφάλι κάτου, ήταν μια καρέκλα ανάποδα, και το πόδι τση τού εμπήκε στο κεφάλι. Άσε, τι ετραβήξαμε εγώ και η μάνα του, να το πάμε στην Πάτρα. Έκαμε ο Άγιος και γλίτωσε.

Ανεβήκαμε στο κάρο επιτέλους, αφού χαιρετήσαμε την κυρα Πηγή, που με φίλησε και μου έδωσε ένα σταφύλι, και ξεκινήσαμε για το χωριό. Προσωπικά, θα το έβλεπα για πρώτη φορά, αφού οι γονείς μου με πήραν από εκεί μόλις 40 μερών, τότε που μετακόμισαν στην Αθήνα.
Μα κι εκεί ερείπια ήταν παντού. Σπίτια πεσμένα, ξύλα σπασμένα, παράγκες, ρούχα κρεμασμένα από τα δέντρα, το ίδιο κι ένα μεγάλο σακούλι με καρβέλια ψωμί. Ο μπάρμπας φοβόταν, ότι θα κάνει και άλλο σεισμό, έλεγε η θεια μου, και από τότε το ψωμί το θέλει νάναι έξω από την παράγκα, το ίδιο κι ένα θεόρατο ρογί με λάδι, μαζί μ’ ένα μαλαθούνι μαύρες αλατιστές ελιές.

Γύρω, θυμάμαι, ήταν η σκεπή πεσμένη και οι τοίχοι μαύροι και γκρεμισμένοι. Στεκόταν σε πείσμα του σεισμού κοντά στα ανώφλια το σπίτι της κουμπάρας της θειας μου, που πήγαμε να πάρουμε νερό από το πηγάδι της. Το πατρικό του πατέρα μου ήταν γκρεμισμένο κι εκείνος το κοίταζε με μάτια βουρκωμένα, το ίδιο και ο μπάρμπας μου...

Αυτές οι αναμνήσεις έχουν βαθιά χαραχτεί στη μνήμη μου από την πρώτη γνωριμία μου με την γενέτειρά μου, την αγαπημένη μου Ζάκυνθο, ένα χρόνο μετά τον εφιάλτη που έζησε. Τώρα, όταν την επισκέπτομαι, περπατάω στην ίδια προκυμαία, όπως τότε κι ευχαριστώ τον Θεό και τον Άγιό μας, που δείχνει όμορφη, προστατευόμενη από τη Χάρη Τους.

Lana Kantiani (Usa)