e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Όνειρο δεμένο στο μουράγιο της αντοχής

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Αλήθεια, έχετε σκεφτεί πόσα μα πόσα συσσωρεύονται στο σπίτι μας σε κάθε δωμάτιο, ντουλάπι, συρτάρι, με την πάροδο του χρόνου; Ανεξάρτητα πόσο μικρό ή πολύ μεγάλο σπίτι έχουμε, έρχεται στιγμή που κοιτάζοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο κι από χώρο σε χώρο, ακόμα και στον κήπο ανεξαρτήτως μεγέθους, διαπιστώνουμε πως δεν υπάρχει ελεύθερη πιθαμή να τοποθετήσουμε κάτι ή να φυτέψουμε μια παπαρούνα, ή να προσθέσουμε μία γλάστρα! Είμαι σίγουρη, ελάχιστοι άνθρωποι ή και καθόλου δεν έχουν μετακομίσει τουλάχιστον δύο ή τρεις φορές στο διάστημα της ζωής τους! Αν πεις δε και για εμάς τους μετανάστες, άσε, τόσες πολλές, ων ουκ έστιν αριθμός!
Ας παραμερίσουμε για λίγο, πόσες φορές μπορεί να είχαμε ήδη μετακομίσει μέχρι που ήρθε η ώρα του φευγιού. Εκείνη η μετακόμιση του φευγιού, ήταν σπαραγμός ψυχής. Αφού διαλύεις στην κυριολεξία ολόκληρο το νοικοκυριό σου, ανεξάρτητα τι έχεις και πόσα έχεις κι αφήνεις πίσω ή μοιράζεις, αν μένεις σε ενοίκιο, τα πολύτιμα για σένα υπάρχοντά σου, που με θυσίες και μόχθο είχες αγοράσει. Τι να χωρέσει μια βαλίτσα, άντε δύο; Ακόμα κι εμείς που ήρθαμε με το καράβι, δεν μπορούσαμε να πάρουμε παρά ένα μέτριο προς το μικρό μπαούλο και μια-δυο μέτριες βαλίτσες κι αυτό γιατί ήρθαμε τέσσερα άτομα οικογένεια.
Τι να πάρεις μαζί σου και τι ν' αφήσεις πίσω; Πόσα να στριμώξεις μέσα σε μικρό μπαούλο, που το βάρος του δεν έπρεπε να ξεπερνάει συγκεκριμένο αριθμό κιλών; Άντε τα λίγα ρούχα που διέθετες, λίγα ασπρόρουχα, σεντόνια κουβέρτες, πετσέτες, για το ξεκίνημα και -το πολύ- λίγα πολύτιμα θυμητάρια. Απαραίτητες τότε λίγες ιερές εικόνες. Κι όλοι ανεξαιρέτως, μια εικόνα από τον Άγιο ή την Αγία που λατρευόταν στον τόπο του! Φρόντισα και πήρα μια μικρή εικόνα του Αγίου Διονυσίου και μια της Χρυσοπηγής, καθώς και όλες τις φωτογραφίες που διέθετα. Δικές μου νεανικές, με δικούς, φίλους και γείτονες, σχολικές με αγαπημένους καθηγητές και συμμαθητές. Καθώς και οικογενειακές, εκείνες τις λίγες που διέθετε ο καθένας. Γιατί τότε, το να βγάλεις φωτογραφία ήταν μεγάλο πράγμα, αφού από ελάχιστοι μέχρι κανείς δεν διέθετε φωτογραφική μηχανή, ακόμα και «στιγμιαίες» σε φωτογράφο στοίχιζαν πολύ για το βαλάντιο μας!
Οπωσδήποτε, ερχόμενοι εδώ, στήσαμε το πενιχρό μας νοικοκυριό, όπως το επέτρεπαν οι συνθήκες στην αρχή. Με την πάροδο του χρόνου και με πολύ σκληρή δουλειά, βελτιώθηκε κατά πολύ το βιοτικό μας επίπεδο, αγοράσαμε σπίτι, λίγα χρόνια μετά αγοράσαμε άλλο καλύτερο, μετέπειτα ακόμα καλύτερο κι αργότερα καλύτερο και μεγαλύτερο αφού με παιδιά κι εγγόνια πλήθαινε η φαμελιά και χρειαζόμαστε μεγαλύτερους εσωτερικούς κι εξωτερικούς χώρους!
Κάθε φορά που μετακομίζαμε, παίρναμε μαζί μας σχεδόν τα πάντα, μας πονούσε να τα πετάξουμε, σκεπτόμενοι με τι θυσίες αγοράσαμε το κάθε τι. Και βέβαια, όλο κι αγοράζαμε καινούρια για το νέο σπίτι και όχι μόνο! Όλο και κάτι καινούριο, πιο μοντέρνο βρίσκαμε για το νοικοκυριό μας, εξοπλισμό κουζίνας, έπιπλα, σπιτικό ρουχισμό, από ασπρόρουχα μέχρι παπλώματα κ.λπ. Κι αν πεις για τα ατομικά μας ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ κι άλλα, άντε και να βρεις άκρη τι γίνεται. Συν τα δώρα από φίλους και γνωστούς, όπου συνήθως, επιλέγονται βάση του γούστου αυτής που τα αγοράζει, αφού συνήθως, οι γυναίκες φροντίζουν για τα δώρα, μαζεύεις ένα σωρό ετερόκλητα πράγματα ή ακόμα χειρότερα προσωπικά δώρα που δεν σου αρέσουν, αλλά για συναισθηματικούς λόγους, τα κρατάς!
Πιο συχνά ταξίδια πίσω στην πατρίδα, όπου κι από κει κουβαλούσαμε ό,τι κι όσα μπορούσαμε, άλλα που αγοράσαμε εμείς, άλλα μικρά ή μεγάλα που μας πρόσφεραν αγαπημένοι μας, πολλά από τα οποία, ως συνήθως, με τα δώρα, δεν μας άρεσαν ή δεν ταίριαζαν στο περιβάλλον αν ήταν για το σπίτι, αλλά ούτε συζήτηση να τα ξεφορτωθούμε! Ιερά κειμήλια, θύμησες ακριβές από άτομα αγαπημένα, πώς να τα αποχωριστείς. Και δώστου γέμιζαν συρτάρια και ντουλάπια κι όλο τα στριμώχναμε να χωρέσουν, αλλά ποτέ δεν πετάξαμε τίποτα.
Όσο για εμάς που αγαπάμε το διάβασμα, όλο το σπίτι γεμάτο βιβλία! Μιλώντας με την αδελφή μου στο τηλέφωνο, πρόσφατα, της θύμισα ότι, προσπαθώντας να «καθαρίσω» κάτι ντουλάπια, βρήκα ένα πατρόν για φούστα, που εκείνη μου πήρε τα μέτρα κι έκοψε σε χαρτί ελληνικό που κάτι είχε τυλίξει, όταν ήρθε στη Μελβούρνη τη δεκαετία του '80! Βέβαια, ήταν και το άλλο. Το αιώνιο όνειρο του γυρισμού, όπου όλο κι αγοράζαμε και τα βάζαμε στην άκρη, για την ευλογημένη ώρα που θα φεύγαμε… για πάντα!
Πολλοί, αποκτήσαμε και παραθαλάσσιο εξοχικό, φυσικά κι εκεί στήσαμε ολόκληρο νοικοκυριό. Νοικοκυριό, που ατάκτως διαλύσαμε, όταν κάποιοι από εμάς αποφασίσαμε να το πουλήσουμε.
Με την πάροδο του χρόνου, όλο και ξεθώριαζε το όνειρο για μόνιμη επιστροφή. Κι αρχίσαμε να σκεφτόμαστε για δεύτερο νοικοκυριό, για τον πλήρη και τέλειο εξοπλισμό, του σπιτιού που αφήσαμε, όσοι είχαμε, πίσω στην πατρίδα, ώστε όταν θα βγαίναμε στη σύνταξη, να περνάμε έξι μήνες εκεί έξι εδώ, χωρίς να χρειάζεται να κουβαλάμε μαζί μας τίποτα. Μερικοί, αξιώθηκαν να υλοποιήσουν αυτό το όνειρο!
Όσες δε, είχαμε κόρες, δεν αγοράζαμε τίποτα για εμάς κι ας είμαστε τότε νέες και ωραίες ακόμη, που πολλά στερηθήκαμε στα νιάτα μας λόγω συνθηκών. Έτσι, πότε με δόσεις πότε μετρητοίς, όλο και αγοράζαμε ασπρόρουχα ακριβά και κουβέρτες για την «προίκα τους». Κεντούσαμε ό,τι βάλει ο νους και πλέκαμε με το βελονάκι άλλα τόσα, στον ελεύθερο χρόνο που δεν είχαμε! Και το μπαούλο όλο γέμιζε. Κι εμείς καμαρώναμε που αξιωθήκαμε να έχουμε έτοιμα για το κορίτσι μας τόσα ωραία πράγματα, που πιθανόν δεν είχαμε εμείς, ώστε όταν έρθει η ώρα με το καλό, να τα έχουμε έτοιμα.
Μα φτιάχναμε όμορφα εργόχειρα και για τα αγόρια μας! Να βρει κάτι κ' η νύφη! Μετέπειτα, κάναμε το ίδιο για τα εγγόνια μας! Και υφαίναμε το όνειρο της αντοχής, το ποτίζαμε με τη δύναμη της υπομονής κι εκείνο, δεμένο εκεί, όλο και περίμενε… Κι όλο γέμιζε το σπίτι και περνούσαν τα χρόνια. Και μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν τα κορίτσια μας και τα αγόρια μας. Και, φυσικά, τα μπαούλα με τα προικιά και τα κεντίδια έμειναν γεμάτα στη θέση τους. Άλλη νοοτροπία, άλλες συνήθειες, άλλη μόδα, άλλα γούστα τα παιδιά μας. Μα ούτε και τα ρούχα τους δεν πήραν, ούτε καν τα περισσότερα από τα προσωπικά τους αντικείμενα, εκεί στο κοριτσίστικο και παιδικό δωμάτιο έμειναν. Άσε που τα περισσότερα, μετέπειτα, μας κουβαλούσαν κι ό,τι ήθελαν να ξεφορτωθούν από τα δικά τους σπίτια! Κι έκαναν παιδιά, που εμείς τα φροντίσαμε για χρόνια, στήνοντας κούνιες για να κοιμούνται, όχι μόνο την ημέρα, αλλά και τα πολλά βράδια που μένανε μαζί μας και ντουλάπια με τα ρούχα για εδώ, ώστε να μην πηγαινοέρχονται τα ρούχα. Και οι κούνιες γίνανε μονά κρεβάτια και τα ρούχα όλο και περίσσευαν γιατί μεγάλωναν γρήγορα και το σπίτι γεμάτο από τα παιχνίδια τους κάθε ηλικίας! Και μεγάλωσαν και τα εγγόνια! Σχολεία, σπορ, ενδιαφέροντα δικά τους… Πού να περισσέψει χρόνος για τη γιαγιά και τον παππού… Όλα τους τα υπάρχοντα όμως εκεί, για να τα βλέπουμε και να θυμόμαστε τα όμορφα χρόνια που τα είχαμε συνέχεια εδώ κι αντηχούσε το σπίτι από τις φωνούλες και τα παιχνίδια τους.
Και τα χρόνια πέρασαν, όπως πάντα περνούν χωρίς να περιμένουν και χωρίς να γνοιάζονται για σένα, που όλοι σιγά-σιγά σε αφήνουν πίσω. Τα παιδιά και τα εγγόνια που έχουν δική τους ζωή κι υποχρεώσεις πια, αλλά κι οι φίλοι που όλο λιγοστεύουν. Πολλοί έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας και δεν μπορούν να κυκλοφορούν άνετα, ούτε οδηγούν πλέον. Είναι κι εκείνοι που έφυγαν που όλο πλήθαιναν… Κι έμειναν τα πολλά σερβίτσια τα «καλά» που δεν έβγαιναν στο πρόχειρο, καθημερινό τραπέζι, αλλά τα φυλάγαμε για τις επίσημες μέρες, για όταν είχαμε ξένους! Τώρα πια, τις επίσημες μέρες, οι περισσότεροι τις περνούν μόνοι κι όσο για «ξένους», πού να βρεθούν πια… Και τα κρυστάλλινα ποτήρια, τα φανφουρένια πιάτα, οι ακριβές πιατέλες, τα κουταλοπήρουνα τα «καλά», έμειναν έρημα στα ντουλάπια να μαζεύουν σκόνη κι αράχνες. Στριμωγμένα και ξεχασμένα. Μα και τα κατσαρολικά κ.λπ. στην κουζίνα που πιάνουν τόσο χώρο, άχρηστα πια κι αυτά. Πόσες κατσαρόλες χρειάζονται δυο άτομα κι αργότερα ένα; Πόσα σερβίτσια, πόσα τραπεζομάντιλα, πόσες πετσέτες της κουζίνας, του προσώπου, του μπάνιου;
Κι έρχεται αναπόφευκτα η στιγμή που αποφασίζουμε να επιστρέψουμε, όχι στις ρίζες μας, αργά πια, αλλά να μετακομίσουμε σε μικρότερο σπίτι ή σε διαμέρισμα, ώστε να μειωθούν τα έξοδα συντήρησης, να μπορούμε να το κουμαντάρουμε καλύτερα και πολλές φορές να πάμε πιο κοντά στα παιδιά μας, όσοι είμαστε τυχεροί κι έχουμε κόρη, στην κόρη μας, τότε μόνο «βλέπουμε» τι έχει μαζευτεί στο σπίτι! Ιδιαίτερα, όταν φύγει ο ένας από το ζευγάρι και μείνει μόνο ένας, πώς να φέρει ζάφτι τόσο μεγάλο σπίτι και πώς να πληρώνει τους υπέρογκους λογαριασμούς;
Έρχεται ο Κτηματομεσίτης για να εκτιμήσει το σπίτι και ν΄ αναλάβει την πώληση και το πρώτο που συνήθως σου λέει είναι: You have to de-clutter! Τουτέστιν, να αδειάσεις, να πετάξεις, δικό σου θέμα, όσα περισσότερα μπορείς ώστε το σπίτι να φαίνεται για σπίτι, σπιτικό κι όχι χώρος αποθήκευσης! Και τώρα, από πού αρχίζεις; Τι πετάς και τι αφήνεις; Κάπου εκεί, σε χτυπάει η πραγματικότητα και σε μαστιγώνει η αλήθεια…
Όμως, στο γραφείο μου επάνω, υπάρχει από το 2013, ένα χρωματιστό, μισογεμάτο, κουτί με χαρτομάντιλα. Ετοιμάζοντας τη βαλίτσα της επιστροφής στη Μελβούρνη, τότε, βλέποντας το, δεν άντεξα να το αφήσω πίσω. Το είχαμε αγοράσει μια μέρα μαζί με άλλα ψώνια, με τα αγαπημένα μου ξαδέλφια Κατερίνα και Μανώλη που έμενα σπίτι τους, από σουπερμάρκετ στη χώρα. Μα ούτε κι εδώ τόσα χρόνια το άγγιξα. Στην ίδια θέση μένει… και υπάρχει πάντα άλλο για χρήση, εκεί δίπλα.
Το Μεγάλο Όνειρο της επιστροφής, ουτοπία πια... Μα κι αυτό του διπλού σπιτικού, ένα εδώ, ένα στην πατρίδα, που τάχα για πολλά χρόνια θα πήγαινες έξι μήνες το χρόνο... Όνειρο δεμένο στο μουράγιο της αντοχής… Γιατί αντέξαμε, αντέξαμε να το νανουρίζουμε στον κόρφο τρυφερά μια ολόκληρη ζωή. Αυτό το όνειρο ήταν που μας έδινε κουράγιο και παρηγοριά για να αντέξουμε και να μην λυγίσουμε!
δ.μ.