e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η Ομιλία του Αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου κ. Χρυσοστόμου Β΄ στη Σύναξη των Ορθοδόξων Προκαθημένων εν Φαναρίω

  Φανάρι, 6 Μαρτίου 2014  
Φωτορεπορτάζ: Νικόλαος Μαγγίνας



Πιστεύω πως εκφράζω το κοινό συναίσθημα όλων, λέγοντας πως κάθε επίσκεψή μας στην Κωνσταντινούπολη συνιστά μιαν ιδιαίτερη ευλογία για μας. Ακόμα και για τις Εκκλησίες της πρώτης χιλιετίας, που δεν έχουμε σχέση θυγατρός προς μητέρα με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά σχέση αδελφών, η παρουσία μας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ευαισθητοποιεί τις λεπτότερες χορδές της καρδιάς μας.

Κατανοούμε πως στην Πόλη αυτή αλλά και σε πόλεις της άμεσης δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως συνήλθαν όλες οι Οικουμενικές Σύνοδοι. Εδώ κατωχυρώθη το δόγμα της Εκκλησίας∙ εδώ εθριάμβευσεν η Ορθοδοξία∙ εδώ κατηργήθη η πλάνη.

Αισθανόμαστε και σήμερα τη σκέπη της Υπερμάχου Στρατηγού να εφαπλούται επί την Πόλιν και τους πιστούς της. Αναμιμνησκόμαστε πλήθους θεοσημειών. Μεταρσιωνόμαστε από την αίσθηση της παρουσίας νέφους αγίων Ιεραρχών, Ομολογητών και Νεομαρτύρων, που αγίασαν τους χώρους τούτους.

Ακόμα και με τη σημερινή δύσκολη πραγματικότητα συνειδητοποιούμε τη μεγάλη αλήθεια της πίστεώς μας ότι «φέρομεν τόν θησαυρόν τῆς πίστεως ἡμῶν ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι (της κοσμικής αδυναμίας), ἵνα ἡ ὑπερβολή τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν».

Ευχαριστούμε, Παναγιώτατε, για την πρόσκλησή Σας για την παρούσα σύναξη, και για τον πιο πάνω λόγο.

Τη δημιουργία δηλαδή των σπάνιων αυτών συναισθημάτων μέσα μας. Ευχαριστούμε και για τη δυνατότητα που μας δίνετε, για επικοινωνία όλων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και της ανταλλαγής απόψεων για κρίσιμα προβλήματα της Εκκλησίας και της όλης ανθρωπότητος.

Και είναι, όντως, πρωτοφανής η κρίση που μαστίζει τον σημερινό κόσμο. Η υποχώρηση των πνευματικών αξιών έναντι των υλικών, η παράδοση του ανθρώπου στην απλή χρήση μηχανών των οποίων δεν κατανοεί τη λειτουργία, τον κατάντησε άβουλο όν, χωρίς νόηση και χωρίς κριτική σκέψη.

Σε καιρούς οικονομικής ευμάρειας ο άνθρωπος εξαντλείτο στην επιδίωξη όσον το δυνατόν μεγαλύτερου εισοδήματος και μεγαλύτερων υλιστικών απολαύσεων.

Μα και σήμερα, στην εποχή της οικονομικής κρίσης, ο μακράν του Θεού παραπαίων άνθρωπος, δεν αγωνίζεται για την υπέρβαση του ευδαιμονιστικού τρόπου ζωής, αλλά στοχεύει στην ανάκτηση όσων υλιστικών απολαύσεων απώλεσε.

Και γι’αυτούς τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως θρησκείας, ή και άνευ θρησκείας, οφείλουμε ως πνευματικοί ηγέτες να προβάλουμε πορεία ζωής.

Ως Χριστιανοί αντιμετωπίζουμε προβλήματα που άπτονται σήμερα της ίδιας της επιβίωσης του Χριστιανισμού σε χώρους ανέκαθεν χριστιανικούς.

Τον περασμένο αιώνα οργανώθηκε και επετεύχθη εκδίωξη των Χριστιανών από τη Μικρά Ασία, τις Εκκλησίες των Αποστολικών χρόνων, από την κατεχόμενη Κύπρο, όπου ο Χριστιανισμός εκηρύχθη από το πρώτο ήμισυ του πρώτου μ.Χ. αιώνος, από το Κοσσυφοπέδιο, από την Ανατολική Θράκη.

Στον αιώνα μας, και στις μέρες μας, ο Χριστιανισμός απειλείται με εξαφάνιση από τις αρχαίες κοιτίδες του στη Μέση Ανατολή και στην Αίγυπτο.

Τρομοκρατικά κτυπήματα εις βάρος των Χριστιανών έχουμε και στην Ευρώπη, στη Ρωσία, σε Αφρικανικές χώρες. Όσο και αν κάποιες κυβερνήσεις και κάποιοι Οργανισμοί διαμαρτύρονται, επιβάλλεται και η δική μας παρέμβαση.

Η δική μας διαμαρτυρία έχει άλλη βαρύτητα. Θα επισημάνει την ειδοποιό διαφορά της πνευματικής ελευθερίας, της ανοχής και της καταλλαγής που επαγγέλεται ο Χριστιανισμός, έναντι κάθε μισσαλόδοξης θρησκευτικής και εθνικής έξαρσης που αναφύονται μακράν των αρχών του.

Γι’ αυτό και οφείλουμε να παρέμβουμε στην απαράδεκτη αυτή κατάσταση, που βρίσκεται σε εξέλιξη πλησίον μας.

Διαφορές και προβλήματα παρουσιάζονται, δυστυχώς, ως μη ώφειλε, και μεταξύ μας, μεταξύ των Ορθοδόξων.

Στην άρση αυτών των διαφορών, στην επίλυση των προβλημάτων και στη διακήρυξη της ενότητάς μας καλούμαστε σήμερα. Από τη στάση μας θα φανεί η εντιμότητά μας, θα καταδειχθεί η προσήλωση στις αρχές μας, θα κριθεί η ανάληψη της ευθύνης από τον καθένα μας.

Και θα ήθελα να μου επιτραπεί να καταθέσω κάπως αναλυτικά τις απόψεις μου, λόγω και της τριαντάχρονης εμπλοκής μου, εκ μέρους της Εκκλησίας μου, στις πανορθοδόξους διασκέψεις, καθώς και της βαθειάς μου αγωνίας από τους κινδύνους που απειλούν και την Εκκλησία και την πατρίδα μου.

Συμφωνώ τόσο με τον Παναγιώτατο, όσο και με άλλους αδελφούς, που υποστηρίζουν την ανάγκη για την όσο το δυνατόν ταχύτερη σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας. Θυμάμαι, ως δόκιμος ακόμα μοναχός, τη χαρά και την ευφορία των παλαιοτέρων για την αναμενόμενη τότε, το 1961, οσονούπω σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου, μετά την Πανορθόδοξο διάσκεψη της Ρόδου.

Εμακάριζαν τους εαυτούς τους οι άνθρωποι εκείνοι γιατί θα έβλεπαν να πραγματοποιείται, ύστερα από αιώνες πολλούς, κάτι που πολλοί άλλοι «ἐπεθύμησαν ἰδεῖν καὶ οὐκ εἶδον».

Τα χρόνια παρήλθαν, το ίδιο και γενεές ανθρώπων, χωρίς το όραμα να πραγματοποιείται. Η αναβολή για τόσα χρόνια έκανε παρωχημένα και τα θέματα που προετοιμάζαμε για τη Σύνοδο.

Όπως έλεγε και ο μακαριστός μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων η ταχύτητα μεταβολής των πραγμάτων είναι τόσον μεγάλη που την σήμερον διαδέχεται όχι η αύριον αλλά η μεθαύριον.

Εις τους έξω, τους μη Ορθοδόξους, αυτή η μακροχρόνια αναβολή σημαίνει αδυναμία. Αλλά και για μας δεν σημαίνει το ίδιο;

Όλοι είμαστε μάρτυρες της αδυναμίας μας να ξεπεράσουμε τον εθνικισμό μας, τον εθνοφυλετισμό μας. Δεν μπορέσαμε να μιμηθούμε ούτε τους Ρωμαιοκαθολικούς ούτε τους Μουσουλμάνους σ’ αυτόν τον τομέα.

Νοιώθουμε δέσμιοι της εθνικής καταγωγής μας, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την Ορθοδοξία μας. Η συμφωνία π.χ. στην οποία καταλήξαμε για τη διασπορά και τις επισκοπικές συνελεύσεις δεν είναι και ό,τι το καλύτερο από απόψεως Εκκλησιολογίας.

Είναι αντανάκλαση της προσήλωσης μας στις εθνικές Εκκλησίες μας. Δεν κάνω μάθημα σε κανένα. Ούτε και θεωρώ κανέναν ως πρόσωπο μειωμένης αντιλήψεως.

Επισημαίνω με πόνο το πρόβλημα, επαναλαμβάνοντας και το αγωνιώδες ερώτημα του Αποστόλου Παύλου «Μεμέρισται ὁ Χριστός;»

Η αδυναμία συμφωνίας για την υπογραφή του τόμου της Αυτοκεφαλίας, από την άλλη, δεν μας αφήνει εκτεθειμένους στα μάτια και των δικών μας πιστών, του Ορθοδόξου λαού, αλλά και των ξένων;

Έχω την αίσθηση ότι υποβόσκει και μια άλλη διαφορά ως προς την σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου: Ποια θα είναι η αντιπροσώπευση κάθε Εκκλησίας;

Ουδείς αγνοεί ότι κάθε επίσκοπος εκπροσωπεί την τοπική του Εκκλησία. Ούτε και παραθεωρείται η άποψη ότι σε μια τέτοια Σύνοδο θα ΄πρεπε όλες οι τοπικές Εκκλησίες να αντιπροσωπεύονται.

Όταν όμως τα θέματα που θα παρουσιαστούν θα είναι ήδη συμφωνημένα ως προς τη λύση τους, σε τι θα μειονεκτεί η Σύνοδος με μικρότερη εκπροσώπηση;

Η σημερινή μας Συνάντηση με την κάθε Εκκλησία να εκπροσωπείται με ίσον αριθμό επισκόπων μειώνει τις αποφάσεις μας;

Έχω την εντύπωση ότι η παρουσία όλων των Επαρχιούχων επισκόπων της Ορθοδοξίας θα επιφέρει ένα χάος χωρίς να προσθέτει ο,τιδήποτε ουσιαστικό.

Γι’αυτό και εισηγούμαι κάθε Εκκλησία να αντιπροσωπευθεί από τον Προκαθήμενο της, τον οποίον να πλαισιώνουν 12 επίσκοποι.

Στην Εκκλησία ουδέποτε τα κριτήρια ήσαν αριθμητικά. «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ» εκεί βρίσκεται και ο ίδιος. Πολλές φορές, εξάλλου, οι πολλοί επλανήθησαν, ενίοτε δε ένας και μόνος εβάστασε την αλήθεια.

Ίσως κάποιος να ισχυρισθεί ότι υποστηρίζω τη θέση αυτή επειδή η Εκκλησία μου δεν διαθέτει πολυπληθή Σύνοδο.

Δηλώνω την ειλικρινή πρόθεσή μου να αποποιηθώ άλλων, δικαιολογημένων διεκδικήσεων της Εκκλησίας της Κύπρου, όπως είναι το αίτημά μας για αποκατάσταση της θέσεώς μας στα Δίπτυχα, μέσα στα πλαίσια της αμοιβαίας μετακίνησης όλων προς μια συμφωνία που να δηλώνει την ενότητά μας.

Επικροτώ την εισήγηση για εμπλουτισμό του καταλόγου των θεμάτων με τα οποία θα ασχοληθεί η Μεγάλη Σύνοδος με επίκαιρα θέματα που απασχολούν τους πιστούς, όπως είναι τα ποικίλα θέματα Βιοηθικής (τεχνολογίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων, ευθανασία), η εκτός γάμου τεκνογονία, γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα κλπ.

Θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να τοποθετηθούμε και σε θέματα χαλαρότητας των ηθών τα οποία όλο και περισσότερο προβάλλουν σήμερα οι εκκοσμικευμένες, Χριστιανικές ως επί το πλείστον, κυβερνήσεις του θεωρούμενου ως προηγμένου κόσμου και στα οποία η αντίδραση της Εκκλησίας είναι μέχρι τώρα υποτονική.

Όταν π.χ. θεσπίζεται από κυβερνήσεις όχι μόνον η απλή συμβίωση ετεροφύλων ατόμων αλλά και ο «ομοφυλικός γάμος», θα πρέπει η Εκκλησία ξεκάθαρα να πάρει θέση και να καταδικάσει την ομοφυλοφιλία.

Ο Απόστολος Παύλος είναι σε τούτο ξεκάθαρος: «...οὔτε πόρνοι, οὔτε εἰδωλολάτραι.... οὔτε αρσενοκοῖται.... βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι...» (Α΄Κορ. 6, 9-10).

Και η Παλαιά Διαθήκη διδάσκει ότι «ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν ὁ Θεός». Η ανάθεση σε Χριστιανούς επιστήμονες περιωπής, της μελέτης του θέματος και παρουσίασης των επιστημονικών πορισμάτων τους, ώστε αυτά να πλαισιωθούν και με την Αγιογραφική κατοχύρωση, θα πρέπει να είναι μια από τις επιδιώξεις των προπαρασκευαστικών συναντήσεων για τη Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας.

Πιστεύω, ακόμα, πως θα πρέπει να μας απασχολήσει και το θέμα της θέσης των γυναικών στην Εκκλησία. Μεγάλες χριστιανικές ομολογίες, όπως οι Αγγλικανοί, έχουν εισαγάγει τη χειροτονία γυναικών.

Θα πρέπει Αγιογραφικά και Πατερικά να κατοχυρώσουμε τη θέση μας και να μελετήσουμε σοβαρά, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις παραμέτρους του θέματος, την επαναφορά του θεσμού των διακονισσών στην Εκκλησία.

Θα ήθελα, πριν τελειώσω, να θίξω και το θέμα της προεδρίας την μελλούσης να συνέλθει Μεγάλης Συνόδου, το οποίο διαισθάνομαι ότι πιθανόν να αποτελέσει σημείο τριβής.

Μπορεί οποιοδήποτε σώμα να συνέλθει χωρίς Πρόεδρο; Μπορεί να υπάρξει συλλογική προεδρία χωρίς τη δημιουργία χαώδους κατάστασης;

Ένας θα πρέπει να έχει την ευθύνη της σύγκλησης σε συνεδρία, της παρουσίασης των θεμάτων, της παροχής και της αφαίρεσης του λόγου στους συνέδρους, της επιβολής της τάξεως. Σκεφτείτε τις τοπικές μας συνόδους.

Στην απουσία μας δεν ορίζουμε κάποιο που θα προεδρεύει; Και να μην είχαμε, λοιπόν, Πρώτον, θα τον αναζητούσαμε. Πρώτον έχουμε.

Τον επέβαλε η ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά τους διαρρεύσαντας αιώνας. Αν κάποιοι από μας νομίζουμε ότι κάπου αυτός εκτρέπεται, οφείλουμε με ειλικρίνεια να το αναφέρουμε για να αναζητήσουμε τη θεραπεία, να τον ανακαλέσουμε σε τάξη.

Αν, οι κάποιες αντιρρήσεις προέρχονται από τις δύσκολες καταστάσεις στις οποίες ζει σήμερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, επαναλαμβάνω τη διαπίστωση του Απ. Παύλου: «Ἔχουμε τόν θησαυρόν ἡμῶν ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν».

Η δύναμη δεν προέρχεται από το περιβάλλον, ούτε από τα εξωτερικά. Προέρχεται εκ του Θεού, του οποίου «ἡ δύναμις ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Εξ άλλου οφείλουμε να αναλογιστούμε τη γρήγορη αλλαγή και την αστάθεια των εγκοσμίων.

Οι επιθέσεις ακραίων φανατικών μουσουλμανικών στοιχείων, ο αυξημένος ρυθμός πολλαπλασιασμού τους σε χώρες σήμερα, κατά πλειοψηφία Χριστιανικές και Ορθόδοξες, εύκολα μπορούν να ανατρέψουν τις σημερινές καταστάσεις.

Έχουμε και εμείς στην Κύπρο σχετική πείρα, την οποία απευχόμαστε για οποιανδήποτε άλλη Εκκλησία.

Άγιοι Αδελφοί,

κατανοώ ότι έχω μακρηγορήσει και ότι σας καταπόνησα. Ένοιωθα όμως την πίεση από τους Προκατόχους μας που κοιμήθηκαν με το όραμα της Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας, καθώς και από τους πιστούς μας, που αναμένουν να αρθούμε πάνω από τους μικροϋπολογισμούς και τους εθνικισμούς μας. Εύχομαι όπως ο Θεός μας φωτίσει προς ευόδωση των εργασιών της συσκέψεώς μας.

Η Ομιλία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου Β΄ στη Σύναξη των Ορθοδόξων Προκαθημένων εν Φαναρίω

  Φανάρι, 6 Μαρτίου 2014  
Φωτορεπορτάζ: Νικόλαος Μαγγίνας


Παναγιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως καί Οἰκουμενικέ Πατριάρχα κ. Βαρθολομαῖε,

Μακαριώτατοι Ἅγιοι Ἀδελφοί, Προκαθήμενοι τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν,

Ἡ σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται τίς ἡμέρες αὑτές στό ἱερόν κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, τό Ἱερόν Φανάριον, κατόπιν προσκλήσεως τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος, εἶναι ὅσον ποτέ ἄλλοτε ἐπίκαιρη καί ἀναγκαία, ὄχι μόνον διότι καλούμεθα γιά ἄλλη μία φορά νά ἐκφράσουμε τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά καί γιά νά διατυπώσουμε τήν συμπάθεια, τήν συναντίληψή μας καί τούς προβληματισμούς σέ θέματα τά ὁποῖα διαιροῦν, δοκιμάζουν καί ταλανίζουν τήν ἀνθρώπινη κοινωνία.

Εἶναι πλέον γεγονός, ὅτι σε ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα οἱ ἀντοχές τῆς κοινωνίας δοκιμάζονται ἐνώ διακυβεύεται ἡ συνοχή της, ἐξ αἰτίας κυρίως προβλημάτων, τά ὁποῖα ἀγγίζουν ἀκόμη καί τά ὅρια τῆς ἐπιβίωσης.

Τό γεγονός αὐτό καθ’ ἑαυτό δημιουργεῖ ἀνασφάλεια καί ἀβεβαιότητα, ἐνῶ πολλές φορές ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στή βίωση τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἀπομόνωσης.

Οἱ προκαθήμενοι, λοιπόν, αὐτές τίς ἡμέρες καλούμεθα «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» νά στείλουμε ἕνα μήνυμα ἐλπίδας, ἐμπιστοσύνης καί αἰσιοδοξίας διακηρύσσοντας, ὅτι «ἡ ἐν ἡμῖν ἐλπίς» δεν εἶναι ἁπλά μία προσδοκία, ἀλλά μία πορεία κατάκτησης καί πραγμάτωσής της, ὄχι γιατί ἁπλά εὐχόμεθα ἀλλά γιατί ἀφουκραζόμεθα τίς ἀγωνίες καί συμπάσχουμε μέ τούς ἀγῶνες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου γιά τήν ἐπιβίωσή του.

Ἡ πορεία αὐτή ἔκφρασης τῆς ἐλπίδος πρός τό ποίμνιόν μας, μέσα ἀπό τήν ἑνότητα μας, θά πρέπει νά ἐπισφραγισθῆ τελικά καί μέ τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, οἱ ἀποφάσεις τῆς ὁποίας θά πρέπει νά τείνουν σέ μία ἀποτελεσματική καί καρποφόρο διακονία της ἐπ ὠφελείᾳ τοῦ ποιμνίου μας καί εἰς δόξαν τῆς Ὀρθοδοξίας συμπάσης.

Μέ τίς σκέψεις αὐτές θά ἤθελα νά Σᾶς εὐχαριστήσω καί πάλιν, Παναγιώτατε Δέσποτα, γιά τήν πρωτοβουλία τῆς παρούσης Συνάξεως καί νά εὐχηθῶ εὐόδωσιν τῶν ἐργασιῶν μας καί ἐπίτευξιν τῶν ἐπιδιωκομένων σκοπῶν μας.

Η Ομιλία του Πάπα και Πατριάρχου Αλεξανδρείας κ. Θεοδώρου Β΄ στην έναρξη της Σύναξης των Ορθοδόξων Προκαθημένων εν Φαναρίω

  Φανάρι, 6 Μαρτίου 2014  
Φωτορεπορτάζ: Νικόλαος Μαγγίνας


Παναγιώτατε Οἰκουμενικέ Πατριάρχα κ. Βαρθολομαῖε,

Χαρά μεγάλη καί συγκίνησις βαθυτάτη πληροῖ τήν καρδίαν ἡμῶν, ἐν ᾧ προσφωνοῦμεν Ὑμᾶς ἐκ μέρους τῆς χορείας τῶν Προκαθημένων ἁγίων ἀδελφῶν τῶν ἐκασταχοῦ Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τῶν προσελθόντων εἰς τήν Βασιλίδα τῶν Πόλεων ἳνα, ὑπό τήν προστασίαν τῆς Ὑπερμάχου ἡμῶν Στρατηγοῦ Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων, διαβουλευθῶμεν καί λάβωμεν ἀποφάσεις ἐπί ζεόντων ζητημάτων ἀφορώντων ἀφενός μέν ἒξωθεν προερχομένους κινδύνους διά τήν καθ΄ ὃλου Ὀρθοδοξίαν, ἀφετέρου δέ τάς μετ΄ ἀλλήλων σχέσεις τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν ἡμῶν· συνελών δ’ εἰπεῖν ἳνα διασκεφθῶμεν ἐπί τῶν περιστάσεων, τῶν ἐπηρεαζουσῶν, κατά τό μᾶλλον ἢ τό ἧττον, τό ἀκαταπόνητον, ἀκατάβλητον καί ἀπερίτμητον ἔργον τῆς Ὀρθοδοξίας πρός συναγωγήν πάντων ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Κυρίου, κατά τό ῥῆμα Αὐτοῦ "ἵνα πάντες ἓν ὦσιν" (Ιω. 17,22).

Χαιρετίζομεν, Παναγιώτατε, τήν πεπνυμένην Ὑμῶν πρωτοβουλίαν, τήν συνιστῶσαν ἓναν εἰσέτι σταθμόν εἰς τήν πορείαν ἐκ Γῆς Αἰγύπτου πρός τήν Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, προς τήν πολιτείαν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Τόν ὀντολογικόν καί ἐσχατολογικόν αὐτόν δρόμον ἐπορεύετο, πορεύεται καί πορευθήσεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπιμελῶς φυλάσσουσα τήν πίστην, πανταχῇ φαίνουσα καί φωτίζουσα πάντας ἀνθρώπους, τούς βουλομένους εἰς ἐπίγνωσιν τῆς σωτηριώδους ἀληθείας ἐλθεῖν.

Στοιχοῦντες τῇ συστάσῃ τῆς μή μετάρσεως τῶν ὁρίων τῶν αἰωνίων, ἅ ἒθεντο οἱ Πατέρες ἡμῶν, ἀφουγκραζόμεθα τήν εὒλαλον προσμονήν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὃπως ἡ Ὁρθοδοξία, ὑπερκεράσασα τούς σκοπέλους τῆς θρησκειοποιήσεως, τῆς ἰδεολογικοποιήσεως καί τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, προσλάβῃ καί μεταμορφώσῃ τήν σύγχρονον πραγματικότητα, οὐχί συσχηματιζομένη ἀλλά ἀνασχηματιζομένη τόν κόσμον.

Μαθητεύοντες οἰωνεῖ τῷ Λυτρωτῇ ἡμῶν, τῷ λύσαντι τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ καί ποιήσαντι τά ἀμφότερα ἓν, ἐνστερνιζόμεθα τά εὒγλωττα μηνύματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὃπως ἡ Ὁρθοδοξία, ἀπαλλαχθεῖσα σχημάτων κοσμικῶν καταθλιπτικῆς ἐξουσίας, ἐναρμονίσῃ τήν ἱεραποστολικήν καί ποιμαντικήν αὐτῆς ζωήν τοῖς χαρίσμασι τῆς συναντιλήψεως, τῆς συναγάπης, τῆς ταπεινώσεως καί τῆς θυσιαστικῆς διακονίας.

Ὑπέρ πάντων δε, ἐν σοφίᾳ περιπατοῦντες καί ἐν πνεύματι πραότητος πρός τούς διισταμένους, ἐπιθυμοῦμεν, ἳνα, "ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας" (Πρ. 2,46), παραστήσωμεν "τήν Ἐκκλησίαν μή ἔχουσαν σπῖλον ἢ ῥυτίδα, ἢ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ΄ ἳνα ᾖ ἁγία καί ἂμωμος"(Μ. Ἀθανάσιος, Κατά Ἀρειανῶν, 2,67). Σκεπτομένῃ τῇ διανοίᾳ καί αἰσθανομένῃ τῇ ψυχῇ, διαλαλοῦμεν τήν εὐθύνην πάντων ἡμῶν ἐνώπιον ἑνός οἰκουμενικῶν διαστάσεων χρέους προσδοκίας: ὀφείλομεν ἳνα δώσωμεν πρώτοι ἡμεῖς τό παράδειγμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος, ὡς μοναδική σταθερά ἐντός κόσμου ἐπικινδύνως κλυδωνιζομένου καί ὑπαρξιακῶς διψῶντος διά τήν ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς.

Τῆς Ἐκκλησίας ὡς νηός ἐν πελάγει χειμαζομένης ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλυμένης, οὐ παρακούομεν τάς προειρηθείσας ἐπιταγάς τῆς Ὀρθοδόξου διαχρονίας καί συγχρονίας, ἐξόχως δε Ὑμεῖς, Παναγιώτατε. Διαπύρως δε εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα ὅπως, τῇ ἐπιδημίᾳ τοῦ Παναγίου καί Ζωαρχικοῦ Πνεύματος, ἐπιλύσωμεν, μετά κανονικῆς εὐρρυθμίας, ἀρειτόλμου διαλεκτικότητος καί δημιουργικῆς συνθέσεως, τά τεθησόμενα ζητήματα πρός ἑνότητα τῆς ὑπ’ οὐρανόν Ὀρθοδοξίας καί πρός ἀνύστακτον τηλαύγησιν εἰς τήν οἰκουμένην τῆς ἐλπίδος τῆς Ἀναστάσεως, τῆς ζωῆς καί τῆς αἰωνιότητος.

Η Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη στη Σύναξη των Προκαθημένων (στα αγγλικά) / Address by His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew at the Synaxis of First-Hierarchs of the Orthodox Churches

(Phanar, March 6, 2014)


Your Beatitudes and most venerable Brothers in Christ, First-Hierarchs of the Most Holy Orthodox Churches, and honorable members of your entourages,

Welcome to the courtyard of our Church, the martyric and historical Ecumenical Patriarchate, this humble servant of unity in Christ for us all. From the depths of our heart, we thank you for the labor of love, which has brought you here in eager response to our invitation.

We offer glory and praise to our God who is worshipped in the Trinity for rendering us worthy to convene once again in the same place for another Synaxis, as those entrusted by His grace and mercy with the responsibility of leadership for the local autocephalous Orthodox Churches. This is the sixth such consecutive Synaxis since this blessed custom commenced in 1992, shortly after our elevation to the Throne of Constantinople. Like the Psalmist, we too proclaim: “Behold what a good and wonderful thing it is for brothers to dwell in the same place.” Our heart is filled with joy and delight in receiving you and embracing each one of you with sincere love, profound honor and favorable anticipation of our encounter.

Indeed, we could say that our encounter is a great event, both blessed and historical. The breath of the Paraclete has gathered us, and the eyes of those both inside and outside of our Church are anxiously focused on this Synaxis, in anticipation of an edifying and comforting word, which our world so needs today.

This increases and intensifies our responsibility, rendering our obligation more serious, so that through fervent prayer we might seek assistance from above in the work that lies before us; for without this divine support we can do nothing. (Cf. John 15.5) This is why we humbly beseech the Lord, as the Founder of the Church, to bless our work abundantly and through the Paraclete to direct our hearts, minds and decisions for the fulfillment of His holy will, the strengthening and sealing of our unity, as well as the glory of the Holy and Triune God.

As we recall the previous Synaxis meetings of the First-Hierarchs of the Orthodox Churches, all of which with the grace of God were crowned with complete success, we bring to mind in gratitude those who participated in these assemblies, having already departed and being of blessed memory, the late Patriarchs Parthenios and Petros of Alexandria, Ignatius of Antioch, Diodoros of Jerusalem, Alexy of Moscow, Pavel of Serbia, Teoktist of Romania, Maxim of Bulgaria, as well as Archbishops Chrysostomos of Cyprus, Seraphim and Christodoulos of Athens, Vasili of Poland, and Dorotheos of the Czech Lands and Slovakia, whose contribution to the success of these meetings was exceptionally edifying, also bequeathing to us as their successors an example to imitate and a legacy to preserve. May their memory be eternal!

The reasons that led us to assume the initiative for convening this Synaxis are already well known to you from the Letter of invitation, which we addressed to you. Echoing the words of the Apostle, we wrote to you: “There is fighting without and fear within.” (2 Cor. 7.6) Inasmuch as it exists in the world, our Holy Church always endures the turmoil of historical upheaval, which is sometimes very fierce. In the critical times that we are undergoing, this upheaval is especially palpable in the geographical regions, where the Christian Church emerged, matured and flourished, namely in the ancient senior Patriarchates of the Most Holy Orthodox Church. There, frequently in the name of religion, violence dominates and threatens all believers in Christ irrespective of confessional identity. We follow with great sorrow and concern the persecutions of Christians, the destruction and sacrilege of sacred churches, the abduction and assassination of clergy and monastics, even of hierarchs, such as the long kidnapped Metropolitans of Aleppo, Paul of the ancient Patriarchate of Antioch and Yuhanna Ibrahim of the Syrian Jacobite Church, whose whereabouts have since been unknown.

Before this phenomenon, which threatens the very existence of the Orthodox Churches, we are called to raise a voice of protest, not as isolated individuals or Churches, but as the one, united Orthodox Church throughout the world.

Nevertheless, the persecution against the Christian faith in our time is not restricted to the above forms of provocative oppression. Equally great is the danger, which arises from the rapid secularization of formerly Christian societies, where the Church of Christ is marginalized from public life, while fundamental spiritual and moral principles of the Gospel are expelled from people’s lives. Of course, the Orthodox Church has never favored the forceful imposition of evangelical principles on people, placing freedom of the human person above objective rules and values. Coercion of any kind does not belong to the nature and ethos of Orthodoxy. Matters pertaining to people’s moral life are treated by the Orthodox Church as being personal, managed by each individual in his or her personal relationship in freedom with their spiritual father and not by the sword of the law. However, this in no way eliminates from the Church its obligation to promote the Gospel principles in the contemporary world, even if these sometimes come into conflict with prevailing ideas.

Our Holy Orthodox Church is characterized by its attention to the traditions of the past, and it is obligated to do this at all times, for “Jesus Christ is the same yesterday, today, and to the ages.” (Heb. 13.8) Nonetheless, history advances, and the Church is also required to be attentive to the problems facing people in every age. A traditional Church does not mean a fossilized Church, one that is indifferent to the ongoing challenges of history. Such challenges are particularly acute in our times, and we are compelled to heed them.

One of these derives from the rapid development of technology and the globalization that it sustains. The Orthodox Church has always been ecumenical in its orientation and structure. Its mission has always been to approach and embrace “all nations,” irrespective of race, color, or other physical features, within the body of Christ. Yet this ecumenical approach has always manifested itself within the Orthodox Church with a sense of respect for the particularity of each people, of its mentality and tradition. Today, technology unites all people, and this undoubtedly has positive consequences for the dissemination of knowledge and information. Notwithstanding, it constitutes a channel for the transmission and, indirectly, the imposition of specific cultural models, which are not always compatible with the particular traditions of the same people. The use of technology should not occur indiscriminately or without an awareness of the accompanying risks. The Church must be vigilant on this matter.

Related to this is also the issue – in many ways supported by technology – of the rapid emergence of scientific achievements, especially in the field of biotechnology. The potential of contemporary science extends as far as intervention into the innermost aspects of nature and genetic modifications capable of healing illnesses; however, at the same time, it creates serious ethical problems, on which the Church can and must voice its opinion. We should confess that the Orthodox Church has not demonstrated due sensitivity with regard to this issue. At our previous Synaxis in 2008, we decided to establish an Inter-Orthodox Committee for Bioethics, which, with the initiative of the Ecumenical Patriarchate, convened its first meeting in Crete; unfortunately, the response of our sister Churches was not adequate in order to permit the continuation of this effort. We hope that this will happen in the immediate future so that the voice of Orthodoxy may be heard on such an important subject.

Heeding the present-day existential problems of humanity, Orthodoxy too must continue its efforts for the protection of the natural environment. When the Ecumenical Patriarchate – first among all in the Christian world – highlighted the urgency of this issue, already during the tenure of our venerable predecessor Patriarch Demetrios in 1989, maintaining this effort with a series of international scientific symposia under our auspices, the Orthodox Church for a long time remained the sole Christian voice on this serious matter. Today, other Christian churches and confessions also attribute the necessary importance to this crucial problem, but Orthodoxy still provides par excellence the appropriate response through its liturgical and ascetic tradition, capable of contributing to a resolution for this crisis, which as a result of human greed and indulgence today jeopardizes the very survival of God’s creation.

Finally, our most Holy Church is obligated to pay careful and compassionate attention to the problems created by the economic framework of the modern world. All of us are witnesses to the negative consequences of the financial crisis for the dignity and survival of human personhood, an oppressive crisis for human beings in many regions of the planet, and particularly in countries regarded as being financially “developed.” Unemployment of youth, increase of poverty, uncertainty for the future – all these bear testimony to how contemporary humanity is greatly estranged from the application of the Gospel principles, something for which we too are all responsible inasmuch as we often exhaust our pastoral care on “spiritual” matters and neglect the fact that humankind requires food and basic material resources in order to live in a dignified manner as human persons created in the image of God. It is vital that the voice of Orthodoxy is heard on these matters as well in order to prove that it genuinely possesses the truth and remains faithful to the principles of the Gospel.

However, in order to achieve all this, beloved Brothers in the Lord, there is one necessary condition, namely the unity of our Church and the prospect of addressing the contemporary world with a unified voice. This must also concern our present Synaxis inasmuch as we are entrusted with responsibility for the unity of our most Holy Church.

As we know, the Orthodox Church comprises a number of autocephalous regional Churches, which move within certain boundaries defined by the Sacred Canons and the Tomes conferring their autocephaly while at the same time being entitled to full self-administration without any external interference whatsoever. This system, which was bequeathed to us by our Fathers, constitutes a blessing that we must preserve like the apple of our eyes. For it is by means of this system that we may avoid any deviation toward conceptions foreign to Orthodox ecclesiology concerning the exercise of universal authority by any local Church or its First-Hierarch. The Orthodox Church comprises a communion of autocephalous and self-administered Orthodox Churches.

Nevertheless, it is precisely on this point that a serious question arises. How and in what way is the communion of the Orthodox Churches expressed? Historical experience has demonstrated that very often the autocephalous Orthodox Churches act as if they were self-sufficient Churches, as if they say to the other Churches: “I have no need of you.” (1 Cor. 12.21) Instead of seeking the cooperation of other Orthodox Churches on matters pertaining to Orthodoxy in its entirety, they act on their own and initiate bilateral relations with those outside of Orthodoxy, sometimes even in a spirit of competition. Other autocephalous Churches differentiate their position before non-Orthodox and do not actively participate in activities agreed upon at a Pan-Orthodox level. Indeed, more recently, there are some Pan-Orthodox Preconciliar decisions, which are not adhered to by some Churches despite the fact that they cosigned these agreements. Or what can we say of cases where sister Churches of their own accord dispute canonical boundaries of other sister Churches, provoking bitterness and at times turmoil within this communion? All these things render apparent the need for an instrument, whether institutionally endorsed or not, which is able to resolve differences that arise and problems that are created from time to time, in order that we may not be led to division and conflict.

Thus we can clearly see the paramount importance of synodality in the Church. The synodal system has from the outset constituted a foundational aspect of Church life. Every difference or disagreement in matters of either faith or canonical order was set before the judgment of the Synod. A characteristic example of this is St. Basil’s stance on the matter of rebaptism of heretics and schismatics, concerning which he had inherited the austere tradition of his predecessors in Cappadocia: the matter should be judged by a synod of bishops, who are also able to modify the earlier tradition. (Canons 1 and 47) All differences between Churches or outside them were definitively judged by Synods, whose decisions were ultimately adhered to even by those in disagreement. (“Let the vote of the majority prevail.” Canon 6 of the 1st Ecumenical Council.)

This synodal system was and is upheld more or less faithfully, within the autocephalous Orthodox Churches, but it is entirely absent in relations among them. This accounts for a source of major problems. It creates an image of Orthodoxy as being many Churches but not one Church, which by no means concur with Orthodox ecclesiology; instead it comprises an aberration from this ecclesiology and becomes the root of trouble. We are obligated to support the synodal system even beyond the boundaries of our individual Churches. We are required to develop a conscience of one Orthodox Church, and the concept of synodality alone can achieve this goal.

Over fifty years ago, when the late visionary Ecumenical Patriarch Athenagoras initiated the preliminary steps for the unity of Orthodoxy, the institution of Pan-Orthodox Consultations was established and determined common decisions for the Orthodox on matters pertaining to relations with non-Orthodox. These decisions were considered as binding for all the Orthodox Churches, as if they were incorporated into the “internal regulations” of each of these Churches. Today these same decisions are questioned and even challenged quite arbitrarily and uncanonically by segments within the Orthodox Churches, which purportedly act like ecumenical councils and dispute them, thereby creating confusion among their faithful flock. Unfortunately, this phenomenon is even tolerated by the hierarchal leadership of some Churches, with unforeseen consequences for the unity of their flock. However, synodal decisions must be respected by all, for this is the only way that we can preserve the unity of the Church.

Nonetheless, these Pan-Orthodox Consultations have not themselves exhausted the effort for the unity of Orthodoxy. The Churches decided from very early on that the convocation of a Holy and Great Council was absolutely necessary for the Orthodox Church, formally announcing this to the entire Christian world and commencing preparations for this extraordinary and historical event. The agenda for this Synod was finally restricted to ten topics, of which eight have already run the course of their preparatory stage and been placed before us for determination by the Holy and Great Council. The remaining two topics, namely the manner of declaring a Church as autocephalous and the order of Churches’ commemoration in the sacred Diptychs, have encountered serious difficulties in their preparatory stage, and so the majority of the sister Orthodox Churches decided that they should not present an obstacle for the convening of the Holy and Great Council, which should be confined to the already prepared topics (one of which, namely regarding the declaration of a Church as autonomous, still requires approval by a Pan-Orthodox Preconciliar Consultation).

Of course, even among the topics prepared on a Pan-Orthodox level, there are still some details that need certain revisions and updating inasmuch as they were formulated and agreed upon a long time ago, when different circumstances and presuppositions prevailed. These include, for instance, matters related to the social conditions of the world, such as the relationship of the Orthodox Church with non-Orthodox Christians, the Ecumenical Movement, and so forth. These documents must be revised by an Inter-Orthodox Committee created for this purpose in order that they might be presented to the Holy and Great Council in a manner adapted to today’s reality.

This is what we have to say about the agenda of the Synod. Nonetheless, it is evident that all the anticipated topics of the Synod pertain to matters of internal nature and organization for our Church. Our predecessors, who determined the agenda of the Synod, rightly decided that, unless the Orthodox Church places its own house in order, it would be unable to address the world with authority and validity. However, the world’s expectations of this Holy and Great Council will surely also include a reference to matters preoccupying people of our time in their daily life, which is why it is mandatory for this Council to extend a Message of existential importance for people in our age. Such a Message – once again well prepared by a special Inter-Orthodox Committee, formulated and approved by the Fathers of the Council – will constitute the voice of the Orthodox Church to the contemporary world: a word of consolation, comfort, and life, which contemporary humanity awaits from the Orthodox Church.

Of course, the convocation of the Holy and Great Council will also demand certain provisions of administrative nature, on which we are called to reflect and resolve during our present Synaxis, as the most appropriate and responsible for this task. Thus, we must deliberate and decide about the way in which the Holy and Great Council will convene, that is to say about how the Most Holy autocephalous Orthodox Churches will be represented there in a manner that is fair and consistent with the principles of our ecclesiological tradition. In the first millennium of our Church’s history, when the institution of the Pentarchy of the ancient Patriarchates prevailed, it was considered absolutely necessary for all the ancient Patriarchates to be represented, even if by a small number of delegates. The emphasis was placed not on the number of those in attendance, but on the assurance of representation by all of the Apostolic Thrones. Over the second millennium after Christ, other Patriarchates and autocephalous Churches were also added, with reference to validation of their status by a future Ecumenical Council (for those not receiving status approval in the past). By analogy, then, and in accordance with the ancient tradition, it would also be desirable in the case of the proposed Holy and Great Council that all Orthodox Churches recognized as autocephalous today should be represented therein by a number of delegates designated by us, if possible at this Synaxis.

Another topic of administrative nature requiring our resolution is that which pertains to the method of pronouncing decisions by the Holy and Great Council. For reasons of fairness to every autocephalous Church, irrespective of the number of its delegates, it is imperative that each autocephalous Church retains the right of a single vote in the final process of decision-making, which will be exercised by its First-Hierarch during the voting process. What remains crucial is the question about whether the final decisions of the Synod will be determined by unanimity or majority among the Churches in attendance at the Synod. If the criterion of our choice is the ancient canonical tradition of the Church, the canonical order compels that the “majority vote” ultimately prevails in the Synod’s decisions. (See Canon 6 of the 1st Ecumenical Council) This probably held true in the ancient Church even with regard to matters of faith, given that in many of the larger Synods, such as the 3rd Ecumenical Council and others, even those ultimately declared as heretics by the Synod and repudiated by the Church, namely those comprising the minority, would also have been in attendance. Nonetheless, with regard to matters of canonical nature, the order recommended by tradition undoubtedly leads to final decision-making by majority vote, without this of course ruling out the possibility of an always desirable unanimity. It is up to us to decide about this matter as well.

Beloved Brothers in Christ,

Our Synaxis here is of vital importance. It comes at an historical and providential time, when the Church is suffering formidable upheaval and its ability to exercise its salvific mission is being assessed. Nothing any longer can be taken for granted, as it might be in other ages; everything can change from one moment to another. Complacency is the cause of destruction. Even state authorities cannot provide a guarantee for the Church; neither can affluence or secular influence; nor again do societies welcome the Gospel teaching without debate and dispute. Today we must convince people that we have the word of life, the message of hope and the experience of love. And in order to achieve this, we must have validity and credibility.

A fundamental presupposition for us to convince the world is first of all our own internal unity. It is regrettable and perilous for the validity of the Orthodox Church that to outsiders we often appear divided and dissenting. We hold and proclaim the most perfect ecclesiology; yet we sometimes refuse to apply it. We have a precise order in the Church, defined by the Sacred Canons of the Holy Ecumenical Councils; yet we sometimes give the impression to outsiders that we disagree even about who is “first” among us. We possess the synodal institution as an authority, to which everyone is supposed to conform; yet we allow – whether through carelessness or misdirected ambition, which frequently conceals individual self-defense – the synodal decisions to be trampled by segments of our flock that lay a claim to the infallibility of faith. Generally speaking, we manifest signs of dissolution. It is time for us to give priority to unity – both outside of our Churches as well as among them.

The Orthodox Church, to which we belong by the grace of God, does not have at its disposal any other instrument of preserving its unity except synodality. It is for this reason that any further delay in convening the Holy and Great Council of the Orthodox Church severely harms its unity. Our responsibility in this regard is immense. The Church of Constantinople, which for a thousand years after the great Schism with Rome has served the unity of Orthodoxy by repeatedly convening Pan-Orthodox Synods, is today equally conscious of its onerous obligation with regard to Pan-Orthodox unity. Thankfully, however, it is not alone in this. The other autocephalous Orthodox Churches, too, proved over fifty years ago that they yearn for the convocation of the Holy and Great Council of our Church. Behold, the time has come; indeed, “times are impatient.” Preparations can never be perfect. Let us be satisfied with what we have agreed thus far. Let us resolve without delay – with love and in accordance with the Sacred Canons – any difference we may still have in our relationships to one another. “Let us love one another, so that with one mind we may confess” the one Triune God and the Lord, who suffered and was risen for all people without exception, to a world that is in such dire need of the message of God’s love. Let us proceed to the convocation of the Holy and Great Council as soon as possible, and let us permit the Paraclete to speak, surrendering to His breath.

This is what we have in fraternal love to express to you, dearest Brothers in the Lord, at the commencement of the proceedings of our Synaxis.

“Now to Him who by the power at work within us is able to do far more abundantly than all that we ask or think, to Him be glory in the Church and in Christ Jesus to all generations, for ever and ever. Amen.” (Eph. 3.20-21)

Η Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη στη Σύναξη των Προκαθημένων (στα ρωσικά) / ВСТУПИТЕЛЬНОЕ СЛОВО ЕГО БОЖЕСТВЕННОГО ВСЕСВЯТЕЙШЕСТВА ВСЕЛЕНСКОГО ПАТРИАРХА КИРА ВАРФОЛОМЕЯ К СОБРАНИЮ ПРЕДСТОЯТЕЛЕЙ ПРАВОСЛАВНЫХ ЦЕРКВЕЙ

(Фанар, 6 марта 2014 г.)


Блаженнейшие всечестнейшие во Христе Братья, Предстоятели Святейших Православных Церквей со всеми почтенными сопровождающими Вас,

Добро пожаловать в придвория нашей Церкви, мученического и исторического Вселенского Патриархата, смиренного сего во Христе служителя единства всех нас. Из глубины сердца благодарим за труды любви, которая привела вас сюда: вы с усердием откликнулись на наше приглашение.

Славу и хвалу воссылаем в Троице покланяемому Богу нашему, что сподобил нас, — кому поручена благодатью и милостью Его ответственность руководить Поместными Автокефальными Православными Церквами, — вновь сойтись и на еще одно собрание наше, шестое по счету со времени зарождения сего благословенного обычая в 1992 году, немного спустя после восшествия на Трон Константинополя нашей Мерности. «Се что добро, или что красно, но еже жити братии вкупе», — возглашаем мы вместе со священным Псалмопевцем. Сердце наше исполнено радости и веселия, когда мы принимаем вас и объемлем каждого из вас в любви нелицемерной, с глубочайшим почитанием и с упованием, что наше собрание принесет полезные плоды.

Воистину велик, благословен, и, можно сказать, историчен сам факт нашей встречи! Дыхание Утешителя собрало нас; и очи всех людей, церковных и внецерковных, напряженно обращены к сему Собранию в ожидании слова назидания и утешения, в котором так нуждается современный человек.

Это увеличивает и углубляет нашу ответственность, вынуждая нас ревностно взыскать в горячей молитве помощь Свыше для предлежащих нам трудов, без которой мы «ничего не можем творить» (см. Ин. 15, 5). Посему и мы смиренно молимся Устроителю Церкви Господу, чтобы Он преизобильно благословил труд наш и управил бы Духом-Утешителем сердца, помышления и решения наши во исполнение святой Его воли, во укрепление и возрастание в более тесное единство всех нас, и во славу Святого в Троице Бога.

Вспоминая предыдущие Ассамблеи Предстоятелей Православных Церквей, каждая из которых, божественной благодатью, увенчалась полным успехом, мы, исполненные благодарности, приводим на память преставившихся и окончивших блаженный путь свой участников этих собраний: Предстоятелей, приснопамятных Патриархов — Парфения и Петра Александрийских, Игнатия Антиохийского, Диодора Иерусалимского, Алексия Московского, Павла Сербского, Феоктиста Румынского, Максима Болгарского, и Архиепископов — Хризостома Кипрского, Серафима и Христодула Афинских, Василия Польского, Дорофея Чешского и Словацкого, вклад которых в успех состоявшихся Ассамблей был чрезвычайно конструктивным, показав и нам, их преемникам, пример для подражания и вверив нам сокровище, которое мы должны хранить. Вечная им память!

Мотивы, которыми мы руководствовались в нашей инициативе по созыву настоящего Собрания, уже известны вам из пригласительного Послания, направленного вашей любви. «Отвне нападения, внутри страхи», — написали мы, вторя словам Апостола (2 Кор. 7, 5). Святая наша Церковь, пребывая в мире, всегда потрясается историческими смутами, порой весьма разрушительными. В таковые критические моменты, через которые мы проходим, смуты сии особенно ощутимы в географических местностях, где зародилась, развивалась и укреплялась христианская Церковь — в древнеславных старейших Патриархатах Святейшей Православной Церкви. Там господствует насилие, часто во имя религии, угрожая жизни всех верующих во Христа, независимо от их вероисповедования. Со скорбью и с великим беспокойством мы видим, как преследуются христиане, разрушаются и оскверняются священные храмы, берутся в заложники и убиваются священнослужители, монахи, и даже архиереи. Так, например, давно были взяты в плен и пропали без вести Митрополиты Павел Алеппийский, принадлежащий старейшей Антиохийской Патриархии, и Yuhanna Ibrahim из Сирояковитской Церкви.

Пред лицом сего явления, угрожающего и самому существованию Православных Церквей, мы призываем возвысить голос протеста нашего, не как разрозненных индивидов или Церквей, а как цельной единой Православной Церкви во всей вселенной.

Однако в нашу эпоху преследование веры во Христа не ограничивается вышеупомянутыми формами открытого преследования. Велика также и опасность, происходящая от стремительного обмирщения обществ, некогда бывших христианскими: Церковь Христова там вытесняется на периферию общественной жизни, основополагающие духовные и этические принципы Евангелия искореняются из жизни людей. Православная Церковь, конечно же, никогда не поддерживала насильственного насаждения людям евангельских начал, полагая свободу человеческой личности превыше всяких объективных правил и ценностей. Не в природе и не в моральной установке Православия — принуждать кого-либо в какой бы то ни было форме. Православная Церковь подходит к вопросам этической жизни человека как глубоко личным для каждого человека; и разрешаются они в личном и свободном контакте каждого верующего со своим духовником, а не с мечом закона. Однако, это ни в коей мере не освобождает Церковь от обязанности воплощать в современном мире евангельские начала, даже когда они вступают в конфликт с идеологической установкой того или иного государства.

Наша Православная Церковь характеризуется своей приверженностью древнему преданию, и должна пребывать таковою всегда, ибо «Иисус Христос вчера и сегодня Тот же и во веки» (Евр. 13, 8). Но история движется вперед, и Церковь в каждую эпоху должна прислушиваться к проблемам человека. Приверженность преданию Церкви не означает окаменение Церкви, безразличие к проблемам данной эпохи. Проблемы нашей современности отличаются особой напряженностью, и мы должны относится к ним с вниманием.

Одна из них вызвана стремительным развитием технологий и построенной на них глобализации. Православная Церковь всегда была универсальной в своем мышлении и устроении. Ее миссия всегда заключалась в том, чтобы найти подход и объять в тело Христово «все народы», независимо от расы, цвета (кожи) и других физических особенностей. Однако, Православная Церковь, применяя такой универсальный подход, всегда бережено почитала национальные особенности каждого народа, его мышление и традиции. Сегодня технологический прогресс объединяет народы и это, несомненно, имеет благотворные последствия для распространения знаний и информации. При этом он становится каналом для пропаганды и для косвенного насаждения некоторых моделей цивилизации, которые не всегда сообразуются с традиционными особенностями народов. Использование достижений технологии не должно применяться безрассудно, когда не осознаются связанные с ними опасности. Церковь должна проявить трезвое внимание к сему вопросу.

Сопряжена с этим и тема стремительного развития научных достижений, которому во многом поспособствовал технический прогресс, особенно в области биотехнологий. Возможности современной науки дошли до того, что стало возможным вмешательство в самую сокровенную сущность природы, когда генетическое программирование может способствовать исцелению болезней, поднимая при этом серьезные этические вопросы, на которые Церковь может и должна ответ. Должно признать, что Православная Церковь не проявила особой восприимчивости к данной проблеме. В течение нашей предыдущей Ассамблеи в 2008 году было решено основать Межправославную Комиссию по Биоэтике, которая, по инициативе Вселенской Патриархии, собралась на Крите для первого заседания. Однако реакция братских Церквей не поспособствовала продолжению усилий. Надеемся, что сие возобновится в ближайшем обозримом будущем, дабы был услышан голос Православия в отношении столь важной темы.

Внимая текущим экзистенциальным проблемам человека, Православная Церковь должна продолжать прилагать усилия и к защите природной окружающей среды. Первой из всех в христианском мире, кто указал на критическую ситуацию в данном вопросе, была Вселенская Патриархия. Начинание сие было продолжено еще Патриархом Димитрием, блаженным предшественником нашим, в 1989 году, через серию международных научных симпозиумов под нашей эгидой. Православная Церковь долго оставалась единственным христианским голосом по этой серьезной теме. Сегодня и другие христианские церкви и конфессии придают должное значение сему критическому вопросу. Однако, внося свой вклад, проистекающий из ее литургической и аскетической традиции, Православная Церковь, как никто другой способствует разрешению сего кризиса, который из-за корысти и эвдемонизма современного человека грозит катастрофой всему творению Божьему.

Наконец, Святейшая наша Церковь должна прислушиваться со вниманием и состраданием к проблемам человечества, порожденным экономической инфраструктурой современного мира. Все мы становимся свидетелями негативных последствий в отношении достоинства и выживания человеческой личности из-за экономического кризиса, поразившего скорбью человечество во многих регионах земли, и особенно в странах, считающимися экономически «развитыми». Безработица среди молодежи, увеличение числа малоимущих, неуверенность в завтрашнем дне — все сие говорит о том, что современное человечество далеко отстоит от претворения в жизнь Евангельских идеалов, за что и мы несем ответственность, когда наши пастырские попечения исчерпываются лишь заботой о «духовном», и мы забываем, что человек нуждается в пропитании и элементарных материальных средствах, чтобы мог он жить в достоинстве, как личность — образ Бога. По этим вопросам голос Православия должен быть услышан, чтобы признали в Православии хранителя Истины и верного приверженца Евангельских принципов.

Чтобы все сие могло иметь место, возлюбленные о Господе Братья, необходимым является одно условие — единство нашей Церкви и способность сформулировать единое слово современному человеку. Этим предлежит заняться настоящему Собранию нашему, всем нам вверена ответственность за единство Святейшей нашей Церкви.

Как известно, Православная Церковь состоит из автокефальных поместных Церквей, которые действуют в рамках, положенных Священными Канонами и руководящими Томами об автокефалии и которые обладают в полноте правом самоуправления без всякого вмешательства извне. Это устроение, которое завещали нам Отцы наши, есть благословение, которое нам надлежит хранить как зеницу ока. Чрез таковое устроение избегается всякое уклонение в чуждое Православной экклезиологии понимание, допускающее всемирное господство какой бы то ни было Поместной Церкви или ее Предстоятеля. Православная Церковь есть «кинония» (соучастное общение) автокефальных и самоуправляемых Православных Церквей.

Однако в этом пункте как раз возникает серьезный вопрос: как и каким образом выражается «кинония» Православных Церквей? Исторический опыт показал, что автокефальные Церкви часто ведут себя как самодостаточные Церкви, как бы говоря остальным Церквам: «ты мне не надобна» (1 Кор. 12, 21). Вместо того, чтобы искать сотрудничества с другими Православными Церквами по вопросам, относящимся ко всему Православию в целом, они действуют самочинно, развивая двусторонние отношения с неправославными, иногда даже в духе некоего антагонизма. Другие автокефальные Церкви вырабатывают свою собственную позицию относительно неправославных, не принимая активного участия во «всеправославно» установленной деятельности. Принятые соборно и «всеправославно» постановления, случалось, не соблюдались некоторыми Церквами, как было не так давно, несмотря на то, что они их сами подписали. И что мы можем сказать о тех случаях, когда самоуправно ставятся под сомнения канонические нормы между братскими Церквами, что порождает искушения и порой вносит распри в их кинонию-общение. Все сие выявляет необходимость в некоем [регулирующем] органе, учрежденном официально или неофициально, который решал бы все возникающие расхождения и проблемы во избежание разделений и распрей.

Из всего этого становится явным главенствующая значимость соборности в Церкви. Соборное учреждение изначально являлось основной чертой жизни Церкви. Каждое расхождение или сомнение относительно веры и канонических установлений выносилось на суд Собора. Характерный пример — установка Василия Великого по вопросу повторного крещения еретиков и раскольников. Он воспринял строго обязывающее предание по сему вопросу от предшественников в Каппадокии: вопрос должен решаться синодом епископов, которые учиняют преданную им традицию (каноны 1 и 47). Соборы, как верховная инстанция, решали все проблемы о расхождениях между Церквами или внецерковные вопросы, и решению Соборов полностью повиновались все доселе несогласные между собою (« да превозмогает мнение большего числа избирающих» 6 правило 1 Вселенского Собора).

Таковое синодальное устроение хранилось и хранится более или менее благочестно внутри автокефальных Церквей, но отсутствует всецело в межцерковных отношениях. И это является источником больших проблем. Из-за этого создается впечатление, что Православие — множество Церквей, но не Единая Церковь. Сие никак не соответствует Православной экклезиологии и представляет собой отклонение и источник бед. Нам нужно укрепить синодальное учреждение и вне пределов каждой из наших Церквей. Мы должны развить сознание единства Православной Церкви, и сие возможно достичь только через синодальность.

Более чем пятьдесят лет назад, когда приснопамятный Вселенский Патриарх Афинагор, отличавшийся широтою видения, предпринял первые шаги к единению Православия, был учрежден институт Всеправославных конференций, благодаря которым созрели решения, принятые всеми Православными, по вопросу отношений с неправославными. Для всех Православных Церквей сии постановления рассматривались как обязательные, которые должны воплощаться в жизнь как «внутреннее право» каждой из них. Сегодня эти постановления ставятся под сомнение или вовсе подвергаются критике — самочинно и противозаконно — некоторыми внутри Православных Церквей, кто берут на себя дерзновение, подобающее лишь вселенским соборам, оспаривать сии постановления, производя тем самым нестроения в среде верующих. К сожалению, в некоторых Церквях церковные власти с терпением относятся к таковым явлениям, игнорируя непредсказуемые последствия для единства их паствы. Но, соборные постановления должны быть признаны всеми, ибо только таким образом хранится единство Церкви.

Усилия Всеправославных Конференций к единению Православия не исчерпали себя. На ранней их стадии было решено, что необходимо созвать Святой и Великий Собор Православной Церкви, что и было официально провозглашено всему христианскому миру. Началась подготовка сего великого исторического события. Тематика Собора была ограничена десятью вопросами, из которых восемь уже прошли стадию разработки и были предложены на обсуждение для грядущего Святого и Великого Собора. Разработка остальных двух тем — порядок провозглашения автокефалии какой-либо Церкви и порядок поминовения Церквей в священных Диптихах — наткнулась на серьезные сложности, потому было решено большинством Православных Церквей-Сестер, чтобы не создавать препятствий к созыву Святого и Великого Собора, ограничиться уже разработанными вопросами (один из них связан с провозглашением автономии какой либо Церкви и нуждается в дальнейшем обсуждении на Всеправославной Предсоборной Конференции).

«Всеправославно» уже разработанные темы содержат в себе некоторые положения, которые должны быть пересмотрены и сообразованы с предыдущими эпохами, отличавшимися иными условиями и положением, отражая их и гармонируя с ними. Таковыми являются, к примеру, вопросы общественных условий современного мира, отношений Православной Церкви с неправославными христианами, экуменического движения и т.д. Эти тексты должны быть пересмотрены специально созданной для этой цели Межправославной Комиссией, дабы они были представлены Святому и Великому Собору сообразованными с сегодняшней реальностью.

Это то, что касается тематики Собора. Очевидно, все предусмотренные темы Собора относятся к вопросам внутренней жизни и организации нашей Церкви. Наши предшественники, кто определяли тематику Собора, по праву рассудили: если Православная Церковь не упорядочит все свои внутренние проблемы, она не сможет обратиться к миру с истинной и подлинной проповедью. Мир ожидает, что содержание Святого и Великого Собора несомненно охватит вопросы, занимающие людей нашей эпохи в их повседневной жизни, и потому необходимо, чтобы Собор сей обратился бы к миру с жизненно важным для современному человечества Посланием. Хотелось бы, чтобы Послание сие, тщательно разработанное специальной Межправославной Комиссией и сообразованное с суждениями Отцов Собора, стало бы голосом Православной Церкви, обращенным к современному миру, словом утешения, отрады и жизни, которое так ждет современный человек от Православной Церкви.

Однако устроение Святого и Великого Собора требует и определенных организационных директив, над которыми предлагаем задуматься и вынести решение в течение настоящей Ассамблеи, ибо мы, как никто другой, уполномочены на это и наделены ответственностью. Так, надо продумать и прийти к заключению, как организовать Святой и Великий Собор, как будут правильно представлены на нем Святые автокефальные Православные Церкви в согласии с принципами нашего экклезиологического предания. В течение первого тысячелетия истории нашей Церкви, когда было в силе учреждение Пятиначалия древнейших Патриархатов, считалось совершенно необходимым представительство древних Патриархий, даже если число их представителей невелико. Акцент делался не на число присутствующих, а на гарантию представительства всех Апостольских Престолов. В течение второго тысячелетия по Р. Х. прибавились и другие Патриархии и автокефальные церкви, когда подразумевалось, что их статус будет провозглашен каким-либо грядущим Вселенским Собором (для тех, кто был лишен таковой возможности ранее). По аналогии с древним преданием, таким образом, хотелось бы, чтобы так было и с грядущим Святым и Великим Собором, где все признанные на сегодняшний день автокефальные Православные Церкви были бы представлены тем числом представителей, которое мы установим, если возможно, на сем Собрании нашем.

Другая тема организационного характера, которую мы должны рассмотреть, касается того, как будут приниматься решения Святого и Великого Собора. Справедливости ради для каждой автокефальной Церкви, независимо от числа ее представителей, необходимо, чтобы каждая из них располагала всего одним голосом при принятии заключительных решений, который будет представлен ее Председателем во время голосования. Критически важным является вопрос: будут ли заключительные решения выноситься на основании большинства голосов, участвующих в Соборе Церквей, или как результат единомыслия. Если, выбирая из двух, критерием поставить древнюю каноническую традицию Церкви, то канонический чин предусматривает, что главенствующим в принятии решений, несомненно, является «голос большинства» (6-е Правило 1 Вселенского Собора). Сей принцип действовал в древней Церкви и в вопросах вероисповедания, хотя во многих из великих Соборов (таких, как 3 й Вселенский и другие) принимали участие и те, кого впоследствии Собор объявил еретиками и отступниками Церкви, и они составляли меньшинство в голосовании. Во всяком случае, относительно вопросов канонического характера, несомненно, чин, предписанный в предании, указывает нам придерживаться принципа большинства при голосовании, когда принимаются заключительные постановления. Однако сей принцип не исключает и присно желанного единомыслия. Нам надлежит принять решения по данному вопросу.

Возлюбленные во Христе Братья,

Настоящее Собрание наше имеет кардинальное значение. Его проведение совпадает с тем историческим моментом, когда Церковь испытывает мощные потрясения, когда поставляется на суд и сама способность ее понести спасительную свою миссию. Уже ничто не воспринимается как данность, как это было в другие эпохи. Все может меняться моментально. Благодушное бездействие чревато катастрофой. Никакие государственные власти, никакое богатство или могущество не способны укрепить Церковь, и никакое из современных обществ не примет проповеди Евангелия без сомнений и возражений. В наше время мы должны убедить людей, что обладаем словом жизни, благовестием надежды и что живем мы любовью. Для этого сами мы должны стать подлинными и достойными доверия.

Чтобы убедить мир, необходимо основное условие: то есть прежде всего наше собственное внутреннее единство. Прискорбно и чревато для репутации Православной Церкви, когда те, кто вне Церкви, нас часто видят разделенными и пребывающими во взаимных тяжбах. Мы обладаем и учим совершеннейшей экклезиологии, но порой отказываемся применять ее на деле. В нашей Церкви есть точно установленный порядок, определенный Священными Канонами Святых Вселенских Соборов. Однако иногда у нецерковных людей создается о нас впечатление, что мы доходим до споров, кто из нас «первый». У нас есть синодальное учреждение в качестве верховного авторитета, с которым все должны сообразовываться. По халатности или из-за извращенного понимания целесообразности, за которым часто скрывается эгоистичная защита своих интересов, мы позволяем себе попирать синодальные постановления, в лице некой части нашей паствы, присваивая себе непогрешимость веры. В общем, мы являем симптомы разложения. Пришло время отдать предпочтение проблеме единства: как внутри каждой Церкви, так и между Церквами.

Православная Церковь, к которой мы принадлежим по благодати Божией, не обладает иным органом, заверяющим ее единство, помимо синодальности. Потому, дальнейшее отложение созыва Святого и Великого Собора Православной Церкви серьезно вредит ее единству. Мы несем за это великую ответственность. На протяжении всей истории ее после разрыва с Римом, Константинопольская Церковь всегда служила на благо единства Православия и неоднократно созывала всеправославные Соборы. Она и сегодня остро ощущает свой долг служения единству Православия. И, к счастью, она не одинока в этих стремлениях. Более чем пятьдесят лет назад остальные автокефальные Православные Церкви продемонстрировали свое желание созвать Святой и Великий Собор нашей Церкви. Уже настало время, «время не ждет». Мы можем бесконечно доводить до совершенства наши предуготовления. Довлеет нам и то, о чем уже мы договорились. Без траты времени давайте разрешим с любовью и согласно Священным Канонам все еще имеющие место расхождения в наших взаимоотношениях. «Возлюбим друг друга, да единомыслием исповемы» единого в Троице Бога и страдавшего и воскресшего Господа за всех без исключения в мире, нуждающемся в проповеди любви Божией. Давайте как можно скорее подвигнемся на созыв Святого и Великого Собора, и предоставим Утешителю возглаголать, предавшись дыханию Его.

Все сие, возлюбленные в Господе Братья, — от братского сердца на начало заседаний Собрания нашего.

«Тому, Кто действующею в нас силою может сделать несравненно больше всего, чего мы просим, или о чем помышляем, Тому слава в Церкви во Христе Иисусе во все роды, от века до века. Аминь» (Ефес. 3, 20-21).

Στιγμιότυπα από την έναρξη της Σύναξης των Ορθοδόξων Προκαθημένων στο Φανάρι / Η εναρκτήρια Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου

  Φανάρι, 6 Μαρτίου 2014  
Φωτορεπορτάζ: Νικόλαος Μαγγίνας






















Μακαριώτατοι καί τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί, Προκαθήμενοι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετά τῶν τιμίων συνοδῶν ὑμῶν,

Ὡς εὗ παρέστητε ἐν ταῖς αὐλαῖς τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, τοῦ μαρτυρικοῦ καί ἱστορικοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τοῦ ταπεινοῦ τούτου διακόνου τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος πάντων ἡμῶν. Ἀπό μέσης καρδίας εὐχαριστοῦμεν ὑμῖν διά τόν κόπον τῆς ἀγάπης, ἥτις ἔφερεν ὑμᾶς ἐνταῦθα εἰς πρόθυμον ἀνταπόκρισιν εἰς τήν πρόσκλησιν ἡμῶν.

Δόξαν καί αἶνον ἀναπέμπομεν τῷ ἐν Τριάδι προσκυνητῷ Θεῷ ἡμῶν, ὅτι ἠξίωσεν ἡμᾶς, ἵνα καί πάλιν συνέλθωμεν ἐπί τό αὐτό εἰς μίαν εἰσέτι Σύναξιν ἡμῶν, τῶν ἐμπεπιστευμένων ὑπό τῆς χάριτος καί τοῦ ἐλέους Αὐτοῦ τήν εὐθύνην τῆς ἡγεσίας τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πέμπτην κατά σειράν, ἀφ᾿ οὗ ἤρξατο τό εὐλογημένον τοῦτο ἔθος ἐν ἔτει 1992, ὀλίγον μετά τήν εἰς τόν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου Πόλεως ἀνάρρησιν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος.

«Ἰδού δή τί καλόν ἤ τί τερπνόν ἀλλ᾿ ἤ τό κατοικεῖν ἀδελφούς ἐπί τό αὐτό», ἀναφωνοῦμεν καί ἡμεῖς μετά τοῦ ἱεροῦ Ψαλμῳδοῦ. Ἡ καρδία ἡμῶν πεπλήρωται χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως ὑποδεχομένη ὑμᾶς καί περιπτυσσομένη ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν τιμῇ βαθείᾳ καί ἐν προσδοκίαις αἰσίαις ἐκ τῆς συναντήσεως ἡμῶν.

Ὄντως μέγα, εὐλογημένον καί, θά ἐλέγομεν, ἱστορικόν τό γεγονός τῆς συναντήσεως ἡμῶν! Ἡ πνοή τοῦ Παρακλήτου συνήγαγεν ἡμᾶς, καί τά ὄμματα τῶν τε ἐντός καί τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ἐν ἀγωνίᾳ στρέφονται πρός τήν Σύναξιν ταύτην, ἐν ἀναμονῇ τοῦ λόγου οἰκοδομῆς καί παρακλήσεως, τοῦ ὁποίου τόσην ἀνάγκην ἔχει σήμερον ὁ ἄνθρωπος.

Τοῦτο αὐξάνει καί ἐπιτείνει τήν εὐθύνην ἡμῶν, καί καθιστᾶ ἐντονωτέραν τήν ἀνάγκην, ὅπως ἐκζητήσωμεν ἐν προσευχῇ θερμῇ τήν ἄνωθεν βοήθειαν εἰς τό προκείμενον ἡμῖν ἔργον, ἄνευ τῆς ὁποίας οὐδέν δυνάμεθα ποιεῖν (πρβλ. Ἰωάν. ιε΄ 5). Διό καί ἡμεῖς ταπεινῶς δεόμεθα τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου, ὅπως εὐλογήσῃ πλουσίως τό ἔργον ἡμῶν καί κατευθύνῃ διά τοῦ Παρακλήτου τάς καρδίας, διανοίας καί ἀποφάσεις ἡμῶν εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἁγίου θελήματος Αὐτοῦ, σύσφιγξιν καί σφυρηλάτησιν τῆς ἑνότητος ἡμῶν καί δόξαν τοῦ Ἁγίου ἐν Τριάδι Θεοῦ.

Ἀναμιμνησκόμενοι τάς προηγηθείσας Συνάξεις τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἵτινες ἅπασαι, χάριτι θείᾳ, ἐστέφθησαν ὑπό πλήρους ἐπιτυχίας, φέρομεν εἰς τήν μνήμην ἡμῶν ἐν εὐγνωμοσύνῃ τούς προαπελθόντας καί μακαρίᾳ ἤδη τῇ λήξει γενομένους ἐκ τῶν μετασχόντων εἰς τάς Συνάξεις ταύτας Προκαθημένους, τούς ἀοιδίμους Πατριάρχας Ἀλεξανδρείας Παρθένιον καί Πέτρον, Ἀντιοχείας Ἰγνάτιον, Ἱεροσολύμων Διόδωρον, Μόσχας Ἀλέξιον, Σερβίας Παῦλον, Ρουμανίας Θεόκτιστον, Βουλγαρίας Μάξιμον, καί Ἀρχιεπισκόπους Κύπρου Χρυσόστομον, Ἀθηνῶν Σεραφείμ καί Χριστόδουλον, Πολωνίας Βασίλειον καί Τσεχίας καί Σλοβακίας Δωρόθεον, ὧν ἡ συμβολή εἰς τήν ἐπιτυχίαν τῶν γενομένων Συνάξεων ὑπῆρξε τά μέγιστα ἐποικοδομητική καί ὑπόκειται καί ἡμῖν, καί δή καί τοῖς διαδόχοις αὐτῶν, ὑπόδειγμα πρός μίμησιν καί παρακαταθήκη πρός διαφύλαξιν. Εἴη αὐτῶν ἡ μνήμη αἰωνία!

Οἱ λόγοι οἱ ὁδηγήσαντες ἡμᾶς εἰς τήν πρωτοβουλίαν τῆς συγκλήσεως τῆς παρούσης Συνάξεως τυγχάνουν ἤδη γνωστοί εἰς ὑμᾶς ἐκ τοῦ προσκλητηρίου Γράμματος, τό ὁποῖον ἀπηυθύναμεν εἰς τήν ἀγάπην ὑμῶν. «Ἔξωθεν μάχαι˙ ἔσωθεν φόβοι», ἐγράφομεν ὑμῖν ἀπηχοῦντες τούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου (Β΄ Κορ. ζ΄ 6). Ἡ Ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία, ἐν τῷ κόσμῳ παροικοῦσα, ὑφίσταται πάντοτε τούς κλυδωνισμούς τῶν ἱστορικῶν ἀναταράξεων, αἱ ὁποῖαι ἐνίοτε εἶναι πολύ ἰσχυραί. Κατά τούς κρισίμους καιρούς, τούς ὁποίους ἤδη διερχόμεθα, αἱ ἀναταράξεις αὗται εἶναι ἰδιαιτέρως αἰσθηταί εἰς τάς γεωγραφικάς περιοχάς, ὅπου ἐγεννήθη, ἠνδρώθη καί ἤκμασεν ἡ Χριστιανική Ἐκκλησία, εἰς τά παλαίφατα πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔνθα ἡ βία, ἐν ὀνόματι πολλάκις τῆς θρησκείας, κυριαρχεῖ καί ἀπειλεῖ πάντας τούς εἰς Χριστόν πιστεύοντας ἀνεξαρτήτως ὁμολογιακῆς ταυτότητος.

Ἐν θλίψει καί ἀνησυχίᾳ πολλῇ παρακολουθοῦμεν διώξεις χριστιανῶν, καταστροφάς καί βεβηλώσεις ἱερῶν ναῶν, ἀπαγωγάς ἤ καί φόνους κληρικῶν καί μοναχῶν, ἀκόμη δέ καί ἀρχιερέων, ὡς οἱ πρό μακροῦ ἀπαχθέντες καί ἔκτοτε ἀγνοούμενοι Μητροπολῖται Χαλεπίου Παῦλος, τοῦ παλαιφάτου Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, καί Yuhanna Ibrahim τῆς Συροϊακωβιτικῆς Ἐκκλησίας.

Ἐνώπιον τοῦ ἀπειλητικοῦ δι᾿ αὐτήν ταύτην τήν ὑπόστασιν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν φαινομένου τούτου καλούμεθα νά ὑψώσωμεν τήν φωνήν τῆς διαμαρτυρίας ἡμῶν, ὄχι ὡς μεμονωμένα πρόσωπα ἤ Ἐκκλησίαι, ἀλλ᾿ ὡς ἡ ἡνωμένη μία ἀνά τήν οἰκουμένην Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

Ἀλλ᾿ ὁ διωγμός κατά τῆς εἰς Χριστόν πίστεως εἰς τήν ἐποχήν ἡμῶν δέν περιορίζεται εἰς τάς ὡς ἄνω μορφάς ἀπροκαλύπτων διώξεων. Μέγας εἶναι ἐπίσης, ὁ κίνδυνος, ὁ προερχόμενος ἐκ τῆς ραγδαίας ἐκκοσμικεύσεως τῶν ἄλλοτε χριστιανικῶν κοινωνιῶν, ἔνθα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τίθεται εἰς τό περιθώριον τοῦ δημοσίου βίου, καί θεμελιώδεις πνευματικαί καί ἠθικαί ἀρχαί τοῦ Εὐαγγελίου ἐξοβελίζονται ἀπό τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, βεβαίως, οὐδέποτε ἐτάχθη ὑπέρ τῆς βιαίας ἐπιβολῆς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν εἰς τούς ἀνθρώπους, τοποθετοῦσα τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὑπεράνω ἀντικειμενικῶν κανόνων καί ἀξιῶν. Δέν ἀνήκει εἰς τήν φύσιν καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ καταναγκασμός οἱασδήτινος μορφῆς. Τά τοῦ ἠθικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων ἀντιμετωπίζονται ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς προσωπικά θέματα ἑνός ἑκάστου διευθετούμενα διά τῆς προσωπικῆς σχέσεως ἑκάστου τῶν πιστῶν ἐν ἐλευθερίᾳ μετά τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ πατρός, καί ὄχι διά τῆς σπάθης τοῦ νόμου. Ἀλλά τοῦτο οὐδόλως ἀφαιρεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τό καθῆκον νά προβάλλῃ τάς εὐαγγελικάς ἀρχάς εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, ἔστω καί ἐάν αὗται ἔρχωνται ἐνίοτε εἰς σύγκρουσιν πρός τάς κρατούσας ἀντιλήψεις.

Ἡ Ἁγία ἡμῶν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἐκ τῆς προσηλώσεως αὐτῆς εἰς τάς παραδόσεις τοῦ παρελθόντος, καί τοῦτο ὀφείλει νά πράττῃ πάντοτε, διότι «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8). Ἀλλ᾿ ἡ ἱστορία κινεῖται, καί ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐνωτίζεται τούς προβληματισμούς τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς. Παραδοσιακή Ἐκκλησία δέν σημαίνει ἀπολιθωμένη Ἐκκλησία, ἀδιάφορος εἰς τάς ἑκάστοτε προκλήσεις τῆς ἱστορίας. Καί αἱ προκλήσεις αὐταί εἶναι ἰδιαιτέρως ἔντονοι εἰς τάς ἡμέρας ἡμῶν, καί ὀφείλομεν νά τάς προσέξωμεν.

Μία ἐξ αὐτῶν προέρχεται ἀπό τήν ραγδαίαν ἀνάπτυξιν τῆς τεχνολογίας καί τῆς ἐπ᾿ αὐτῆς στηριζομένης παγκοσμιοποιήσεως. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὑπῆρξε πάντοτε οἰκουμενική εἰς τήν νοοτροπίαν καί τήν δομήν αὐτῆς. Ἀποστολή της ἦτο πάντοτε νά προσεγγίσῃ καί περιλάβῃ εἰς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ «πάντα τά ἔθνη», ἀνεξαρτήτως φυλῆς, χρώματος ἤ ἄλλων φυσικῶν ἰδιοτήτων. Ἀλλ᾿ ἡ οἰκουμενική αὕτη προσέγγισις ἐγένετο πάντοτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά σεβασμοῦ πρός τήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ, τήν νοοτροπίαν καί τάς παραδόσεις του.

Ἡ τεχνολογία σήμερον ἑνώνει τούς λαούς, καί τοῦτο ἔχει ἀναμφιβόλως εὐεργετικάς συνεπείας εἰς τήν διάδοσιν τῆς γνώσεως καί τῆς πληροφορίας. Ἀποτελεῖ ὅμως συγχρόνως δίαυλον μεταδόσεως καί ἐμμέσως ἐπιβολῆς συγκεκριμένων πολιτισμικῶν προτύπων, τά ὁποῖα δέν συνᾴδουν πάντοτε πρός τάς ἰδιαιτέρας παραδόσεις τῶν λαῶν. Ἡ χρῆσις τῆς τεχνολογίας δέν πρέπει νά γίνηται ἀδιακρίτως καί ἄνευ ἐπιγνώσεως τῶν κινδύνων, τούς ὁποίους συνεπάγεται. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐπαγρυπνῇ ὡς πρός τό θέμα τοῦτο.

Συναφές πρός τοῦτο εἶναι καί τό θέμα τῆς, ἐν πολλοῖς τῇ βοηθείᾳ καί τῆς τεχνολογίας, ραγδαίας ἀναπτύξεως τῶν ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων, ἰδίᾳ εἰς τόν χῶρον τῆς βιοτεχνολογίας. Αἱ δυνατότητες τῆς συγχρόνου ἐπιστήμης ἐξικνοῦνται μέχρι παρεμβάσεων εἰς τά ἐνδότατα τῆς φύσεως καί εἰς γενετικάς τροποποιήσεις δυναμένας νά ὁδηγήσουν εἰς θεραπείας ἀσθενειῶν, δημιουργοῦσαι ὅμως σοβαρά ἠθικά προβλήματα, ἐπί τῶν ὁποίων ἡ Ἐκκλησία δύναται καί ὑποχρεοῦται νά ἔχῃ λόγον.

Ὀφείλομεν νά ὁμολογήσωμεν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔχει ἐπιδείξει τήν δέουσαν εὐαισθησίαν ὡς πρός τό θέμα τοῦτο. Κατά τήν προηγουμένην Σύναξιν ἡμῶν ἐν ἔτει 2008 ἀπεφασίσθη ἡ συγκρότησις Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς Βιοηθικῆς, ἥτις καί, τῇ πρωτοβουλίᾳ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, συνῆλθεν ἐν Κρήτῃ εἰς πρώτην συνεδρίαν, ἀλλ᾿ ἡ ἀνταπόκρισις τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν δέν ὑπῆρξε τοιαύτη ὥστε νά ἐπιτρέψῃ τήν συνέχισιν τῆς προσπαθείας. Ἐλπίζομεν τοῦτο νά συμβῇ εἰς τό ἀμέσως προσεχές μέλλον ὥστε ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας νά ἀκουσθῇ καί ἐπί ἑνός τόσον σημαντικοῦ θέματος.

Ἐνωτιζομένη τά τρέχοντα ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά συνεχίσῃ καί ἐκείνη τάς προσπαθείας αὐτῆς καί διά τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ὅτε τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, πρῶτον ἐξ ὅλου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου, ἀνέδειξε τήν κρισιμότητα τοῦ θέματος τούτου, ἤδη ἐπί τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου ἡμῶν Πατριάρχου Δημητρίου, ἐν ἔτει 1989, καί διά σειρᾶς διεθνῶν ἐπιστημονικῶν συμποσίων ὑπό τήν αἰγίδα ἡμῶν ἐσυνέχισε τήν προσπάθειαν ταύτην, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρέμεινεν ἐπί πολύ ἡ μόνη χριστιανική φωνή ἐπί τοῦ σοβαροῦ τούτου θέματος.

Σήμερον καί ἄλλαι χριστιανικαί ἐκκλησίαι καί ὁμολογίαι ἀποδίδουν τήν δέουσαν σημασίαν εἰς τό κρίσιμον τοῦτο ζήτημα, ἀλλ᾿ ἡ Ὀρθοδοξία παραμένει πάντοτε ἡ κατ᾿ ἐξοχήν ἁρμοδία, ὡς ἐκ τῆς λειτουργικῆς καί ἀσκητικῆς παραδόσεως αὐτῆς, διά νά συμβάλῃ εἰς τήν ἀντιμετώπισιν τῆς κρίσεως αὐτῆς, ἡ ὁποία, ὡς ἐκ τῆς πλεονεξίας καί τοῦ εὐδαιμονισμοῦ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀπειλεῖ μέ καταστροφήν τήν δημιουργίαν τοῦ Θεοῦ.

Τέλος, ἡ Ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία ὀφείλει νά ἐνωτισθῇ μετά προσοχῆς καί συμπαθείας τά προβλήματα, τά ὁποῖα δημιουργεῖ διά τόν ἄνθρωπον ἡ οἰκονομική δομή τοῦ συγχρόνου κόσμου. Ὅλοι παριστάμεθα μάρτυρες τῶν ἀρνητικῶν συνεπειῶν διά τήν ἀξιοπρέπειαν καί τήν ἐπιβίωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς ἐκ τῶν οἰκονομικῶν κρίσεων, αἱ ὁποῖαι συνθλίβουν τόν ἄνθρωπον εἰς πολλάς περιοχάς τῆς γῆς καί μάλιστα εἰς χώρας ἐκ τῶν θεωρουμένων ὡς οἰκονομικῶς «ἀνεπτυγμένων». Ἀνεργία τῶν νέων, αὔξησις τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πτωχῶν, ἀβεβαιότης διά τήν αὔριον, πάντα ταῦτα μαρτυροῦν ὅτι πολύ ἀπέχει ἡ σύγχρονος ἀνθρωπότης ἐκ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦτο δέ οὐχί ἄνευ εὐθύνης καί ἡμῶν, οἵτινες ἐξαντλοῦντες πολλάκις τήν ποιμαντικήν μέριμναν ἡμῶν περί τά «πνευματικά» λησμονοῦμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκην τροφῆς καί στοιχειωδῶν ὑλικῶν μέσων, διά νά ζήσῃ ἐν ἀξιοπρεπείᾳ, ὡς πρόσωπον - εἰκών Θεοῦ. Εἶναι ἀνάγκη νά ἀκουσθῇ ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐπί τῶν θεμάτων τούτων, διά νά καταδειχθῇ ὅτι ὄντως κατέχει τήν ἀλήθειαν καί παραμένει πιστή εἰς τάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀλλά, διά νά συμβοῦν πάντα ταῦτα, πεφιλημένοι ἐν Κυρίῳ Ἀδελφοί, ἀπαιτεῖται μία ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ συνθήκη. Καί αὕτη εἶναι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν καί ἡ δυνατότης νά ἀρθρώσῃ ἑνιαῖον λόγον πρός τόν σύγχρονον ἄνθρωπον. Τοῦτο πρέπει νά ἀπασχολήσῃ καί τήν παροῦσαν Σύναξιν ἡμῶν ὡς ἐμπεπιστευμένων τήν εὐθύνην τῆς ἑνότητος τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας.

Ὡς γνωστόν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνίσταται ἐξ αὐτοκεφάλων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν, αἵτινες κινοῦνται ἐντός ὁρίων καθωρισμένων ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν χορηγησάντων τήν αὐτοκεφαλίαν Τόμων, ἔχουσαι τό δικαίωμα πλήρους αὐτοδιοικήσεως ἄνευ οἱασδήτινος ἔξωθεν ἐπεμβάσεως. Τό σύστημα τοῦτο, τό ὁποῖον ἐκληροδότησαν εἰς ἡμᾶς οἱ Πατέρες ἡμῶν, ἀποτελεῖ εὐλογίαν, τήν ὁποίαν δέον νά τηρήσωμεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ. Διά τοῦ συστήματος τούτου ἀποφεύγεται πᾶσα ἐκτροπή εἰς ξένας πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν ἀντιλήψεις περί ἀσκήσεως παγκοσμίου ἐξουσίας ὑφ᾿ οἱασδήτινος κατά τόπον Ἐκκλησίας ἤ Προκαθημένου αὐτῆς. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποτελεῖ κοινωνίαν αὐτοκεφάλων καί αὐτοδιοικουμένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Ἀλλ᾿ εἰς τοῦτο τό σημεῖον ἀκριβῶς ὑπόκειται ἕν σοβαρόν ἐρώτημα. Πῶς καί διά ποίου τρόπου ἐκφράζεται ἡ κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν; Ἡ ἱστορική πεῖρα κατέδειξεν ὅτι πολλάκις αἱ αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι φέρονται ὡς αὐτάρκεις Ἐκκλησίαι, ὡσάν νά λέγουν πρός τάς λοιπάς Ἐκκλησίας «χρείαν σου οὐκ ἔχω» (Α΄ Κορ. 12, 21). Ἀντί νά ἐπιζητήσουν συνεργασίαν μετά τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐπί θεμάτων ἀφορώντων εἰς σύνολον τήν Ὀρθοδοξίαν, ἐνεργοῦν αὐτοβούλως ἀναπτύσσουσαι διμερεῖς σχέσεις μετά τῶν ἐκτός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνίοτε μάλιστα μετά τινος πνεύματος ἀνταγωνισμοῦ. Ἄλλαι αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι διαφοροποιοῦν τήν στάσιν αὐτῶν ἔναντι τῶν μή Ὀρθοδόξων μή μετέχουσαι ἐνεργῶς εἰς πανορθοδόξως ἀποφασισθείσας ἐνεργείας.

Συμβαίνει μάλιστα προσφάτως καί πανορθοδόξως προσυνοδικῶς ληφθεῖσαι ἀποφάσεις νά μή τηρῶνται ὑπό τινων Ἐκκλησιῶν παρά τό ὅτι αὗται συνυπέγραψαν τάς ἀποφάσεις ταύτας. Τί δέ νά εἴπωμεν διά περιπτώσεις αὐτοβούλων ἀμφισβητήσεων κανονικῶν ὁρίων μεταξύ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, προκαλουσῶν παραπικασμούς καί ἐνίοτε διαταραχήν τῆς κοινωνίας αὐτῶν; Πάντα ταῦτα καθιστοῦν ἐμφανῆ τήν ἀνάγκην ἑνός ὀργάνου, θεσμικῶς ἤ μή κατοχυρουμένου, τό ὁποῖον νά ἐπιλύῃ τάς ἀνακυπτούσας διαφοράς καί τά δημιουργούμενα ἑκάστοτε προβλήματα, ὥστε νά μή ὁδηγώμεθα εἰς διαιρέσεις καί συγκρούσεις.

Ἐκ τούτων καταφαίνεται ἡ καιρία σπουδαιότης τῆς συνοδικότητος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὁ συνοδικός θεσμός ἀπετέλεσεν ἐξ ἀρχῆς θεμελιώδη πτυχήν τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Πᾶσα διαφορά ἤ ἀμφισβήτησις τόσον εἰς θέματα πίστεως ὅσον καί κανονικῆς τάξεως ἐτίθετο ὑπό τήν κρίσιν τῆς Συνόδου. Χαρακτηριστικόν παράδειγμα ἡ στάσις τοῦ Μ. Βασιλείου ἔναντι τοῦ ζητήματος τοῦ ἀναβαπτισμοῦ τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν, περί τοῦ ὁποίου εἶχε παραλάβει τήν αὐστηράν παράδοσιν τῶν προκατόχων του ἐν Καππαδοκίᾳ: τό ζήτημα δέον νά κριθῇ ὑπό συνόδου ἐπισκόπων, οἵτινες καί δύνανται νά τροποποιήσουν τήν προγενεστέραν παράδοσιν (κανόνες 1 καί 47). Πᾶσαι αἱ διαφοραί μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν ἤ ἐκτός αὐτῶν ἐκρίνοντο τελεσιδίκως ὑπό Συνόδων, εἰς τάς ἀποφάσεις τῶν ὁποίων τελικῶς ὑπήκουον καί οἱ διαφωνοῦντες («Ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω» Καν. 6 τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

Τό συνοδικόν τοῦτο σύστημα ἐτηρήθη καί τηρεῖται κατά τό μᾶλλον ἤ ἦττον εὐλαβῶς, ἐντός τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀπουσιάζει ὅμως ὁλοσχερῶς εἰς τάς μεταξύ αὐτῶν σχέσεις. Τοῦτο ἀποτελεῖ πηγήν μειζόνων προβλημάτων. Τοῦτο δημιουργεῖ τήν εἰκόνα μιᾶς Ὀρθοδοξίας πολλῶν Ἐκκλησιῶν καί οὐχί μιᾶς Ἐκκλησίας. Τοῦτο οὐδόλως συνᾴδει πρός τήν Ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν˙ ἀποτελεῖ ἐκτροπήν ἐξ αὐτῆς καί πηγήν δεινῶν. Ὀφείλομεν νά ἐνισχύσωμεν τόν συνοδικόν θεσμόν καί πέραν τῶν ὁρίων ἑκάστης τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν. Ὀφείλομεν νά ἀναπτύξωμεν τήν συνείδησιν μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί τοῦτο μόνον διά τῆς συνοδικότητος δύναται νά ἐπιτευχθῇ.

Πρό πεντηκονταετίας καί πλέον, ὅτε ὁ ἀοίδιμος ὁραματιστής Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἔκαμε τά πρῶτα βήματα, διά νά ἑνώσῃ τήν Ὀρθοδοξίαν, καθιερώθη ὁ θεσμός τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἀπό τάς ὁποίας προέκυψαν ἀποφάσεις κοιναί τῶν Ὀρθοδόξων ὡς πρός τά θέματα τά ἁπτόμενα τῶν σχέσεων μετά τῶν μή Ὀρθοδόξων. Αἱ ἀποφάσεις αὗται ἐθεωρήθησαν δεσμευτικαί δι᾿ ὅλας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας ἐνσωματωθεῖσαι, οἱονεί, εἰς τό «ἐσωτερικόν δίκαιον» ἑκάστης ἐξ αὐτῶν. Σήμερον αἱ ἀποφάσεις αὗται ἀμφισβητοῦνται ἤ καί βάλλονται ὅλως αὐθαιρέτως καί ἀντικανονικῶς ὑπό μερίδων ἐντός τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι μερίδες, δίκην οἰκουμενικῆς συνόδου, ἀμφισβητοῦν αὐτάς προκαλοῦσαι ἀναστάτωσιν εἰς τούς κόλπους τῶν πιστῶν. Ἀτυχῶς, τό φαινόμενον τοῦτο γίνεται ἀνεκτόν καί ὑπό τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν Ἐκκλησιῶν τινων μέ ἀπροβλέπτους συνεπείας διά τήν ἑνότητα τοῦ ποιμνίου των. Ἀλλά αἱ συνοδικαί ἀποφάσεις δέον νά εἶναι σεβασταί ὑπό πάντων, διότι μόνον τοιουτοτρόπως θά διατηρηθῇ ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀλλ᾿ αἱ Πανορθόδοξοι Διασκέψεις δέν ἐξήντλησαν εἰς ἑαυτάς τήν προσπάθειαν ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Λίαν ἐνωρίς ἐκρίθη ὑπ᾿ αὐτῶν ὡς ἀπολύτως ἀναγκαία ἡ συγκρότησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί τοῦτο ἐξηγγέλθη ἐπισήμως πρός πάντα τόν χριστιανικόν κόσμον καί ἤρξατο ἡ προπαρασκευή τοῦ μεγάλου καί ἱστορικοῦ τούτου γεγονότος. Ἡ θεματολογία τῆς Συνόδου περιωρίσθη τελικῶς εἰς δέκα θέματα, ἐκ τῶν ὁποίων τά ὀκτώ ἔχουν ἤδη ὁλοκληρώσει τό στάδιον τῆς προπαρασκευῆς καί κεῖνται ἐνώπιον ἡμῶν πρός κρίσιν ὑπό τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.

Τά ὑπολειφθέντα δύο θέματα, ἤτοι τοῦ τρόπου ἀνακηρύξεως Ἐκκλησίας τινος ὡς αὐτοκεφάλου καί τῆς σειρᾶς μνημονεύσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τά ἱερά Δίπτυχα προσέκρουσαν εἰς σοβαράς δυσκολίας κατά τήν προπαρασκευήν αὐτῶν, διό καί προεκρίθη ὑπό τῆς πλειονότητος τῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως μή ἀποτελέσωσιν ἐμπόδιον εἰς τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου περιοριζομένης εἰς τά ἤδη προπαρασκευασθέντα θέματα (ἑνός ἐξ αὐτῶν, τοῦ περί ἀνακηρύξεως Ἐκκλησίας τινός ὡς αὐτονόμου, χρήζοντος εἰσέτι ἐγκρίσεως ὑπό Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως).

Ἀλλά καί τά ἤδη προετοιμασθέντα πανορθοδόξως θέματα περιλαμβάνουν μεταξύ αὐτῶν καί τινα, τά ὁποῖα χρήζουν ποιᾶς τινος ἀναθεωρήσεως καί ἐκσυγχρονισμοῦ ὡς διατυπωθέντα καί συμφωνηθέντα εἰς ἐποχήν παλαιοτέραν, ὅτε ἴσχυον διάφοροι συνθῆκαι καί προϋποθέσεις. Τοιαῦτα εἶναι, ἐπί παραδείγματι, τά ἀφορῶντα εἰς τάς κοινωνικάς συνθήκας τοῦ κόσμου, ὡς καί εἰς τά τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τούς μή Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν κ.τ.τ.. Τά κείμενα ταῦτα δέον νά ἀναθεωρηθοῦν ὑπό εἰδικῆς πρός τοῦτο συγκροτουμένης Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὥστε νά ἔλθουν εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον προσηρμοσμένα εἰς τήν σημερινήν πραγματικότητα.

Καί ταῦτα μέν ὡς πρός τήν θεματολογίαν τῆς Συνόδου. Ἀλλ᾿ ὡς εἶναι ἐμφανές, πάντα τά προβλεφθέντα θέματα τῆς Συνόδου ἀφοροῦν εἰς ζητήματα ἐσωτερικῆς ζωῆς καί ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Οἱ καθορίσαντες τήν θεματολογίαν τῆς Συνόδου προκάτοχοι ἡμῶν ἔκριναν ὀρθῶς ὅτι ἐάν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν τακτοποιήσῃ τά τοῦ οἴκου της δέν δύναται νά ἀπευθυνθῇ μετ᾿ αὐθεντίας καί κύρους εἰς τόν κόσμον. Ἀλλ᾿ αἱ προσδοκίαι τοῦ κόσμου ἐκ τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά περιλαμβάνουν ἀσφαλῶς καί τήν ἀναφοράν αὐτῆς εἰς θέματα ἀπασχολοῦντα τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς ἡμῶν εἰς τόν καθημερινόν των βίον, καί διά τοῦτο ἐπιβάλλεται ὅπως ἡ Σύνοδος αὕτη ἐκπέμψῃ Μήνυμα ὑπαρξιακῆς σημασίας διά τόν ἄνθρωπον τῆς ἐποχῆς ἡμῶν. Τό Μήνυμα τοῦτο, καλῶς προητοιμασμένον καί πάλιν ὑπό εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς, διαμορφουμένου καί ἐγκρινομένου ὑπό τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου, θέλει ἀποτελέσει τήν φωνήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, τόν λόγον παρακλήσεως, παραμυθίας καί ζωῆς, τόν ὁποῖον ἀναμένει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

Ἀλλ᾿ ἡ συγκρότησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θέλει ἀπαιτήσει καί ὡρισμένας ὀργανωτικῆς φύσεως διευθετήσεις, ἐπί τῶν ὁποίων καλούμεθα νά σκεφθῶμεν καί ἀποφασίσωμεν κατά τήν παροῦσαν Σύναξιν ἡμῶν, ὡς τῶν πλέον ἁρμοδίων καί ὑπευθύνων πρός τοῦτο. Οὕτω, θά πρέπει νά σκεφθῶμεν καί ἀποφασίσωμεν περί τοῦ τρόπου συγκροτήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἤτοι περί τοῦ τρόπου ἐκπροσωπήσεως εἰς αὐτήν τῶν Ἁγιωτάτων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατά τρόπον δίκαιον καί σύμφωνον πρός τάς ἀρχάς τῆς ἐκκλησιολογικῆς παραδόσεως ἡμῶν. Κατά τήν πρώτην χιλιετίαν τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ὅτε ἴσχυεν ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν παλαιφάτων Πατριαρχείων, ἐθεωρεῖτο ἀπολύτως ἀναγκαῖον ὅπως ἐκπροσωπηθοῦν εἰς τάς Ἁγίας καί Οἰκουμενικάς Συνόδους ἅπαντα τά παλαίφατα Πατριαρχεῖα ἔστω καί διά μικροῦ ἀριθμοῦ ἐκπροσώπων.

Τό βάρος ἔπιπτεν ὄχι εἰς τόν ἀριθμόν τῶν παρόντων, ἀλλά εἰς τήν ἐξασφάλισιν τῆς ἐκπροσωπήσεως πάντων τῶν Ἀποστολικῶν Θρόνων. Κατά τήν διάρκειαν τῆς δευτέρας μ.Χ. χιλιετίας προσετέθησαν καί ἄλλα Πατριαρχεῖα καί αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι ἐπ᾿ ἀναφορᾷ πρός τήν κύρωσιν τοῦ καθεστῶτος αὐτῶν ὑπό μελλοντικῆς τινος Οἰκουμενικῆς Συνόδου (δι᾿ ὅσας ἐξ αὐτῶν δέν ἐδόθη τοιαύτη κύρωσις κατά τό παρελθόν). Κατ᾿ ἀναλογίαν, συνεπῶς, πρός τήν ἀρχαίαν παράδοσιν, εὐκταῖον θά εἶναι καί εἰς τήν περίπτωσιν τῆς μελετωμένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὅπως ἐκπροσωπηθοῦν κατ᾿ αὐτήν πᾶσαι αἱ σήμερον ἀνεγνωρισμέναι αὐτοκέφαλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ὑπό ἀριθμοῦ ἀντιπροσώπων καθορισθησομένου ὑφ᾿ ἡμῶν, εἰ δυνατόν ἐν τῇ Συνάξει ταύτῃ.

Ἕτερον θέμα ὀργανωτικῆς φύσεως, τό ὁποῖον χρήζει ἀντιμετωπίσεως ὑφ᾿ ἡμῶν, εἶναι τό ἀναφερόμενον εἰς τόν τρόπον λήψεως τῶν ἀποφάσεων ὑπό τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Διά λόγους δικαιοσύνης ἔναντι ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἀνεξαρτήτως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς ἐπιβάλλεται ὅπως ἑκάστη αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία διαθέτῃ μίαν μόνον ψῆφον κατά τήν λῆψιν τῶν τελικῶν ἀποφάσεων, τήν ὁποίαν θά ἐκθέτῃ ὁ Προκαθήμενος αὐτῆς κατά τήν ψηφοφορίαν. Κρίσιμον παραμένει τό ἐρώτημα ἐάν αἱ τελικαί ἀποφάσεις τῆς Συνόδου θά λαμβάνωνται καθ᾿ ὁμοφωνίαν ἤ κατά πλειονοψηφίαν τῶν μετεχουσῶν τῆς Συνόδου Ἐκκλησιῶν. Ἐάν ληφθῇ ὡς κριτήριον τῆς ἐπιλογῆς ἡμῶν ἡ ἀρχαία κανονική παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κανονική τάξις ἐπιβάλλει ὅπως τελικῶς ἐπικρατῇ εἰς τάς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων» (Καν. 6 τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Τοῦτο θά πρέπει νά ἴσχυεν ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ ἀκόμη καί περί θεμάτων πίστεως, δοθέντος ὅτι εἰς πολλάς ἐκ τῶν μεγάλων Συνόδων, ὡς ἡ Γ΄ Οἰκουμενική καί ἄλλαι, μετεῖχον καί οἱ ἐν τέλει ἀνακηρυχθέντες ὑπό τῆς Συνόδου αἱρετικοί καί ἀποβλητέοι τῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες ἀπετέλεσαν τήν μειονοψηφίαν. Προκειμένου, πάντως, περί θεμάτων κανονικῆς φύσεως, ἀναμφιβόλως ἡ ἐνδεδειγμένη ὑπό τῆς παραδόσεως τάξις ὁδηγεῖ εἰς τήν διά πλειονοψηφίας λῆψιν τῶν τελικῶν ἀποφάσεων χωρίς βεβαίως τοῦτο νά ἀποκλείῃ καί τήν πάντοτε εὐκταίαν ὁμοφωνίαν. Ἐναπόκειται εἰς ἡμᾶς νά ἀποφασίσωμεν καί περί τοῦ θέματος τούτου.

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ Ἀδελφοί,

Ἡ παροῦσα Σύναξις ἡμῶν εἶναι καιρίας σπουδαιότητος. Ἔρχεται εἰς μίαν ἱστορικήν συγκυρίαν κατά τήν ὁποίαν ἡ Ἐκκλησία ὑφίσταται ἰσχυρούς κλυδωνισμούς καί κρίνεται ἡ δυνατότης αὐτῆς νά ἀσκήσῃ τήν σωτήριον ἀποστολήν της. Τίποτε δέν εἶναι πλέον δεδομένον, ὡς ἦτο εἰς ἄλλας ἐποχάς˙ ὅλα ἠμποροῦν νά ἀλλάξουν ἀπό τήν μίαν στιγμήν εἰς τήν ἄλλην. Ὁ ἐφησυχασμός εἶναι πηγή καταστροφῆς. Οὔτε κρατικαί ἐξουσίαι δύνανται νά διασφαλίσουν τήν Ἐκκλησίαν, οὔτε πλοῦτος ἤ δύναμις κοσμική, οὔτε αἱ κοινωνίαι ἀποδέχονται τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἄνευ ἀμφισβητήσεων καί ἀντιρρήσεων. Σήμερον πρέπει νά πείσωμεν τούς ἀνθρώπους ὅτι διαθέτομεν λόγον ζωῆς, μήνυμα ἐλπίδος καί βίωμα ἀγάπης. Πρέπει πρός τοῦτο νά διαθέτωμεν κῦρος καί ἀξιοπιστίαν.

Βασικήν προϋπόθεσιν διά νά πείσωμεν τόν κόσμον ἀποτελεῖ πρώτιστα πάντων ἡ ἰδική μας ἐσωτερική ἑνότης. Εἶναι θλιβερόν καί ἐπικίνδυνον διά τό κῦρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τό νά ἐμφανιζώμεθα πολλάκις ἔναντι τῶν ἐκτός αὐτῆς διῃρημένοι καί ἀντιδικοῦντες. Ἔχομεν καί διδάσκομεν τήν τελειοτέραν ἐκκλησιολογίαν, ἀλλ᾿ ἀρνούμεθα ἐνίοτε νά τήν ἐφαρμόσωμεν. Ἔχομεν μίαν ἀκριβῆ τάξιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καθωρισμένην ὑπό τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀλλά δίδομεν ἐνίοτε τήν ἐντύπωσιν πρός τούς ἔξω ὅτι διαφωνοῦμεν ἀκόμη καί περί τοῦ ποῖος εἶναι «πρῶτος» ἐν ἡμῖν. Ἔχομεν τόν συνοδικόν θεσμόν ὡς αὐθεντίαν, πρός τήν ὁποίαν πάντες δέον νά συμμορφώνωνται, ἀλλ᾿ ἐπιτρέπομεν δι᾿ ὀλιγωρίαν ἤ κακῶς νοουμένην σκοπιμότητα, ὑποκρύπτουσαν πολλάκις ἀτομικήν αὐτοπροστασίαν, νά καταπατῶνται αἱ συνοδικαί ἀποφάσεις ὑπό μερίδων τῶν ποιμνίων ἡμῶν διεκδικουσῶν τό ἀλάθητον τῆς πίστεως. Γενικῶς εἰπεῖν, ἐμφανίζομεν σημεῖα διαλύσεως. Καιρός νά δώσωμεν προτεραιότητα εἰς τήν ἑνότητα τόσον ἐντός ἑκάστης τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, ὅσον καί μεταξύ τούτων.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἰς τήν ὁποίαν χάριτι Θεοῦ ἀνήκομεν, δέν διαθέτει ἄλλο ὄργανον διασφαλίσεως τῆς ἑνότητος αὐτῆς πλήν τῆς συνοδικότητος. Διά τόν λόγον αὐτόν ἡ περαιτέρω ἀναβολή τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πλήττει σοβαρῶς τήν ἑνότητα αὐτῆς. Ἡ εὐθύνη ἡμῶν διά τοῦτο εἶναι μεγάλη. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία καθ᾿ ὅλην τήν διάρκειαν τῆς ἱστορίας αὐτῆς μετά τό μετά τῆς Ρώμης μέγα Σχῖσμα, ὑπηρέτησε τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας συγκαλοῦσα κατ᾿ ἐπανάληψιν πανορθοδόξους Συνόδους, αἰσθάνεται καί σήμερον βαρύ τό χρέος αὐτῆς ἔναντι τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος. Ἀλλ᾿ εὐτυχῶς εἰς τοῦτο δέν εἶναι μόνη. Καί αἱ λοιπαί αὐτοκέφαλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀπέδειξαν πρό πεντηκονταετίας καί πλέον ὅτι ἐπιθυμοῦν σύγκλησιν Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ἤδη ἐπέστη ὁ καιρός, καί «οἱ καροί οὐ μενετοί». Τό τέλειον τῆς προπαρασκευῆς δέν ἔχει τέλος. Ἄς ἀρκεσθῶμεν εἰς τά ἄχρι τοῦδε συμπεφωνημένα. Ἄς λύσωμεν ἄνευ χρονοτριβῆς ἐν ἀγάπῃ καί κατά τούς Ἱερούς Κανόνας ὅσας τυχόν διαφοράς εἰσέτι ἔχομεν εἰς τάς μεταξύ ἡμῶν σχέσεις. Ἄς «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν» τόν ἕνα ἐν τριάδι Θεόν καί τόν ὑπέρ πάντων ἀνεξαιρέτως παθόντα καί ἀναστάντα Κύριον εἰς ἕνα κόσμον, ὁ ὁποῖος ἔχει τόσην ἀνάγκην τοῦ κηρύγματος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἄς χωρήσωμεν εἰς τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τό ταχύτερον δυνατόν, καί ἄς ἀφήσωμεν τόν Παράκλητον νά ὁμιλήσῃ, ἐπαφιέμενοι εἰς τήν πνοήν Του.

Ταῦτα, πεφιλημένοι ἐν Κυρίῳ Ἀδελφοί, ἀπό ἀδελφικῆς καρδίας ἐπί τῇ ἐνάρξει τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνάξεως ἡμῶν.

"Τῷ δέ δυναμένῳ ὑπέρ πάντα ποιῆσαι ὑπερεκπερισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἤ νοοῦμεν, κατά τήν δύναμιν τήν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν, αὐτῷ ἡ δόξα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ εἰς πάσας τάς γενεάς τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων. Ἀμήν" (Ἐφεσ. 3, 20-21).