e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Το Καντούνι τση Γουρούνας

Γράφει η Διονυσία Μούσουρα-Τσουκαλά

Ήταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια, χρόνια κατοχής, σκλαβιάς, πείνας, φόβου.
Με την κήρυξη του πολέμου, μαζευτήκαμε όλοι στο σπίτι του νόνου μου του Κωνσταντή, στο Μπανάτο, όπου βρισκόταν στο Καντούνι τση Γουρούνας.
Όταν ζούσαν ακόμα οι «παλιοί», που μπορεί να ήξεραν από πού προέκυψε το όνομα του, δεν αναρωτήθηκα ποτέ, επομένως, δεν σκέφτηκα και να ρωτήσω, απλά δεχόμουνα ότι έτσι το έλεγαν. Αργότερα όταν γεννήθηκε η περιέργεια και θέλησα να μάθω, ρώτησα όσους είχαν απομείνει, κανένας δεν μπορούσε να θυμηθεί. Εκτός, κι αν υπάρχει κάποιος/α που θα μπορούσε να με διαφωτίσει έστω και τώρα, πολύ θα το ήθελα.
Απέναντι, οι Ιταλοί είχαν επιτάξει το δίπατο σπίτι κι είχαν στήσει την Καραμπινιαρία τους. Έκτοτε, λιγόστεψε πολύ η κίνηση και κανείς δεν περνούσε από μπροστά, πήγαιναν όλοι από την πίσω μερία, εκεί που ήταν η πηγάδα, που τροφοδοτούσε με νερό όλη τη γειτονιά, τώρα πια, δεν έχει απομείνει παρά μόνο το φιλιατρό να θυμίζει ότι υπάρχει «ξεροπήγαδο» εκεί για προφύλαξη των περαστικών.
Είχαν επιτάξει και το φούρνο του χωριού, υποχρεώνοντας γυναίκες κι άνδρες να ζυμώνουν, για να καλύπτουν τις ανάγκες, όχι των κατοίκων βέβαια, αλλά των κατακτητών. Ανάμεσα στις ζυμώστρες και δυο θείες μου αγαπημένες. Δεν έφτανε η δική τους πείνα, ήμασταν κι εμείς τα μικρά που χωνόμαστε στα πόδια τους προσπαθώντας να βρούμε κάτι να φάμε. Φυσικά εγώ δεν θυμάμαι το περιστατικό, (μολονότι θυμάμαι την πείνα που ένιωθα), αλλά μου το έλεγαν αργότερα όταν μεγάλωσα. Κρυβόμουνα, λέει, γύρω στα βελέσια της θείας μου, σηκωνόμουν στις μύτες των ποδιών για να φτάνω τη σκάφη κι έβαζα κρυφά το μικρό μου χεράκι να πάρω και να γλείψω λίγο ζυμάρι...
Ευαίσθητη και γλυκιά η θεία μου η Διονυσία, σε βαθιά γηρατειά τώρα, μου είχε ιδιαίτερη αδυναμία, για κείνα τα δύσκολα χρόνια, εκείνο το λίγο ζυμάρι που έπαιρνα κρυφά από τη σκάφη που ζύμωνε για τον κατακτητή και κάθε φορά που βρισκόμαστε δεν παρέλειπε να μου το θυμίζει... ιδιαίτερα κάθε φορά που άκουγε τη παπαδιά να παραπονιέται, πως ήμουν πολύ «τσιλίβα» και δεν ήξερε τι να με κάνει...