Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα
Έθαψαν το μαντήλι της μητέρας
Που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντήλι το λεκιασμένο απ' το αίμα
Τ' αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι
Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή
Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ' αδέρφια τους μετρούνε
Τους μετρούν και κλαίνε
[Από την ποιητική συλλογή: Το ξύλινο άλογο (1955)]
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ' αρχής πάλι το ταξίδι
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει...
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι' η ώρα πλησίασε;
Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι' ευλάβεια τού φέρναμε.
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι' αισθάνομαι τα χέρια μου
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ' οδηγεί;
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι' υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.
Εν συντριβή βαδίζοντα.
[Από την ποιητική συλλογή: Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)]