e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Γραφειοκρατικός χριστιανισμός

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ | Η Καθημερινή, 04.01.2015

22 Δεκεμβρίου 2014, ο Πάπας απευθύνει λόγο στην Κουρία.

Όποιος αναζητήσει τη λέξη martalismo, marthalisme, marthalism ή Martha complex σε ένα ιταλικό, γαλλικό ή αγγλικό λεξικό αντίστοιχα δεν θα τη βρει. Το ίδιο βέβαια και τη λέξη μαρθισμός ή κάτι παρόμοιο σε ένα ελληνικό λεξικό. Η λέξη είναι πλάσμα του Πάπα Φραγκίσκου, από το όνομα της μαθήτριας του Χριστού Μάρθας, και τη χρησιμοποίησε στον εόρτιο, ενόψει των Χριστουγέννων, χαιρετισμό του προς τα μέλη της Κουρίας (22.12.2014). Θυμίζω το περιστατικό που μας διασώζει μόνο το Κατά Λουκάν (10, 38-42). Ο Χριστός πηγαίνει στο σπίτι της Μάρθας, η οποία από τη χαρά της τσακίζεται να τον περιποιηθεί, ενώ η αδερφή της η Μαρία δεν την βοηθάει καθόλου, παρά κάθεται και ακούει τον Επισκέπτη. Κάποια στιγμή η Μάρθα παραπονιέται στον Χριστό («Κύριε, ου μέλει σοι ότι η αδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονείν;») και του ζητάει να της πει να βάλει κι αυτή ένα χέρι. Ο Χριστός δεν θα συμμεριστεί το παράπονό της, μα θα την επιπλήξει κιόλας που περισπάται με πολλά, και επαινεί, αντίθετα, τη Μαρία, που προσηλώνεται στο ένα και μόνο που έχουμε ανάγκη.

Στη βαρυσήμαντη αυτή ομιλία ο Πάπας απαρίθμησε δεκαπέντε νοσήματα που έχουν προσβάλει την Κουρία (και από τα οποία βέβαια κανείς μας δεν είναι απαλλαγμένος). Σοφά ο Πάπας ξεκινάει την απαρίθμησή του με το αίσθημα των ανθρώπων της Κουρίας πως είναι αθάνατοι, απρόσβλητοι, απαραίτητοι. Μια βόλτα σε ένα νεκροταφείο, προτρέπει ο Πάπας, μπορεί να τους λυτρώσει από αυτόν τον πειρασμό. Τα νεκροταφεία είναι πράγματι γεμάτα από αναντικατάστατους. Τον πυρήνα ωστόσο της πνευματικής νοσογραφίας, όπως την αποτύπωσε ο Πάπας Φραγκίσκος, αποτελεί ο γραφειοκρατικός ακτιβισμός μέσα στην Εκκλησία. Το δεύτερο νόσημα του παπικού καταλόγου καλείται μαρθισμός, ενώ στην τέταρτη θέση τοποθετείται ο υπερβολικός προγραμματισμός και ο υπαλληλισμός. Μαρθισμός είναι η ασταμάτητη δραστηριότητα, μέρα νύχτα, γεμάτη άγχος και ταραχή. Οσοι πάσχουν από το νόσημα αυτό στριφογυρίζουν αδιάκοπα, χωρίς να κάθονται λεπτό «παρά τους πόδας του Ιησού» να ακούσουν τον λόγο του. Δεν ξεκουράζονται ποτέ, ούτε σωματικά ούτε ψυχικά, γεγονός που ήδη αποτελεί αμαρτία, αφού στον άνθρωπο έχει δοθεί, με τον Δεκάλογο, η θεϊκή εντολή να ξεκουράζεται.

Εννοείται πως ο ακτιβισμός τον οποίο καταγγέλλει ο Πάπας δεν είναι εκείνος των ανθρώπων που κοπιάζουν για τους συνανθρώπους, αλλά είναι ο υπολογιστικός ακτιβισμός του γραφειοκράτη και καριερίστα κληρικού (και κάθε άλλου καριερίστα). Πράγματι τίποτε πιο θλιβερό από ιερείς και επισκόπους που σκέφτονται και ενεργούν σαν μάνατζερ. Μάνατζερ της Χάρης του Θεού! Τρέχουν πάνω κάτω, προγραμματίζουν και οργανώνουν, οχυρωμένοι πίσω από τα ντοσιέ τους ασχολούνται με το πρωτόκολλο παρά με τον πλησίον, άφιλοι και σκληρόκαρδοι, συσσωρεύουν υλικά αγαθά, τιμές και δόξες, εμπλουτίζουν την γκαρνταρόμπα τους (τα άμφιά τους!) και πασχίζουν διαρκώς για την αύξηση της εξουσίας τους, ναρκισσεύονται, ανταγωνίζονται και διαγκωνίζονται, κυκλοφορούν στους διαδρόμους της εξουσίας φλυαρώντας και κακολογώντας, εντάσσονται σε μικρές και κλειστές ομάδες, ζουν διπλή ζωή και υποκρίνονται, λατρεύουν και κυρίως λείχουν τον εκάστοτε αρχηγό, περιφέρονται αγέλαστοι και θλιμμένοι, αδιάφοροι για όλους, με το βλέμμα σταθερά προσηλωμένο στην καριέρα τους.

Ο Πάπας είπε βαριές κουβέντες στους ανθρώπους της Κουρίας, τους αποκάλεσε ούτε λίγο ούτε πολύ «εχθρούς του σταυρού του Χριστού». Μίλησε στην Κουρία για την Κουρία, με λόγια αληθινά και όχι με εθιμοτυπικές ψευτιές. Είπε αυτά που ξέρουμε όλοι για την Κουρία και εν γένει για τις εκκλησιαστικές γραφειοκρατίες όλων των χριστιανικών Εκκλησιών. Διαβάζοντας την ομιλία του, είχα την εντύπωση ότι αναφερόταν σε επισκόπους και αρχιμανδρίτες Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι παρόντες καρδινάλιοι και επίσκοποι χειροκρότησαν χλιαρά, οι περισσότεροι ενοχλήθηκαν. Ο Πάπας Φραγκίσκος έχει ξεκινήσει ήδη τη μεταρρύθμιση της Κουρίας. Είναι αποφασισμένος, παρά τις αντιδράσεις, να την συνεχίσει και να την ολοκληρώσει. Είναι φανερό ότι παίζει το κεφάλι του. Το ξέρει και δεν τον νοιάζει.

Ο Πάπας είπε κάποια στιγμή στην ομιλία του ότι κάθε μέρα λέει μια προσευχή του αγίου Τόμας Μορ και ότι αυτό τον βοηθάει πολύ. Την συνέστησε μάλιστα και στους άλλους. Την μεταφράζω πρόχειρα, όπως παρατίθεται στην αγγλική μετάφραση της παπικής ομιλίας:

«Χάρισέ μου, Κύριε, καλή χώνεψη αλλά και κάτι να ’χω να χωνέψω. Χάρισέ μου σωματική υγεία και την απαραίτητη αίσθηση του χιούμορ για να την διατηρήσω. Χάρισέ μου μια απλή ψυχή, που να ξέρει να θησαυρίζει μέσα της κάθε καλό και να μην τρομάζει εύκολα στη θέα του κακού, αλλά να βρίσκει τρόπους να επανορθώνει τα πράγματα. Χάρισέ μου μια ψυχή που να μη γνωρίζει τη βαρεμάρα, την γκρίνια, τους αναστεναγμούς και τις θρηνωδίες, ούτε το υπερβολικό άγχος εξαιτίας αυτού του εμποδίου που λέγεται “εγώ”. Χάρισέ μου, Κύριε, την αίσθηση του χιούμορ. Δώσε μου τη χάρη να μπορώ να δέχομαι τα αστεία, να βρίσκω λίγη χαρά σε αυτή τη ζωή και να είμαι ικανός να την μοιράζομαι με άλλους». Αμήν! Καλή χρονιά!

Το πατροπαράδοτο "πάλκο του Φωτώνε" και οι λοιπές διακοσμήσεις για τη μεγάλη Γιορτή

Γράφει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας 
































Ολημερίς σήμερα, προπαραμονή των Θεοφανίων, ασχοληθήκαμε -οι τηρητές των πατρικών παραδόσεων- με το στήσιμο του πάλκου του Φωτώνε, στον ναό της Παναγούλας μας, εδώ στο Μπανάτο, όπου θα γίνει αύριο και μεθαύριο ο καθιερωμένος Μέγας Αγιασμός!

Όσοι μας ακολουθούν -ως πιστοί αναγνώστες του πολυπεριοδικού μας- γνωρίζουν ότι το πάλκο του Φωτώνε, είναι εκ των ών ουκ άνευ για τον εορτασμό! Επί του πάλκου τα σχετικά τραπέζια, η σκαλουνάδα που συμβολίζει τη θεία συγκατάβαση και επιφάνεια, παντού πάμπολλα πορτοκάλια ή νεράτζια, πλησμονή προτοκαλόφυλλων ή νερατζόφυλλων, διακόσμηση με το φυτό, που ονομάζουμε "σπαθί", οι καλλιτεχνικές αγιαστήρες (έργα ανθοδετικής, πραγματικά), η αναγεννησιακού τύπου κολυμπήθρα, γνωστή σ' εμάς ως "κόγκα" (ποικίλει ανάλογα με τις δυνατότητες του ναού) κι εντέλει το μεράκι του Εφημερίου, μαζί με τους συνεργάτες του, εκείνους πάντως που πασχίζουν να ομορφύνουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, την λαμπρή γιορτή των Επιφανίων του Θείου Λόγου!

Δεν μπορούμε να μην θυμηθούμε κάτι και που παλαιότερα έχουμε επαναλάβει. Είναι τόση και τέτοια η επιμέλεια των Ζακυνθινών Ιερέων για το πάλκο του Φωτώνε, ώστε ο παλαιός λόγιος της Ζακύνθου Ανδρέας Α. Αβούρης, διασώζει το εξής περιστατικό, στο μικρό (αλλά μεστό περιεχομένου) βιβλίο του "Τύποι Ιερέων" [τύποις Καθημερινής, Ζάκυνθος 1940, σσ. 14-16]: 

"(…)
          Την εποχήν εκείνην συνήθειζον -όπως και τώρα- εις τας εκκλησίας την ημέραν των Θεοφανείων να στήνουν εις την μέσην παράλληλα του αρχιεπισκοπικού θρόνου το λεγόμενον πάλκο επί του οποίου ετελείτο η Βάπτισις. Μεταξύ δε των κεντρικών ναών εγεννάτο η άμιλλα εφημερίων και επιτρόπων περί του καλυτέρου, πλουσιωτέρου και υψηλοτέρου πάλκου.
          Πάντοτε όμως νικητής ανεδεικνύετο ο παπά Σαράντης με το πάλκο που κατεσκεύαζε εις τους αγίους Πάντας. Κάποια χρονιά όμως που η άμιλλα επρομηνύετο ζωηροτέρα και ελέγετο ότι το πάλκο της Μητροπόλεως θα ήτο το καλύτερο, εβάλθηκε ο παπά Σαράντης να κατασκευάση το πάλκο των αγίων Πάντων ασυναγώνιστο.
          Και το κατεσκεύασεν ως εξής.
          Εδανείσθη από την κάνεβα του Κομούτου δύο μεγάλα βουτσιά (κρασοβάρελα) και όρθια εστερέωσε εις αυτά ένα πανύψηλο πάλκο σχεδόν ως το ταβάνι της εκκλησίας. Εμπρός από αυτό εις τας δύο πλευράς ετοποθέτησε τα δύο ορειχάλκινα μανουάλια, και τους πέντε αμφιθεατρικούς πάτους του εγέμισε με άνω των ογδοήκοντα κεριών, με τους πολύχρωμους χάρτινους κρίνους. Εις την μέσην της κορυφής του πάλκου ελαμπύριζεν ο ασημένιος σταυρός του καπίτολου και υπ’ αυτόν η χρυσότευκτος εικών της Βαπτίσεως. Από το έδαφος έως το μέρος που θα ετελείτο η τελετή της βαπτίσεως ήσαν έξη σκαλοπάτια στρωμένα με βαρύτιμον τάπητα. Το όλον δε πάλκο ήτο στολισμένον με νεραντζόφυλλα και τσούφες πορτοκάλια. Εις ένα τέτοιο πάλκο χαρούμενος και υπερήφανος την ημέραν των Θεοφανείων ετέλεσε την Βάπτισιν με πάσαν μεγαλοπρέπειαν ο παπά Σαράντης και ήτο ενθουσιασμένος διότι κατά την κοινήν ομολογίαν το πάλκο της Μητροπόλεως ήτο κατώτερον από το πάλκο των Αγίων Πάντων. Όλην την ημέραν των Φώτων ο παπά Σαράντης, δεν είχε άλλη κουβέντα από το ωραίο πάλκο. Το βράδυ όμως παρά την συνήθεια του αργούσε να υπάγη σπίτι του. Όταν παρήλθεν η ώρα άρχισαν η παπαδιά και τά παιδιά του να ανησυχούν και επήγαν προς ανεύρεσίν του. Μάταια όμως τον ανεζήτησαν εις το σπετσαρίο του Καρακίτσου κι όπου αλλού εσύχναζε.
          Τελευταία επήγανε και στο σπίτι του υπηρέτου (νόντσολου) των Αγίων Πάντων. Εκεί τους είπον ότι ο νόντσολος είνε στην εκκλησία με τον παπά. Έτρεξαν εις την εκκλησίαν η θύρα της οποίας ήτο κλεισμένη, αλλά εσωτερικώς κατέλαμπε από άπλετη φωταγωγία. Εκτύπησαν και όταν ο νόντσολος άνοιξε και εμπήκαν είδαν όλα τα κεριά του πάλκου αναμμένα και τον παπά Σαράντη να κάθεται ξαπλωμένος σε μια πολυθρόνα εμπρός από το πάλκο και να θαυμάζη τη φωταγώγησί του.
          -Τι κάνεις εδώ και επήγαμε να βουρλιστούμε γυρεύοντάς σε; τού λέει η παπαδιά.
          Και ο παπά Σαράντης χωρίς να παύση να κυττάζη το πάλκο τής λέγει.
          -Την αυγή που έκανα τη Βάπτισι δε μπορούσα να γοδέρω ετούτο το ωραίο θέαμα και για δαύτο το καμαρώνω τώρα.
          (…)"

Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, με το δάκτυλο υψωμένο δείχνοντας προς τον Χριστό

Αρχιμ. Παντελεήμονος Μανουσάκη, Ph.D., Καθηγητού Φιλοσοφίας


Για το Νυχθημερόν και τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Από σήμερα, Κυριακή προ των Φώτων, μέχρι και την επομένη των Θεοφανίων, κεντρική μορφή στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας αναδεικνύεται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, η σύναξη του οποίου εορτάζεται την επομένη των Φώτων, ως υπηρέτου του μυστηρίου της βαπτίσεως του Κυρίου. Για τον αγ. Ιωάννη η πιο συστηματική θεολογική μελέτη στην Ορθόδοξη γραμματεία είναι ίσως αυτή του πατρός Σεργίου Μπουλγκάκωφ (Sergius Bulgakov), τιτλοφορούμενη Ο Φίλος του Νυμφίου, έργο το οποίο αποτελεί τον δεύτερο τόμο της αποκαλουμένης ελάσσονος τριλογίας.[1] Τις λίγες σκέψεις που ακολουθούν για το πρόσωπο του αγ. Ιωάννου του Προδρόμου τις δανειζόμαστε από την μελέτη μας για την εσχατολογία στο έργο του Γερμανού θεολόγου και μάρτυρος Dietrich Bonhoeffer.[2] Εκ πρώτης όψεως ίσως να φανεί παράταιρη η διακειμενική προσέγγιση των δύο αυτών μορφών: τί το κοινό μπορεί να έχουν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο Dietrich Bonhoeffer; 
          Η θέση που υποστηρίξαμε στην εν λόγω μελέτη, και την οποία παρουσιάζουμε για πρώτη φορά στα Ελληνικά εδώ, βρίσκει στο πρόσωπο του Προδρόμου την ακριβή και εύγλωττη ενσάρκωση μια έννοιας, την οποία χρησιμοποιεί ο Γερμανός θεολόγος, προκειμένου να ασκήσει κριτική σε όσους συναδέλφους του είχαν σπεύσει να δανείσουν ένα θεολογικό δεκανίκι στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία της εποχής τους. Ή έννοια αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί με τον νεολογισμό το προθύστατο (das Vorletzte, the penultimate), καθότι βρίσκεται σε αξιολογική (και όχι μόνο χρονική) σχέση προ του ύστατου και του εσχάτου. Η προτεσταντική θεολογία, που είχε θέσει εαυτήν στην κρατική υπηρεσία της φασιστικής ιδεολογίας που εκπροσώπησε η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, προσπάθησε να καθαγιάσει εγκόσμιες δομές όπως το κράτος, το έθνος, ο γάμος και η εργασία θεωρώντας τες αναπόσπαστα στοιχεία της δημιουργίας (Schöpfungsordnungen). Το επιχείρημα ήταν πως, αν οι προαναφερόμενοι θεσμοί ήσαν μέρος της δημιουργίας, τότε δεν θα μπορούσαν παρά να θεωρηθούν ως εγγενώς καλοί. Ο Bonhoeffer αντέταξε σε αυτό το επιχείρημα την θέση ότι οι ενδοκοσμικές δομές όπως το έθνος, ο γάμος και η εργασία σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να απολυτοποιηθούν, αφού αντλούν το νόημά τους μόνον σε σχέση με το έσχατο. Η αξία τους, δηλαδή, είναι σχετική και κρίνεται από τον βαθμό στον οποίον εξυπηρετούν την εσχατολογική πραγματικότητα, την οποία η Εκκλησία προσδοκά και προγεύεται (υπ᾽ αυτήν την έννοια είναι αμφίβολο εάν ο γάμος θα μπορούσε να θεωρηθεί μυστήριο— αλλά αυτό αποτελεί το θέμα μιας άλλης εργασίας). Η πρόγευση αυτή συνίσταται ακριβώς στη εν μέρει κατάργηση των θεσμών αυτών (δεν είναι τυχαίο ότι ο μοναχισμός βρίσκει τον πρόδρομό του στο πρόσωπο του Προδρόμου).

Ο Γάλλος φιλόσοφος Paul Ricoeur είχε παρατηρήσει πως αφηρημένες έννοιες βρίσκουν πολλές φορές καλύτερη επεξήγηση, όταν ενσαρκώνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα και αφηγήσεις. Για παράδειγμα, όταν οι Έλληνες θέλανε να μιλήσουν για τον ηρωισμό μιλούσαν για τον Αχιλλέα, τον αρχετυπικό ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, ή, όταν θέλανε να περιγράψουν την συζυγική πιστότητα, φέρναν το παράδειγμα της Πηνελόπης, κ.ο.κ. Η «φρονητική» αυτή προσέγγιση, εφάμιλλη της θεωρητικής, την οποία προτιμά η φιλοσοφία, μας επιτρέπει να δούμε στο πρόσωπο του Προδρόμου την εικόνα του προθύστατου. 
            Το επίθετο Πρόδρομος, το οποίο προτιμά η Ορθόδοξη παράδοση σε σχέση με το Βαπτιστής, δεν δηλώνει ακριβώς πως ο Ιωάννης είναι για τον Ιησού ό,τι το προθύστατο για το ύστατο; Στο Ευαγγέλιο η μορφή του αγ. Ιωάννη εισάγεται με τον στίχο του Ησαΐα: τοιμσατε τν δν Κυρου (Μθ. 3:3, Ησ. 40:3)— δεν είναι εκείνος η οδός, αλλά η ετοιμασία της οδού, ο πρό-δρομος της βασιλείας, ο ερχομός της οποίας όχι μόνον επίκειται αλλά και επείγεται (δη δ ξνη πρς τν ῥίζαν τν δνδρων κεται, Μθ. 3:10).
            Εξ αιτίας ακριβώς αυτού του ρόλου ως προ-δρόμου, ο Ιωάννης στερείται ταυτότητος: εφ᾽ εαυτού και δίχως αναφορά σ Εκείνον, στον οποίον συνεχώς παραπέμπει δεν είναι κανείς. Εξ ού και η απορία όσων δυσκολεύονται να τον εντάξουν σε ένα από τα προκατασκευασμένα σχήματα:

τε πστειλαν ο ουδαοι ξ εροσολμων ερες κα Λευτας να ρωτσωσιν ατν· Σ τς ε; κα μολγησεν κα οκ ρνσατο· κα μολγησεν τι γ οκ εμ Χριστς. κα ρτησαν ατν· Τ ον; λας ε σ ; κα λγει· Οκ εμ. προφτης ε σ; κα πεκρθη, Ο. επoν ον ατ· Τς ε; να πκρισιν δμεν τος πμψασιν μς· τ λγεις περ σεαυτο; φη· γ φων βοντος ν τ ρμ... (Ιω. 1:19-29).

Μία προς μία αρνείται ο Ιωάννης τις απόπειρες του όχλου να ενταχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες τις οποίες εκείνοι αναγνωρίζουν. Ο Χριστός, ο Ηλίας, ο προφήτηςδεν είναι παρά απελπισμένες προσπάθειες να εξομαλυνθεί το προθύστατο, να εκφυλιστεί το σε ό,τι δεν είναι: στην εκπλήρωση μιας προσδοκίας αντί του υπομνήματός της. Γι αυτό τον λόγο ο Ιωάννης αρνείται την όποια αυτοαναφορική ταυτότητα, προτιμώντας να ορισθεί μόνο ως ένα σημάδι, μια φωνή: γ φων βοντος ν τ ρμ. Απογοητευμένοι από την απάντησή του, ο συγκεντρωμένος όχλος ζητά τώρα το λόγο της εξουσίας του: Τ ον βαπτζεις, ε σ οκ ε Χριστς οτε λας οτε προφτης; (Ιω. 1:25). Εδώ ακριβώς κρίνεται η «ταυτότητα» του Προδρόμου ως άρνηση της αυτοαναφορικότητας που εξαντλείται στο προ- μιας χρονικής ακολουθίας, που παραπέμπει χωρίς να οικειοποείται σε Εκείνον που είναι πέραν του Εαυτού (του):

γ βαπτζω ν δατι· μσος δ μν στηκεν ν μες οκ οδατε, ατς στιν πσω μου ρχμενος, ς μπροσθν μου γγονεν, ο γ οκ εμ ξιος να λσω ατο τν μντα το ποδματος (Ιω. 1:26-27).

Είναι απολύτως σημαντικό να συλλάβουμε το παράδοξο στην τελευταία αυτή απάντηση του Ιωάννη: το ύστατο έρχεται μετά από το προθύστατατο ως ανώτερό του, επειδή το ύστατο και έσχατο είναι, κατά μία άλλη έννοια, πριν από το προθύστατο, το τελευταίο προηγείται του προτελευταίου, το προτελευταίο υπάρχει μόνο για χάριν του τελευταίου, του εσχάτου τα ερχόμενα προηγούνται των παρόντων. Εδώ αποδεικνύεται πως το προθύστατο είναι για την θεολογία σχήμα πρωθύστερο.
                                                                                                                                               
            Στις όχθες του Ιορδάνου η παλαιά κτίση συναντά την νέα. Ο Ιωάννης στέκεται στο κατώφλι μεταξύ παλαιάς και καινής διαθήκης της πρώτης είναι ο τελευταίος προφήτης, της δεύτερης ο πρώτος μάρτυρας. Στον Ιωάννη συναντάμε τον τελευταίο ιερέα κατά την τάξιν Ααρών (ο Ιωάννης κληρονομεί την ιερωσύνη από τον πατέρα του Ζαχαρία, πρβλ. Λκ. 1:5, 13), στον δε Ιησού αναγνωρίζουμε τον πρώτον μιας νέας ιερωσύνης κατά την τάξη Μελχισεδέκ (Ψλ. 110, Εβρ. 5:6), πτωρ, μτωρ, γενεαλγητος, μτε ρχν μερν μτε ζως τλος χων, φωμοιωμνος δ τ υἱῷ το Θεο, μνει ερες ες τ διηνεκς (Εβρ. 7:3). Δεν υπήρχε, όμως, η πρώτη εκείνη ιερωσύνη ως προεικόνιση της δεύτερης; Και άρα δεν αντλούσε τον λόγο της ύπαρξής της απαυτήν την δεύτερη;


            Στον περίφημο πίνακα της Σταυρώσεως του Grünewald, συναντάμε και πάλι τον Ιωάννη, τούτη την φορά δίπλα από τον σταυρό. Είναι και αυτή μια περίπτωση, στην οποία ο καλλιτέχνης θεολογεί, στην προκειμένη περίπτωση με το να παραλλάζει την ιστορική ακρίβεια. Για το Ευαγγέλιο δίπλα από το σταυρό του Χριστού στάθηκε ένας άλλος Ιωάννης, ο αγαπημένος μαθητής, και έγινε εκείνος μάρτυρας της θυσίας Του. Ο Grünewald υποκαθιστά τον έναν Ιωάννη με τον άλλο, τον Θεολόγο με τον Πρόδρομο. Η υποκατάσταση είναι σημαντική: τούτη την στιγμή, ιδιαιτέρως τούτη την στιγμή της άκρας ταπείνωσης αλλά και της δόξας του Υιού του Ανθρώπου, ο Ιωάννης μεταμορφώνεται ολόκληρος σε αυτό το δάκτυλο που σημαίνει (άλλωστε ολόκληρη η ζωή του και η διακονία του δεν υπήρξε τίποτα άλλο από αυτό το δεικτικό ecce homo) ή, όπως ο παρακείμενος αμνός μας υπενθυμίζει, όλη η διακονία του Ιωάννη, ακριβώς ως προ-δρόμου, έγκειται σε αυτό το δε μνς το Θεο (Ιω. 1:29). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε στο σημείο αυτό πως κατά την Βυζαντινή τεχνοτροπία το σώμα του Χριστού στην εικόνα της Βαπτίσεως προσομοιάζει με το σταυρωμένο σώμα του Κυρίου, έτσι η φράση δε μνς το Θεο, την οποία λέγει ο Ιωάννης κατά την Βάπτιση προδιατυπώνει ήδη το σταυρικό πάθος, ώστε η υποκατάσταση του Grünewald να μην είναι άστοχη, αντιθέτως μας αποκαλύπτει το βάθος της βαπτίσεως.

            Λέγεται πως ο μεγάλος προτεστάντης θεολόγος Karl Barth κράταγε ένα αντίγραφο του πίνακα του Grünewald στο γραφείο του ως συνεχή υπόμνηση πως το καθήκον του θεολόγου είναι αυτό που συμπυκνώνεται στο δάκτυλο του Ιωάννη: να κατευθύνει τα μάτια του αναγνώστη προς τον Χριστό και, ταυτοχρόνως, μακρυά από τον ίδιο τον εαυτό του.[3] Δεν πρέπει να έχουμε την προσδοκία, πόσο μάλλον την απαίτηση, από τους αναγνώστες μας να συναντήσουν στο έργο μας εμάς τους ίδιους, αλλά Εκείνον τον οποίο κάθε λόγος μας οφείλει να καταδεικνύει.


            Στο διάσημο φρέσκο της Καθόδου στον Άδη, από το παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας, συναντάμε τον Ιωάννη για μια τελευταία φορά, και πάλι δίπλα στον Θριαμβευτή της Ζωής, και πάλι στην ίδια απεικόνιση με αυτή του Grünewald, με το δάκτυλο υψωμένο δείχνοντας προς τον Χριστό. Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, όπως διατυπώνεται και στο απολυτίκιο του αγίου (χαίρων εηγγελίσω κα τος ν δ), ο Ιωάννης κατήλθε στον Άδη πριν από τον Χριστό, ώστε να επιτελέσει και εκεί τον ρόλο του ως προ-δρόμου και να ετοιμάσει και εκεί, στο βασίλειο του θανάτου, τν δν Κυρου. Έτσι η προδρομική διακονία του επεκτείνεται πριν από την γέννησή του (όταν για πρώτη φορά συνάντησε τον Κύριό του και εσκίρτησε από την χαρά του ήδη στην κοιλιά της μητέρας του Ελισάβετ, Λκ. 1:44) και μετά τον θάνατό του. Το να είναι κανείς πρόδρομος του Κυρίου υπερβαίνει τα όρια την βιολογικής μας ζωής.

            Η παρουσία του Προδρόμου στην κατάδυση του Κυρίου στα ύδατα του Ιωάννου γίνεται το σημείο ανακεφαλαίωσης της τριπλής βαπτισματικής «κατάδυσης» του Κυρίου: η ορατή κατάδυση είναι αυτή που αναφέραμε, εντός του Ιορδάνου, δηλαδή, εντός της υλικής κτίσεως και δημιουργίας, οι άλλες δύο καταδύσεις υπήρξαν μυστικές (και, ούτως ειπείν, μυστηριακές), η πρώτη, αυτής της ενσαρκώσεως στην κοιλία της Θεοτόκου, κάθοδος εντός της ανθρωπίνης φύσεως, η τρίτη η κάθοδος εντός της «κοιλίας» του Άδου, διά του πάθους και της σταυρικού θανάτου Του. Η παρούσα στιγμή της Βαπτίσεως του Κυρίου υπό του Ιωάννου μας υπενθυμίζει την πρώτη κάθοδο και προδιατυπώνει την έσχατη: σε τούτο το παρόν ανακεφαλαιώνονται τόσο το παρελθόν όσο και το μέλλον.



[1] Ο τόμος σε μετάφραση στην αγγλική από τον Boris Jakim κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο Eerdmans το 2003 (The Friend of the Bridegroom: on the Orthodox Veneration of the Forerunner).
[2] John Panteleimon Manoussakis, “At the Recurring End of the Unending: Bonhoeffer’s Eschatology of the Penultimate” στον τόμο Cruciform Philosophy: Dietrich Bonhoeffer and Philosophy, επιμέλεια των Jens Zimmermann and Brian Gregor, Bloomington: Indiana University Press, 2009, σελ. 226-244.
[3] Eberhard Busch, The Great Passion: An Introduction to Karl Barth’s Theology, μετάφραση Geoffrey W. Bromiley (Grand Rapids: Eerdmans, 2004), σελ. 6.