Γράφει
ο φοιτητής ΜΗΝΑΣ ΣΤΡΑΒΟΠΟΔΗΣ
Σκοτάδι
στους δρόμους, ησυχία. Ξαφνικά συνειδητοποιώ
ότι βρίσκομαι σε έναν από αυτούς. Κοιτάω
το ρολόι μου, τι ώρα είναι; Οι δείκτες
του ρολογιού, αν και δείκτες δεν δείχνουν,
γυρίζουν σαν τρελοί γύρω-γύρω. Που
βρίσκομαι; Άγνωστο το τοπίο, ρημαγμένα
κτήρια στο διάβα μου. Κοιτάζω αριστερά,
κοιτάζω δεξιά, γκρίζο και θολό το τοπίο.
Προχωρώ λίγα μέτρα παραπέρα. Ένας ψίθυρος
ακούγεται, ο οποίος εν αγνοία μου με
κατευθύνει προς αυτόν. Μπροστά μου μια
μεταλλική, μαύρη και κρύα καγκελόπορτα.
Προσπαθώ να την ανοίξω, δεν μπορώ, έχει
κολλήσει από την σκουριά. Τέλος, τα
καταφέρνω. Ακούγεται ο ανατριχιαστικός
ήχος του τριξίματος της πόρτας και ο
ήχος αυτός σπάει σε κομμάτια την
εκκωφαντική αυτή σιωπή. Η κατακερματισμένη
σιωπή μαζεύει τα κομμάτια της και
επαναφέρει το περιβάλλον στην αρχική
του κατάσταση.
Μπαίνω
μέσα, λάσπες γεμίζουν τα παπούτσια μου,
μια λακκούβα γεμάτη βρώμικο νερό μπροστά
μου και ο ψίθυρος να μεγαλώνει. Ξαφνικά,
το βλέμμα μου σταματά σε κάτι γκρίζο,
σηκώνω λίγο το κεφάλι, ένας σκονισμένος
και μαυρισμένος από τον χρόνο τάφος
ορθώνεται απέναντί μου. Πάνω του στέκεται
μια ξεθωριασμένη και ξεκολλημένη από
την βάση της φωτογραφία. Βρίσκομαι σε
νεκροταφείο. Όλων τα μάτια τα νιώθω
καρφωμένα πάνω μου, είναι των νεκρών,
είναι αυτών που κάποιοι παράτησαν εκεί
να σαπίσουν. Οι ξεχασμένες φωτογραφίες
με κοιτάζουν με τρόμο! Θέλουν να με
κατασπαράξουν! Κάνω ένα βήμα πίσω να
φύγω, σκοντάφτω στην λακκούβα με το
βρώμικο νερό, ο ψίθυρος γίνεται βοή,
ανυπόφορη, δεν την αντέχω, θέλω να φύγω! Σηκώνομαι, αρχίζω να τρέχω. Ψάχνω να
βρω την έξοδο, δεν υπάρχει. Ψάχνω να βρω
την αρχή και το τέλος, δεν υπάρχουν.
Υπάρχει μονάχα το «τώρα» και ο αγώνας
και πρέπει αριστοτεχνικά να τα συνδέσω,
για να βρω τη λύση. Σαν από μηχανής θεός
εμφανίζεται πάλι η ίδια μεταλλική μαύρη
και κρύα καγκελόπορτα, η οποία μου ζητά
απεγνωσμένα να εκπληρώσει τον ιερό
σκοπό της. Την ανοίγω και βγαίνω και
χάνομαι…
Άνοιξα
τα μάτια μου. Ένα λευκό ταβάνι. Ήμουν
σπίτι μου. Ήμουν ιδρωμένος και
αναστατωμένος. Με είχε πάρει ο ύπνος.
Ένα απαλό αεράκι δρόσιζε το κορμί και
την ψυχή μου. Ξαφνικά ένας ήχος, έμοιαζε
σαν ένα ραδιόφωνο, που ψάχνει απεγνωσμένα
να βρει συχνότητα. Μια την έβρισκε, μία
την έχανε. Τέλος, σταθεροποιήθηκε.
Ακουγόντουσαν τα τοπικά νέα. Σηκώθηκα,
ήθελα να δω από πού έρχεται αυτός ο ήχος,
βγήκα στο μπαλκόνι. Ο καλοκαιρινός ήλιος
τύφλωσε αρχικά τα μάτια μου, μα αυτά
εύκολα προσαρμόστηκαν. Κοίταξα απέναντι.
Γνώριμη εικόνα, γνώριμη φυσιογνωμία.
«Αδύνατον!», σκέφτηκα. Κοίταξα καλύτερα.
Όλα εκεί. Η κληματαριά με τα ώριμα
σταφύλια της να κρέμονται από πάνω της,
έχοντας αυτά εναποθέσει όλες τους τις
ελπίδες στο κλαδάκι που τα ένωνε με την
υπόλοιπη κληματαριά, για να μην βρεθούν
στο έδαφος και η δουλειά ενός ολόκληρου
χρόνου πάει χαμένη. Πίσω από αυτήν
στέκεται αγέρωχα ένα λευκό, παλιό, μα
φιλόξενο σπιτάκι. Κάτω από την κληματαριά
ένα άσπρο τραπεζάκι, πάνω σε αυτό, το
μαύρο, παλαιού τύπου ραδιόφωνο να παίζει
τον σκοπό του, τυλιγμένο μέσα σε δύο
γέρικα και ροζιασμένα χέρια πολύ οικεία.
Σήκωσα λίγο το βλέμμα μου. Πίσω από το
τραπεζάκι, σε μια καρέκλα, καθόταν ένας
γεράκος με λιγοστά μαλλιά στο κεφάλι,
ένα μικρό μουστάκι, γκρίζο και βλέμμα
που να αστράφτει. Ήρεμος και σίγουρος
ατένιζε τον κάμπο της Ζακύνθου, ενώ
παράλληλα άκουγε από το ραδιόφωνο τα
νέα. «Ο αγαπημένος μου παππούς!»
Κατέβηκα
γρήγορα τις σκάλες του σπιτιού, είχα
μια πολύ έντονη επιθυμία να του μιλήσω.
Βγήκα έξω, πολύ ζέστη, ο Αύγουστος είχε
φτάσει σχεδόν στο τέλος του, μα η ζέστη
δεν έλεγε να φύγει. Μάλλον περνούσε καλά
εδώ. Περπάτησα μέσα από το χωράφι που
ενώνει τα δύο σπίτια. «Παππού!» φώναξα,
«εγγονάκι μου!» φώναξε και σηκώθηκε και
αγκαλιαστήκαμε.
Πήρα
μια καρέκλα και κάθισα απέναντί του. Ο
παππούς πάντα με το που με έβλεπε, έβρισκε
ευκαιρία να μου δίνει συμβουλές και εγώ
πάντα έψαχνα αφορμή, για να μου τις δώσει
και να τις αξιοποιήσω. Το πρόσωπό του
σήμερα ήταν λίγο σκοτεινιασμένο. «Παππού,
τι έχεις;» ρώτησα. «Τι να έχω πουλάκι
μου, αυτό το χαζοκούτι» κι έδειξε το
ραδιόφωνο «μόνο δυσάρεστα λέει. Από πού
να αρχίσω; Πυρκαγιές, τροχαία, πολιτικά.
Μα πιο πολύ δεν στεναχωριέμαι για αυτά,
αυτά είναι εφήμερα και περνάνε, τα
παίρνει μαζί του ο χρόνος, δεν έχουν
δύναμη να αντισταθούν. Στεναχωριέμαι
για σας, την γενιά σας που τώρα κάνει τα
πρώτα της βήματα. Εμείς κουτσά-στραβά
τα καταφέραμε, ναι είχαμε και εμείς
δυσκολίες, μα άλλες οι εποχές τότε.
Στεναχωριέμαι για τον κόσμο που σας
παραδίδουμε εγγονάκι μου, προσωπικά
ντρέπομαι δεν είναι κοινωνία αυτή.»
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε «Δύο
τύποι ανθρώπων είναι οι χειρότεροι να
ξέρεις, ο ρουφιάνος και ο ψεύτης, η
κοινωνία μας; Γεμάτη! Βούρκος σκέτος!
Κοίτα να μην παρασυρθείς, το μόνο όπλο
σου σε αυτά είναι η γνώση, με αυτήν θα
τα καταφέρεις.»
Σταμάτησε
για λίγο να μιλά. Κοίταξα κάτω, είχε
δίκιο ο παππούς, το αντίδοτο σε όλα είναι
η γνώση. Η γνώση πλαταίνει τον νου του
ανθρώπου, τόσο που μπορεί να κυριέψει
τον κόσμο ολόκληρο και αν όχι τον υλικό,
τον άυλο σίγουρα. Στην τσιμεντένια αυλή,
ρόγες από σταφύλι κείτονταν και κάπου
εκεί ανάμεσα μια σειρά από δεκάδες
μυρμήγκια δούλευαν ακατάπαυστα και
ακούραστα για τα προς το ζην. Άλλα
κουβαλούσαν ψίχουλα, άλλα κουβαλούσαν
άλλα μυρμήγκια, κάποια άλλα, τα πιο
δυνατά μάλλον, κουβαλούσαν ακόμα και
ψόφιες σφήκες. Εργαζόντουσαν σκληρά,
ήταν ζήτημα επιβίωσης για αυτά.
«Ωστόσο
πουλάκι μου», συνέχισε ο παππούς, «η γνώση
μόνη της δεν φτάνει, χρειάζεται και η
κρίση. Η κρίση είναι αυτή που θα σε κάνει
να κρίνεις σωστά, άρα να επιλέγεις σωστά
και άρα να πράττεις σωστά. Η επιλογή,
κατά βάση, είναι η ειδοποιός διαφορά,
έτσι ξεχωρίζεται η ήρα από το στάρι.
Όταν ήμουν γύρω στα είκοσι και κατοχικά
στρατεύματα είχαν καταλάβει το νησί,
εγώ επέλεξα να αντισταθώ σε αυτό, μαζί
με μια ομάδα ανθρώπων, δεν επέλεξα να
γίνω προδότης, όπως κάποιοι έπραξαν.
Είχαμε, λοιπόν, σαν ομάδα αντίστασης
στα κατοχικά στρατεύματα μια αποστολή
να φέρουμε εις πέρας, η οποία θα πρόσθετε
ένα μικρό λιθαράκι στο οικοδόμημα που
όλοι οι Έλληνες μαζί χτίζαμε και το
ονομάζαμε: "Ελευθερία της Ελλάδας". Η
αποστολή ήταν απλή, να καταστρέψουμε
ένα γερμανικό άρμα μάχης. Στήσαμε,
λοιπόν, μια ενέδρα, λίγο έξω από την
πόλη. Μία μέρα πριν, όμως, είχα ως προσωπική
αποστολή να θάψω κάποια όπλα στην ρίζα
της πολύ μεγάλης ελιάς που έχουμε λίγο
έξω από το χωριό, για να τα πάρει από
εκεί ένας άλλος που θα τα μετέφερε στο
σημείο που έπρεπε. Εκείνη την νύχτα
όμως, εντελώς τυχαία, Γερμανοί ήρθαν
στο σπίτι μου για έλεγχο, τα όπλα τα είχα
κρυμμένα μέσα σε ένα τοίχο που είχα
σκάψει, με αποτέλεσμα να μην τα βρουν.
Με πίεσαν να τους πω ό,τι ήξερα γενικά,
επέλεξα να μην πω λέξη, να μην προδώσω,
ευτυχώς με πίστεψαν, λίγο αργότερα τα
όπλα ήταν θαμμένα εκεί που έπρεπε.
Εκπλήρωσα και εγώ και αυτά εν τέλει την
αποστολή μας. Θα μπορούσα να είχα μιλήσει
και αστραπιαία να είχαν πεθάνει όλοι
οι υπόλοιποι με τους οποίους οργανώσαμε
την ενέδρα. Δεν το έκανα, βρήκα το σθένος
να μην το κάνω, είχα το χρέος να σώσω την
Ελλάδα, ήταν ο μόνος τρόπος για να σώσω
τον εαυτό μου».
Σταμάτησε
πάλι να μιλά, το πρόσωπό του ήταν πολύ
σκεπτικό. Πάνω στο τραπεζάκι δίπλα από
το ραδιόφωνο, το οποίο τώρα είχε σταματήσει
να παίζει, υπήρχε ένα λευκό και λιτό
φλιτζανάκι με ελληνικό καφέ. Το φλιτζανάκι
άχνιζε ακόμα. Μάλλον η γιαγιά θα του το
είχε φέρει δευτερόλεπτα πριν πάω. Με
είδε που κοίταζα το φλιτζάνι με τον καφέ
και είπε: «Το έχω συνήθεια μετά το φαγητό
να πίνω ένα φλιτζανάκι καφέ, πες το
συνήθεια, πες το αρρώστια, πες το σίγουρα
πάντως ανελευθερία. Ξέρεις τι θα πει να
εξαρτάσαι πάνω από εξήντα χρόνια, την
ώρα μετά το φαγητό, από ένα φλιτζανάκι
με ζεστό καφέ ζουμί; Μην σε ξεγελά έτσι
απλό και ακίνητο που στέκεται στο
τραπέζι. Η δύναμη του είναι θανατηφόρα.
Κάθε αντικείμενο όταν συνδυάζει τις
ιδιότητές του με την επανάληψη γίνεται
ανίκητο. Απόρροια; Η ανελευθερία του
ανθρώπου. Έτσι και αλλιώς είναι τόσο
άνθρωπος για να είναι ελεύθερος, δέσμιος
όλων, αντικειμένων, προσώπων και
περιστάσεων. Κοίταξε εσύ να έχεις πάθη,
μα να βρίσκεις το σθένος να λευτερώνεσαι
από αυτά. Ίσως το χειρότερο και πιο
επικίνδυνο από όλα να είναι το χρήμα.
Να θυμάσαι, το χρήμα είναι το μέσο, όχι
αυτοσκοπός. Όποιοι το βλέπουν ως αυτοσκοπό
καταστρέφονται, μπορεί όχι σωματικά,
σίγουρα πάντως ψυχικά».
Σηκώθηκε
πήγε για λίγο μέσα στο σπίτι και ύστερα
γύρισε. «Να, πάρε αυτό», μου είπε και μου
έδωσε μια μικρή, μεταλλική, χρυσή
σφυρίχτρα, «μου την είχε δώσει ο δικός
μου παππούς και την κρατώ από τότε σαν
ενθύμιο. Ποτέ δεν κατάφερα να ελευθερωθώ
από αυτήν. Πάρ’την και σου δίνω και την
συμβουλή κάποια μέρα να βρεις την δύναμη
να την πετάξεις, να απελευθερωθείς από
αυτήν, εγώ δεν τα κατάφερα».
Σταμάτησε
απότομα την φράση του. «Τι έγινε παππού;»
ρώτησα. «Αχ εγγονάκι μου, τι είναι ζωή;
Ένα παίξιμο των βλεφάρων σου. Τι είναι
ο άνθρωπος; Ό,τι προλάβεις να δεις σε
αυτό το χρονικό διάστημα που παίζουν
τα βλέφαρά σου. Μα αυτό, το εφήμερο
συμβαίνει μόνο στο σώμα. Η ψυχή ποτέ δεν
χάνεται. Τι είναι ο θάνατος; Μια πολύ
βαθιά εκπνοή, για να ελευθερωθεί η ψυχή,
η στερνή πνοή κάθε ανθρώπου, η πιο βαθιά
και η πιο ευτυχισμένη…»
Το
ξυπνητήρι χτυπούσε σαν τρελό μαζί με
την καρδιά μου. Ώστε ήταν όνειρο; Μα
φυσικά, πάνε σχεδόν τέσσερα χρόνια από
τον θάνατο του παππού. Πόσο ωραίο όνειρο,
μια συζήτηση που πραγματικά μου έχει
λείψει και θα μου λείψει. Έκατσα λίγο
στο κρεβάτι, κάτι με ενοχλούσε στο
παντελόνι της πιτζάμας μου, μα δεν έδωσα
σημασία, σηκώθηκα. Ένας μεταλλικός
γδούπος ακούστηκε στο ξύλινο πάτωμα.
Φοβήθηκα και κοίταξα τρομαγμένος. Ήταν
η σφυρίχτρα! Αδύνατον! Την κράτησα στα
χέρια μου, ένιωθα πάνω της τα ζεστά
αποτυπώματα από τα ροζιασμένα χέρια
του παππού μου, συγκλονίστηκα και τότε
το αποφάσισα, βγήκα στο μπαλκόνι τη
φίλησα και την πέταξα όσο πιο μακριά
μπορούσα. Δεν έχει ο άνθρωπος ανάγκη
υλικά για να θυμάται. Όλα βρίσκονται
στην καρδιά και το νου. Ο παππούς ήταν
υπερήφανος, εγώ ήμουν ελεύθερος και
μαζί με εμένα, έγινε και αυτός.
[Στη σχολιαστική φωτό: Τα πρώτα μαθήματα, έργο Νικολάου Γύζη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου