e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Ένα «παραπανίσιο» σουλάτσο

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ


Έλληνες είμαστε και παραμένουμε φυσικά, κι ας ζούμε για δεκαετίες μακριά από την αγαπημένη πατρίδα! Έλληνες, που μέσα στα όρια του εφικτού, τηρούμε κατά γράμμα τα ήθη και έθιμα του τόπου μας! Μολαταύτα, σεβόμαστε κι αποδεχόμαστε και τηρούμε, όχι μόνο τους Νόμους της δεύτερης πατρίδας, αλλά και πολλές από τις συνήθειες και αυτά που επικρατούν εδώ!
     Τα πρώτα χρόνια που ήρθαμε, εκτός από την σκληρή δουλειά, που απλόχερα μας πρόσφερε η καινούρια χώρα, (πέρασαν χρόνια για να την νιώσουμε δεύτερη πατρίδα, αφού αρνούμεθα να δεχτούμε πως εδώ θα ζήσουμε, υπολογίζαμε να φύγουμε το πολύ σε μια…πενταετία),  είχαμε και πολλές χαρές! Φυσικά νέες και νέοι ήρθαμε όλοι, αλλά στην πλειοψηφία, ελεύθεροι. Λίγοι ήταν, όπως εγώ, που ήρθαν παντρεμένοι με οικογένεια.
     Έτσι, για χρόνια είχαμε πολλούς κι απανωτούς γάμους κάθε Κυριακή! Πολλές Κυριακές, πηγαίναμε σε δυο και τρεις γάμους! (όπως και αλλού έχω αναφέρει). Γιατί τότε, είχαμε δημιουργήσει τις δικές μας, Ελληνικές, γωνιές, μέσα στην Μελβούρνη, τα δικά μας «γκέτο», αναγκαίο για να έχουμε γνωστούς κοντά μας, για να μην νιώθομε αποκομμένοι κι αποξενωμένοι, για να νιώθουμε ασφάλεια για να έχουμε την αίσθηση «πως ανήκουμε». Επί πλέον, οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε συγγενείς εδώ, έτσι δημιουργήθηκαν στενοί δεσμοί με φίλους και κουμπαριές που αποτέλεσαν την ευρύτερη οικογένεια μας!
     Προσκαλούσαμε όλους γνωστούς και φίλους σε κάθε μας χαρά! Πολλές οι χαρές τότε! Όπως, όταν πήραμε το πρώτο μας σπίτι, το ανοίξαμε και μπαινοβγαίνανε όλοι κι ήταν γεμάτο από χαρές και γέλια! Γιορτάζαμε, πάλι μαζευόμαστε όλοι και με τα πενιχρά μας, τότε, μέσα χαιρόμαστε!
     Μετά τους γάμους άρχισαν τα γεννητούρια! Να βίζιτες, να χαρές να Βαφτίσια! Τότε βέβαια δεν υπήρχαν απαιτήσεις ούτε για δώρα ακριβά, ή δεξιώσεις, ούτε ξέραμε τι ήταν αυτό, ούτε για ταξίδι μέλιτος, ούτε μεγαλεία. Πολλά ζευγάρια, αναγκάζονταν να γυρίσουν στη δουλειά αμέσως την επόμενη, δηλαδή  την Δευτέρα γιατί το βαλάντιο δεν άντεχε να χαθούν δύο  μεροκάματα, όταν υπήρχαν τόσες βασικές ανάγκες.
     Μετά το Στεφάνωμα, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση του ζεύγους, ακολουθούσαν οι απαραίτητες φωτογραφίες σε στούντιο φυσικά ελληνικό, για να στείλουν πίσω στην Μάνα και στον Πατέρα. Πολύ σημαντικό αυτό, όχι μόνο για να χαρούν με τη χαρά του παιδιού τους, αλλά και να ησυχάσουν κάπως, πως ο γιος ή η κόρη, νοικοκυρεύτηκε, έχει έναν δικό του άνθρωπο  πια και  θα κάνει οικογένεια! 
     Ένα απλό τραπέζι στο σπίτι που έμενε ο ένας από τους δυο από το νιόπαντρο ζευγάρι και μετά το γάμο θα έμεναν μαζί, μπόλικο κρασάκι ή μπύρα, ανάλογα με την εποχή, μπόλικη καλή διάθεση, χαρές και γέλια!
     Μετά, άρχισαν τα βαφτίσια! Όλα τα ζευγάρια λίγο πολύ, αποκτούσαν παιδάκι τον πρώτο χρόνο, απρογραμμάτιστο συνήθως, αφού η αντισύλληψη, τότε, κάτι ανήκουστο, άλλες χαρές και γλέντια πάλι εκεί! Η εγκυμοσύνη, ήταν όχι μόνο αναμενόμενη, άλλωστε γιατί  παντρεύτηκε το ζευγάρι αν όχι για να κάνει οικογένεια, αλλά θεωρείτο και «θέλημα Θεού». 
     Έτσι με απλότητα κι αγάπη, σμίγαμε όλοι, χωρίς μεγάλες προσδοκίες από τους γονείς για ακριβά δώρα ή ακριβά βαφτιστικά από Νουνό/Νουνά, αφού, οικονομικά, βράζαμε όλοι στο ίδιο  καζάνι! Αυτή η απλότητα, μας έφερνε όλους κοντά, πολύ κοντά! Τα φτωχικά μας σπίτια που διέθεταν τα απολύτως απαραίτητα και δανειζόμαστε επί πλέον καρέκλες ή πιάτα από το γείτονα, όταν σμίγαμε πολλοί,  ήταν πάντα ανοιχτά και γεμάτα κόσμο, ιδιαίτερα τις Κυριακές!
     Και μεγάλωναν τα παιδιά μας, κόπασαν οι πολλοί γάμοι και τα βαφτίσια κι η ζωή συνεχιζόταν με τις έγνοιες και τις αγωνίες της! Να ξεπληρώσουμε το σπίτι να μην μας τρώνε οι τόκοι, να καλυτερέψει η ζωή μας, να τελειώσουν το Σχολείο τα παιδιά μας, ανάλογα με τις προτιμήσεις και ικανότητας τους να συνεχίσουν σε ανώτερες σπουδές ή να μάθουν τέχνη ή να πιάσουν δουλειά αν δεν ήθελαν τίποτα από τα δυο! Να αγοράσουμε μεγαλύτερο και καλύτερο σπίτι ή να ανακαινίσουμε αυτό που έχουμε, κ.λπ. Να και τα ειδύλλια κι οι δεσμοί του γιου ή της κόρης, να και «οι γνωριμίες-προξενιά», ώστε να προλάβουμε «το κακό» και να μην μπλέξουν με ξένους τα παιδιά μας! Ομηρικοί καβγάδες και σοβαρά προβλήματα, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, όταν η κόρη ή ο γιος συνδεόταν με μη-Έλληνα και σκέφτονταν να παντρευτούν! 
     Γιατί τότε, πας μη Έλλην, βάρβαρος! Μα και με Ελληνικής καταγωγής να συνδέονταν, πρόκυπτε το θέμα, ιδιαίτερα για το κορίτσι, πως αν ο γαμπρός ήταν από την άλλη άκρη της Ελλάδας, φεύγοντας από εδώ, δύσκολο να βλέπουν το κορίτσι τους! Γιατί, είπαμε, «προορισμός σχεδόν όλων», η επιστροφή στην πατρίδα! Μερικοί έκαναν την ανάγκη φιλοτιμία και υποχωρούσαν στην επιλογή του παιδιού τους.
     Σε πολλές οικογένειες, όμως, τεράστιο το πρόβλημα μέχρι που ο πατέρας συνήθως, έδιωχνε από το σπίτι τον ανυπάκουο γιο ή κόρη κι ούτε στο γάμο δεν πήγανε! Σε πολλές περιπτώσεις, όταν η «ξένη νύφη» που απέρριψαν γεννούσε αγόρι, μαλάκωνε ο παππούς, γιατί προσδοκούσε να βγάλουν το όνομα του, πήγαινε στο Νοσοκομείο, ασήμωνε το μωρό κι επέρχετο η συμφιλίωση. Υπήρξαν και γονείς, όμως, που δεν γνώριζαν για χρόνια τα εγγόνια τους ή που δεν τα γνώρισαν ποτέ! Άλλα δράματα εκεί, αλλά θα μιλήσουμε άλλη φορά για αυτό το τόσο σοβαρό θέμα.
     Βέβαια, με τα χρόνια, ενσωματωθήκαμε στην Χώρα, συνηθίσαμε, βάλαμε νερό στο κρασί μας, δηλαδή τι νερό, το νερώσαμε τελείως, αφού αναγκαστικά δεχτήκαμε και μη-λευκούς και αλλόθρησκους στην φαμελιά!
     Εδώ θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρένθεση και να θίξω ένα σοβαρό θέμα σχετικά με τους μικτούς γάμους. Όλοι ανεξαιρέτως αγαπάμε και μάλιστα πάρα πολύ τον τόπο που γεννηθήκαμε, ακόμα κι αν είναι σε απομακρυσμένη περιοχή και όχι ανεπτυγμένη! Ως αποτέλεσμα, μένουμε προσηλωμένοι, στην πόλη ή το χωριό που μεγαλώσαμε και στα έθιμα του. Μολαταύτα, επειδή ζούμε σε ουδέτερο έδαφος, όταν παντρευτούν τα παιδιά μας ΔΕΝ έχουμε το δικαίωμα να επιβάλουμε αυτά τα τοπικιστικά μας έθιμα στα νέα μέλη της οικογένειας. Απλό παράδειγμα, στην Ζάκυνθο, απ΄ όπου κατάγομαι όπως γνωρίζετε, τα Χριστούγεννα συνηθίζουμε να τρώμε αυγολέμονο και μάλιστα πολύ βαρύ! Αν, π.χ., δεν αρέσει στον γαμπρό ή στη νύφη που κατάγονται από άλλα μέρη της Ελλάδας ή του κόσμου κι έχουν άλλες συνήθειες, βάση ποιας λογικής θα τους σερβίρω εγώ αυγολέμονο επιμένοντας πως…στον τόπο μου αυτό τρώγαμε; Κλείνω την παρένθεση γιατί το θέμα των μικτών γάμων είναι πολύπλοκο κι ατελείωτο.
     Να, λοιπόν,  γάμοι από την αρχή! Να χαρές να γλέντια, αλλά, άλλο περιβάλλον πια, άλλη νοοτροπία, άλλες απαιτήσεις της νέας γενιάς. Κι εμείς βάζαμε βαθιά το χέρι στην τσέπη για να ικανοποιήσουμε το παιδί μας, για να μην πει ο κόσμος, για να μην πουν οι συμπεθέροι και πάει λέγοντας! Κάποιοι γονείς, έφτασαν στην υπερβολή να πάρουν δάνειο με εγγύηση το σπίτι που με αίμα απόκτησαν για να μείνει ευχαριστημένη στο γάμο της η κόρη ή ο γιος!
     Είχαμε μεγαλώσει πια πολύ κι εμείς, είχαμε σκορπιστεί άλλος εδώ άλλος εκεί, αλλά προσπαθούσαμε τις περισσότερες φορές να κρατάμε κάποια επαφή με τους παλιούς φίλους. Έτσι στους γάμους των παιδιών μας, προσκαλούσαμε παλιούς φίλους και γείτονες!
     Με τα βαφτίσια των εγγονιών μας, όμως, άλλαζαν τα πράγματα! Δεν κάναμε πλέον εμείς κουμάντο, δεν μας έπεφτε λόγος, μολονότι πολλά από τα παιδιά μας, μας έδιναν το ελεύθερο να καλέσουμε κι εμείς μερικούς αποκλειστικούς φίλους! Τα παιδιά μας ανήκαν πια σε άλλους κύκλους, είχαν τους δικούς τους φίλους και συγγενείς κι από το καινούριο σόι! Αναπόφευκτα, σιγά-σιγά μέναμε πίσω, μείναμε μόνοι. Γιατί, εκτός των άλλων, όλοι σχεδόν για πολλά χρόνια, αφοσιωθήκαμε να μεγαλώσουμε τα εγγόνια μας ώστε να μην μεγαλώσουν σε ξένα χέρια όπως τα περισσότερα από τα δικά μας παιδιά. Είχαμε σκορπίσει και σε καινούριες περιοχές ώστε να είμαστε σχετικά κοντά στα παιδιά μας για να τα εξυπηρετούμε και αργά αλλά σταθερά, απομακρυνόμαστε  από παλιούς φίλους ακόμα και δικούς! Γιατί η ζωή, τραβάει μπροστά, το έχει αυτό το συνήθειο κι εμείς όλο και μέναμε πίσω.
     Μεγαλώναμε, γερνούσαμε και μαζί  με τα γεράματα, άρχιζαν και τα μεγάλα, συνήθως, προβλήματα υγείας. Πολυδουλεμένη και πολυκουρασμένη η γενιά μας, τι να σου κάνει. Τώρα πια, είχαν μεγαλώσει και τα εγγόνια μας πολύ και πολύ λίγο τα βλέπαμε. Είχαν δικά τους ενδιαφέροντα, δεν είχαν πια χρόνο για τη γιαγιά και τον παππού. Το άλλο πρόβλημα με τα εγγόνια, είναι η γλώσσα. Ελάχιστα από αυτά μιλούν Ελληνικά, ακόμα κι αυτά που πήγαν σε Ελληνικό Σχολείο! Πώς να συνεννοηθούν πια με το γέρο παππού και τη γριά γιαγιά και τι να πουν; Κι ας μας αγαπάνε πάρα πολύ! Ούτε γάμοι πολλοί πια στην παροικία, ούτε βαφτίσια, τα εγγόνια μας δεν βιάζονται να παντρευτούν, άσε που είναι πολύ νέα ακόμη.
     Όμως, άρχισαν οι θάνατοι, οι κηδείες πια! Όπως ήρθαμε ομαδικά καραβιές-καραβιές, έτσι ομαδικά φεύγουμε! Κι όλο συρρικνώνεται η παροικία κι όλο λιγοστεύουμε. Ακόμα και η κηδεία, εδώ, μέγα κοινωνικό γεγονός! Αρχίζει με την αγγελία θανάτου, ηλικία και καταγωγή του εκλιπόντος καθώς και λεπτομέρειες για την κηδεία στις Ελληνικές εφημερίδες. Αναγκαίο αυτό, γιατί μεγάλες οι αποστάσεις και η επικοινωνία όχι πάντα εφικτή και τακτική. Η αγγελία, συνοδεύεται από απαραίτητη φωτογραφία ώστε να αναγνωρίσουμε το άτομο και αν οι συνθήκες μας το επιτρέπουν, να αποτίσουμε φόρο τιμής και να πούμε το Ύστατο Χαίρε στον παλιό γείτονα, συνάδελφο, χωριανό κ.λπ. αλλά και να συμπαρασταθούμε στην οικογένεια. Φυσικά, ένα ακόμα κίνητρο, πως όταν έρθει κι η δική μας ώρα, δεν θα είναι ωραίο να μην μας συνοδεύσει κανείς και τα παιδιά μας να είναι μόνα! Επί πλέον, ευκαιρία να δούμε παλιούς γνωστούς και φίλους που δεν βλεπόμαστε πια. Μερικές/μερικοί (αγνοώ αν είναι δική τους παραγγελία ή αν οι οικείοι το αποφάσισαν) δεν βάζουν πρόσφατη σχετικά φωτογραφία στην αγγελία του θανάτου, αλλά της εποχής που ήρθαν στην Αυστραλία! Και βλέπεις μια δροσερή κοπέλα ή ένα παλικάρι στην φωτογραφία και διαβάζεις πιο κάτω, πως ήταν, 80 ή και 90 χρονών!
     Και τώρα ας μιλήσουμε για το «παραπανίσιο» σουλάτσο που αναφέρω στον τίτλο. Φυσικά είμαστε και παραμένουμε Έλληνες, σεβόμενοι και την Εκκλησία και την θρησκεία μας, αλλά καμιά φορά παραγίνεται το κακό με κάποιες «ιδιαιτερότητες» που μόνο για την Αυστραλία ισχύουν και καμιά άλλη χώρα με Ορθόδοξους Χριστιανούς! Εδώ, ο νεκρός δεν θάβεται την επόμενη μέρα του θανάτου, πολλοί και πρακτικοί οι λόγοι, δεν είναι της στιγμής, αυτό όμως ισχύει για όλους τους κατοίκους της Χώρας. Μπορεί να θαφτεί και μια βδομάδα αργότερα. 
     Επειδή η θρησκεία μας πρεσβεύει ότι ο νεκρός πρέπει να θάβεται την άλλη μέρα, τα πρώτα χρόνια, την τρίτη μέρα από το θάνατο, η άμεση οικογένεια, έπαιρναν παπά και πήγαιναν στο Γραφείο Κηδειών όπου εκρατείτο ο νεκρός στους ειδικούς ψυκτικούς θαλάμους, διάβαζε ο παπάς Τρισάγιο, άνοιγαν το φέρετρο και αποχαιρετούσε  η οικογένεια τον άνθρωπό της και ακολουθούσε μετά από μέρες η κηδεία. Πριν από χρόνια, όμως, οι εδώ εκκλησιαστικές αρχές ζήτησαν κι εφάρμοσαν το εν λόγω Τρισάγιο να γίνεται στην εκκλησία, αποβραδίς της κηδείας! 
     Έτσι, κουβαλάνε το νεκρό από το Γραφείο κηδειών στην εκκλησία,  όπου παρατάσσονται οι λυπημένοι, στη σειρά για να δεχτούν συλλυπητήρια, η ακολουθία κρατάει ακριβώς 6 λεπτά της ώρας, ούτε επτά, κι αφού περάσει και συλλυπηθεί  όλους το εκκλησίασμα, αποχωρεί ο νεκρός και οι περισσότεροι περνούν από το σπίτι για καφέ κ.λπ. Συνήθως, πιάνουν την κουβέντα μεταξύ τους και πάει η ώρα 11.00 μ.μ. λίγο νωρίτερα λίγο αργότερα, για να αδειάσει το σπίτι, να συμμαζευτεί εκ νέου, να πλυθούν φλυτζάνια, ποτήρια κ.λπ.  και να πάει για ύπνο η πολύ ταλαιπωρημένη και πικραμένη οικογένεια, γιατί όλη την εβδομάδα περνούν από το σπίτι γνωστοί και φίλοι για τα πρώτα συλλυπητήρια, και η επόμενη μέρα υπερβολικά κουραστική και δύσκολη! Κηδεία κανονική, συλλυπητήρια από όλους, αναχώρηση για ενταφιασμό, συνήθως μακριά το Νεκροταφείο κι επιστροφή στο χολ που έχουν κλείσει για το «τραπέζι» της παρηγοριάς!
     Με τραπέζι «επισήμων», βλέπε λυπημένων, στολισμένο με λουλούδια παρηγοριάς, όπου φίλοι ή γνωστοί αρχίζουν να  μιλούν για τον νεκρό, αναφερόμενοι στη ζωή και τα έργα του, παρένθεση:  Γιατί στην εκκλησία απαγορεύεται να εκφωνήσει επικήδειο λαϊκός, απλά η οικογένεια γράφει και δίνει στον ιερέα λίγα λόγια που τα διαβάζει εκείνος! Μετά τις ομιλίες και κατά τη διάρκεια του γεύματος, δείχνουν βίντεο σχετικά με τη ζωή του μεταστάντος.
     Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, γιατί στο γεύμα σερβίρεται και άφθονο κρασί, έτσι για το συχώριο,  μερακλώνουν συνήθως οι άνδρες, παραβλέπουν πού και για ποιο λόγο βρίσκονται και αρχίζουν συζητήσεις  για πολιτικά και άλλα θέματα, οι γυναίκες συζητούν για τα τρέχοντα, τα δικά τους και άλλα και περνάει σχεδόν όλη η μέρα για να λήξει το… πανηγύρι! Αντιλαμβάνεστε την υπερβολική κόπωση των λυπημένων με όλα αυτά, αλλά και του κόσμου.
     Θυμάμαι λίγα χρόνια πίσω, πήγα σε τέτοιο Τρισάγιο αποβραδίς της κηδείας περισσότερο από υποχρέωση. Έκανε φοβερή ζέστη με τον υδράργυρο να αγγίζει τους 44 βαθμούς Κελσίου! Δεν είχαμε μπει καλά στην εκκλησία, μόλις φέρανε την νεκρή και γίνεται διακοπή ρεύματος από την υπερφόρτωση, σβήνουν τα φώτα σβήνουν τα κλιματιστικά, κοντεύουμε να λιποθυμήσουμε οι περισσότεροι και μέχρι να τελειώσουν συλλυπητήρια και οι τυπικότητες και να βγούμε έξω, άρχισε να ξεπαγώνει και η νεκρή! 
     Το μεγάλο ερώτημα πολλών από εμάς, είναι, τι νόημα έχει να σουλατσάρουν τον πεθαμένο πάνω-κάτω αποβραδίς, αφού ξημερώνοντας η ημέρα, θα γίνει η κηδεία έτσι κι αλλιώς, ταλαιπωρώντας και την οικογένεια αλλά και τον κόσμο που το θεωρεί καθήκον να μην αφήσει την οικογένεια μόνη τέτοιες στιγμές; Ποιο θρησκευτικό σκοπό εξυπηρετεί αυτό το σουλάτσο, κι αν όντως υπάρχει τέτοιος σκοπός, για ποιο λόγο ισχύει κι επιβάλλεται μόνο στους Έλληνες της Αυστραλίας κι όχι της Ελλάδας ή άλλων Χωρών; 
     Τι χρειάζεται τελικά αυτό το παραπανίσιο σουλάτσο;
δ.μ.

  

Δεν υπάρχουν σχόλια: