e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Βρέχει στης ξενιτιάς τις γειτονιές, βρέχει και στην καρδιά μου

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

 

Πετάχτηκε  τρομαγμένη η Μαριέττα. Άνοιξε απότομα τα μάτια και κοίταξε γύρω για να βεβαιωθεί πως βρισκόταν στον οικείο της χώρο και δεν ήταν, παρά ο φριχτός εφιάλτης που  κάθε τόσο την τρομάζει. Αναστέναξε βαθιά, άνοιξε τα παράθυρα, κοίταξε έξω τη μουντή μέρα και πήγε στην κουζίνα, για τη συνηθισμένη της ρουτίνα.

        Πάνε πολλά χρόνια, αφότου είδε τον πρώτο εφιάλτη. Πάντα ο ίδιος, υπό διαφορετικές συνθήκες και τόπο κάθε φορά. Πάντα, σε εξωτερικό χώρο, ότι βρίσκεται σε γιορτή, υπαίθριο φεστιβάλ  ή κάτι παρόμοιο, με εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες κόσμο, ανάμεσα στα παιδιά και τα εγγόνια της, φίλους  και γνωστούς, αλλά και αγνώστους, κάθε φυλής και χρώματος, χαρούμενη, γελαστή κι ευτυχισμένη.

        Ξαφνικά, οι δικοί της άνθρωποι και όλοι οι γνωστοί εξαφανίζονται και βρίσκεται ανάμεσα σε άγνωστους, αδιάφορους και μάλλον εχθρικούς. Κοιτάζει γύρω  και δεν αναγνωρίζει κανέναν και τίποτα. Όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε την τσάντα της κρατάει πια ούτε το τηλέφωνό της. Την πιάνει πανικός και προσπαθεί να μιλήσει σε κάποιον, να ζητήσει βοήθεια, μα όλοι προχωρούν αδιάφοροι. Κάποτε, κάποιοι τη ρωτούν τι θέλει. Ξέρει τι θέλει, αλλά δε θυμάται κανέναν αριθμό για να ζητήσει να τηλεφωνήσουν εκ μέρους της, θέλει να τους πει να την πάνε στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα, που θα νιώθει ασφαλής. Μα η φωνή δε βγαίνει, δεν μπορεί να αρθρώσει  λέξη και όλοι προχωρούν ανήμποροι να την βοηθήσουν, αλλά και αδιάφοροι..

        Κοιτάζει γύρω με απόγνωση. Στρέφονται όλοι γελώντας σαρκαστικά και απειλητικά, την σπρώχνουν, τη βρίζουν την πετάνε κάτω έτοιμοι να την τσαλαπατήσουν. Σε κείνο το σημείο, συνέρχεται απότομα γεμάτη τρόμο και ανοίγει τα μάτια, για να βεβαιωθεί ότι είναι ασφαλισμένη στο σπίτι της. Κάθε φορά, ο φόβος από τον εφιάλτη δεν την αφήνει όλη ημέρα, μολονότι γνωρίζει, εφιάλτης είναι.

        Άλλες φορές πάλι, βλέπει ότι ξαφνικά βρίσκεται ολομόναχη σε τελείως άγνωστο τόπο. Είναι στην άκρη της θάλασσας κι επάνω μεγάλος και απότομος βράχος κι εκεί που κοιτάζει να βρει τρόπο να σκαρφαλώσει να ανεβεί στην κορφή του βράχου με την ελπίδα να υπάρχουν άνθρωποι  που μπορεί να τη βοηθήσουν, βλέπει βουνό το κύμα να ορμάει πάνω της, πιάνεται η αναπνοή της και ξυπνάει με τον τρόμο αλλά δεν μπορεί ούτε τα μάτια της να ανοίξει, να βεβαιωθεί πως βρίσκεται ασφαλής στο δωμάτιο της.

        Και το ρεπερτόριο του εφιάλτη, συνεχίζεται. Περπατάει, λέει, μόνη σε άγνωστο φαρδύ δρόμο που όλο και στενεύει, τόσο πολύ που μόλις και χωράει να περάσει. Ακούει φοβερό θόρυβο αυτοκινήτου, γυρίζει και βλέπει ένα τεράστιο φορτηγό που έρχεται κατευθείαν επάνω της και θα την συνθλίψει γιατί ο δρόμος τελειώνει.  Με τη  φωνή που βγάζει τρέχει η Μπέλα, το σκυλάκι της που κοιμάται δίπλα και πηδάει το κρεβάτι της. Ανοίγει τα μάτια και διαπιστώνοντας πως δεν κινδυνεύει κι ήταν ο φοβερός εφιάλτης, ξεσπάει σε κλάματα.

        Όλα άρχισαν λίγα χρόνια αφότου έχασε το Νικόλα της, τον αγαπημένο της άνδρα. Ήταν μια από τις πολύ τυχερές «νύφες των καραβιών», η Μαριέττα. Της έκανε πρόσκληση η ξαδέλφη της η Μαντίνα, να έρθει με συγκεκριμένο σκοπό: Να παντρευτεί τον Νικόλα. Ήταν στενός φίλος του άνδρα της, του Ανδρέα. Κι εκείνη, από φωτογραφία παντρεύτηκε με τον Ανδρέα και βγήκε πολύ καλός και στοργικός σύζυγος και πατέρας. Η Μαριέττα, είχε την ευκαιρία, να γνωρίσει καλά το Νικόλα, γιατί σύχναζε πολύ στο σπίτι τους.

        Παντρεύτηκαν λίγο μετά και άρχισαν φτωχικά και δύσκολα τη ζωή τους, όπως οι περισσότεροι εκείνης της εποχής. Εργάστηκαν σκληρά με φοβερές οικονομίες και λίγο μετά, κατάφεραν να αγοράσουν το πρώτο τους σπίτι. Ξύλινο, παλιό, μικρό, βρώμικο, αλλά ήταν δικό τους! Δικό τους, γιατί κατέθεσαν τις λίγες οικονομίες τους στην Τράπεζα, ως προκαταβολή  και άρχισαν να πληρώνουν, στην Τράπεζα βέβαια, τις μηνιαίες δόσεις του δανείου, που πήραν, συν τον τόκο. Το πάστρεψαν, το νοικοκύρεψαν, το έβαψαν, φύτεψαν λουλούδια μπροστά, κηπουρικά πίσω και μια ελιά, μια λεμονιά και μια συκιά, όπως είχαν  στο νησί τους.

        Απέκτησαν τρία παιδιά, δυο κορίτσια κι ένα αγόρι. Μεγάλωσαν, τα σπούδασαν με τον ιδρώτα και τον κόπο τους. Ήταν καλά παιδιά και έξυπνα. Ο Μανώλης, σπούδασε ιατρική. Η Κατίνα ψυχολόγος και η Νίκη λογίστρια/φοροτεχνικός. Όλα όμορφα κι ωραία κι οι γονείς καμάρωναν που βγήκαν τόσο καλά παιδιά.

        Μα και στις παντρειές τους, πολύ ευτυχισμένοι η Μαριέττα  και ο Νικόλας. Πήραν και τα τρία Ελληνόπουλα, μορφωμένα και με καλές δουλειές. Κι όταν άρχισαν να έρχονται και τα εγγονάκια, τρελάθηκαν από ευτυχία ο παππούς και η γιαγιά! Ήταν και οι δυο σε συντάξιμη ηλικία, έτσι βγήκαν στη σύνταξη και αφοσιώθηκαν ολοκληρωτικά στα πιτσιρίκια! Τρία ο Μανώλης με την Ευγενία, τον Νίκο την Πόπη και τη Μαρί, δύο πανέμορφα κοριτσάκια η Κατίνα, την Αλεξία και την Ολυμπία και η Νίκη, δύο αγοράκια το Γιώργο και τον Αντωνάκη και ένα κοριτσάκι, τη Μαριεττούλα.

        Και μεγάλωναν τα μικρά στην αγκαλιά της γιαγιάς και του παππού, με στοργή κι αγάπη! Τα  έπαιρναν από το Σχολείο, στα σπορ, στα μαθήματα κολύμβησης, στο Ελληνικό Σχολείο και πολλές φορές στην εκκλησία τις Κυριακές, γιατί οι γονείς δούλευαν και δεν είχαν χρόνο. Όλα αυτά, μέχρι που έγιναν όλα 12-13 χρονών. Από κει και μετά, «μεγάλα» πια τα παιδιά, πήγαιναν μόνα τους παντού.

        Η πρώτη γεύση μοναξιάς για τον παππού και τη γιαγιά. Για πρώτη φορά, επικρατούσε απόλυτη ησυχία και…καθαριότητα στο σπίτι. Μόνοι ο Νικόλας και η Μαριέττα. Στην αρχή τους στενοχώρησε αυτή η μεγάλη ησυχία. Μα ήταν αγαπημένο ανδρόγυνο, έτσι άρχισαν να συμμετέχουν σε Ομάδες Ηλικιωμένων, όπου συναντιόνταν κάθε εβδομάδα, πήγαιναν κοντινές και μακρινές εκδρομές, ταξίδια εντός και εκτός Αυστραλίας, ακόμα και στην Ελλάδα πήγαν κάμποσες φορές και από κει, με γκρουπ επισκέφτηκαν και τις γύρω Χώρες, αφού είχαν γυρίσει όλη σχεδόν την Ελλάδα!

        -Δεν είναι κι άσχημα, τελικά, να μην έχεις πια ευθύνες και υποχρεώσεις! Απολαμβάνεις όλα αυτά που στερήθηκες δεκαετίες να μεγαλώσεις όχι μόνο τα τρία σου παιδιά, αλλά και τα οκτώ σου εγγόνια!

        Έτσι όμορφα κυλούσε η ζωή, αλλά, τα γηρατειά παραμόνευαν. Και «ου γαρ έρχεται μόνον το γήρας». Κουβαλάει μεγάλη παρέα! Αρθριτικά, πίεση, γεροντοδιαβήτη και πολλά άλλα.

        Σε ένα από τα ταξίδια στην Ελλάδα, έχασε τον Νικόλα της από πνευμονικό οίδημα. Αβάσταχτος ο πόνος της Μαριέττας. Δεν άφησε τον άνθρωπό της εκεί, όπως σύστησαν και κάποιοι δικοί του. Τον Νικόλα της τον έφερε και τον έθαψε στη Μελβούρνη, να είναι κοντά στα παιδιά κι εγγόνια του. Κοντά της να μπορεί να πηγαίνει κάθε μέρα, να του ανάβει το καντήλι, να κάθεται εκεί δίπλα να του μιλάει, να τον «ενημερώνει», για ότι συνέβαινε στη φαμελιά, στους φίλους, στους γνωστούς.

        Μα σαν γύριζε σπίτι, τότε γνώριζε το αληθινό χρώμα της μοναξιάς. Κάπου εκεί, άρχισαν και οι φοβεροί εφιάλτες. Για χρόνια, δε μίλησε σε κανέναν, φοβόταν μην την πάρουν για τρελή ή πως άρχισε να τα χάνει. Μα, η Μαριέττα, γνώριζε ότι τα είχε 400.

        Κάποτε στην απελπισία της, διστακτικά και με φόβο, μίλησε στο γιατρό της.

        -Δεν τα χάνεις, μη φοβάσαι, της είπε ο γιατρός, μια χαρά είσαι!

        -Τότε, γιατρέ μου, τι μου συμβαίνει;

        Δίστασε για λίγο ο γιατρός.

        -Όλα αυτά, δείχνουν πως νιώθεις παραμελημένη,  ότι σε έχουν εγκαταλείψει όλοι και νιώθεις μόνη…  πολύ μόνη.  

        Δε μίλησε η Μαριέττα, έσκυψε το κεφάλι και βγήκε. Μπήκε στο αυτοκίνητό της, στάθμευσε σε μια ήσυχη γωνιά και έκλαψε πικρά.

        Τα παιδιά της την αγαπούσαν το ίδιο και τα εγγόνια της, δεν είχε παράπονο. Όλο και κάποιο της τηλεφωνούσε, σχεδόν μια φορά την μέρα, ιδιαίτερα τα κορίτσια της και τα παιδιά τους. Ο Μανώλης της με την Ευγενία, έμενε πολύ μακριά, είχε και δική του Κλινική εκεί, όντως, δεν είχε χρόνο. Η Ευγενία πάλι, πολύ καλή κοπέλα, αλλά εργαζόταν και αυτή, σε μια μεγάλη Εταιρία, τέσσερις ώρες την ημέρα. Πού να της μείνει χρόνος, ούτε για τηλεφώνημα. Όλη η οικογένεια, βασίζονταν στην Κατίνα και στη Νίκη, πως αν συμβεί κάτι, θα τους ενημερώσουν.

        Κι έτσι γινόταν. Όταν γυρίζοντας από την αγορά μια μέρα η Μαριέττα βρήκε να έχει παραβιαστεί η μπροστινή πόρτα του σπιτιού, τρόμαξε πολύ, άρχισε να τρέχει μακριά, όπου σταμάτησε και τηλεφώνησε στη Νίκη της. Αφού πρώτα κάποιο από όλα τηλεφώνησε στην αστυνομία, κατέφθασαν όλα της τα παιδιά σε χρόνο μηδέν. Δε δέχτηκε να πάει να μείνει με κάποιο από όλα, έστω, για λίγο διάστημα όπως της είπαν, φοβόταν πως θα την κυρίευε ο φόβος και δε θα ήθελε να γυρίσει σπίτι της. Έτσι, κάθε βράδυ, για κάμποσον καιρό, έμενε ένας από όλους μαζί της.

        Κι όταν έπαθε ένα μικρό έμφραγμα πριν καλά φθάσει το Ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο, είχαν καταφτάσει όλοι εκεί.

        Πώς να παραπονεθεί για τα παιδιά της;  Κι όχι μόνο αυτό κάθε τρεις και λίγο καταθέτουν στον προσωπικό της λογαριασμό, χρήματα.

        Μα, η Μαριέττα,  το έχει πει πολλές φορές, δε χρειάζεται χρήματα, όχι πως έχει πολλά, αλλά με τη σύνταξή της βολεύεται. Άλλωστε, δεν έχει πολλά έξοδα πια.

        Η ανθρώπινη παρουσία τής λείπει, όχι τα υλικά αγαθά. Μια κουβέντα χρειάζεται. Χρειάζεται  να ακούει, όπως κάποτε,  το κλειδί στην πόρτα και καθώς γυρίζει:

        -Μητέρα, μέσα είσαι; 

        Κάτι που πολύ μα πολύ σπάνια ακούει τώρα, το πολύ μια φορά στους δυο μήνες και αν.

        Και οι νυχτερινοί εφιάλτες συνεχίζονται, τόσο, που πολλές φορές, φοβάται να πάει για ύπνο, φοβάται να κλείσει τα μάτια, ποιος ξέρει τι φοβερό θα τη βασανίσει απόψε.

        Να ήξερε, τουλάχιστον, αν ο Νικόλας της, έστω και σαν πνεύμα, τη θυμάται…

        Στους πρωινούς της περιπάτους, γίνεται πάλι κορίτσι μικρό και μαδάει μαργαρίτες, ρωτώντας αν ο αγαπημένος της σύντροφος που της λείπει τόσο πολύ, τη θυμάται, τη σκέφτεται εκεί που βρίσκεται. Αν τα πέταλα της μαργαρίτας είναι μονός αριθμός, αναστενάζει με ανακούφιση. Ναι, τη θυμάται ο Νικόλας της! Αν είναι διπλά, αναστενάζει πιο βαθιά και συνεχίζει θλιμμένη το δρόμο της.

        Κάτι σαν  τη Γοργόνα της μυθολογίας: -Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος; Κι αν η απάντηση του καπετάνιου είναι: -Ζει και βασιλεύει, λυγερή κι ευτυχισμένη συνεχίζει να διασχίζει τις όμορφες θάλασσες! Ουαί κι αλί, αν ακούσει την «αλήθεια»: -Είναι από χρόνια πεθαμένος… Τότε, αγριεύει, ανταριάζει τη θάλασσα και βουλιάζει το καράβι.

        Καημένη Μαριέττα, πού να βρεθούν καραβοκύρηδες να σε παραπλανήσουν. Κι εσύ, να αρπάζεσαι, από ένα «ναι», ότι όντως σε σκέφτεται ο Νικόλας σου, για να αντέχεις τη μοναξιά σου και να αντιμετωπίσεις τους φριχτούς εφιάλτες.

        Σουρούπωνε, ο ήλιος, δεν είχε δύσει καλά. Βγήκε για λίγο πίσω στον κήπο να θαυμάσει το ηλιοβασίλεμα. Ξαφνικά, στον καταγάλανο ουρανό, άρχισαν να τρέχουν, σαν προβατάκια, άσπρα σύννεφα, (το έχει αυτό η Μελβούρνη), και μια ψιλή, αργή βροχή άρχισε να πέφτει. Έμεινε εκεί να κοιτάζει γύρω με τη μελαγχολία στη ματιά. Η βροχή συνέχιζε, αργή, σιγανή, σχεδόν ανιαρή. Δεν ήξερα πια αν τα μάτια έτρεχαν δάκρυα ή βροχή. 

        Το μυαλό της τρέχει στο νησί της. Αν ήταν εκεί, δε θα τη μάστιζε η μοναξιά. Όσοι και να έφυγαν στο χωριό της, είχαν μείνει πολλοί…Κι εκεί, τους γέροντες δεν τους εγκατέλειπαν ούτε οι φαμελιές τους μα ούτε και οι γείτονες ή οι χωριανοί. Όλο και θα άκουγε μια μιλιά, όλο και θα περνούσαν γείτονες που θα στέκονταν να της πουν μια Καλημέρα, να τη ρωτήσουν πώς είναι, αν θέλει κάτι.

Μα, στις μεγαλουπόλεις και στης ξενιτιάς  τις γειτονιές, άνυδρη η βροχή δε δροσίζει ούτε γη ούτε ψυχή…

        Ακούμπησε στην Ελιά,  κι άρχισε να σιγοτραγουδάει σα μοιρολόγι

        -Βρέχει στης ξενιτιάς τις  γειτονιές…, βρέχει και στην καρδιά μου.

        δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: