e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τρίτη 8 Αυγούστου 2023

H Σπραξούλα και ο Διατσέντος

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ 

Ανήμερα  του Άι Φιλίππου ή Θιλίππου, όπως λέγανε παλιά στη Ζάκυνθο.

Το ανδρόγυνο ετοιμάστηκε για την εκκλησία μαζί με τους κουμπάρους τους, το Μανώλη και την Κατερίνα που ζούσαν στο Λουτράκι και τους επισκέφθηκαν για λίγο, λες και είχαν προαίσθημα πως η παρουσία τους, εκείνες τις ημέρες, θα απόβαινε τόσο πολύτιμη.

Μέχρι προχθές, πάντα  μαζί με τις δίδυμες κόρες τους τη Μαριέττα και τη Νικολέττα και το γιο τον Τζανέτο.

Σήμερα οι δυο τους. Ευτυχώς ήταν και οι κουμπάροι εκεί, αλλιώς μόνοι θα τρώγανε το παραδοσιακό της ημέρας  αυγολέμονο, μια κι αποκρεύανε, γιατί από την επόμενη, άρχιζε η Νηστεία των Χριστουγέννων.

Τα παιδιά τους δε ζούσαν πια στη Ζάκυνθο. Μετά τους φονικούς σεισμούς του 1953, αναγκάστηκαν να αφήσουν το νησί, όπως και πολλοί άλλοι και να πάνε στην Αθήνα. Αρχικά, όπως συνήθως γίνεται, σκέφτονταν να μείνουν για 1-2 χρόνια, να αποκτήσουν κάποια μικροπροσόντα ή τέχνη και να γυρίσουν πίσω στον τόπο τους, κοντά στους γονείς, στους γονείς με τα περίεργα ονόματα!

Παράξενα όντως και κάπως ασυνήθιστα ονόματα το ανδρόγυνο. Το Σπραξούλα, από το Ευπραξία και το Διατσέντος πολύ παλιό Ζακυνθινό όνομα, όπου δε χρησιμοποιούταν πια. Όμως, έλεγαν έτσι το Νόνο του κι όταν γεννήθηκε «ο Διατσέντος», παρά τις αντιρρήσεις της Μάνας του, ο Πατέρας του επέμενε να βγάλει το όνομα του Πατέρα του.

Η οικογένεια θεοσεβούμενη και με πίστη δεν έλειπαν από την εκκλησία ούτε Κυριακή ούτε επίσημη γιορτή.

Το σπίτι τους ήταν σε ορεινό χωριό της Ζακύνθου.

Προσεισμικά όμως, έμεναν στη χώρα. Πίσω από το πολύ γνωστό μαγαζί του Γεωργατζέλου, με τη μεγάλη επιγραφή ψηλά για να φαίνεται καθαρά:

Ε Δ Ω Δ Ι Μ Α  -  Α Π Ο Ι Κ Ι Α Κ Α

Ο Γεωργατζέλος, ήταν μέτριος στο ανάστημα, λεπτός με μαύρα μαλλιά και μουστάκι και αεικίνητος.  Φιλικός, ομιλητικός και πρόθυμος πάντα να εξυπηρετεί τους πελάτες με τον καλύτερο τρόπο.  

Ήταν στη γωνία των οδών Κολυβά και Καποδιστρίου.  Στο σταυροδρόμι που βρίσκεται σήμερα το Σουπερμάρκετ 24 Ώρες, ακριβώς απέναντι από την αριστερή μεριά όπως κατεβαίνουμε από την οδό  Φιλικών. Όλη η Ζάκυνθος από το Γιοφύρι  και κάτω, αλλά και οι γύρω περιοχές, Μπόχαλη, Ακρωτήρι, Βαρές, Κρυονέρι, από εκεί ψώνιζαν γιατί στο μαγαζί του Γεωργατζέλου, έβρισκαν ότι ζητούσαν. Κάθε είδος μπακαλικής, αλλαντικά, παστά ψάρια όπως μπακαλάο, σκουράτζο, λακέρδα, σκουμπρί κ.ά. ψωμί φρέσκο, φρούτα, ψιλοπράγματα, όπως μπρίκια για καφέ, παδέλες για τη φωτιά και πολλά άλλα.

Ο Διατσέντος με τη Σπραξούλα αποφάσισαν να πάνε να μείνουν στη χώρα, γιατί οι κοπέλες αγαπούσαν τα γράμματα και ήθελαν να σπουδάσουν. Ο Τζανέτος, δε γνοιαζόταν και πολύ για Σχολείο και σπουδές, του άρεσε η Αγροτική ζωή.

Οι γονείς το είχαν καύχημα να σπουδάσουν τα κορίτσια τους. Από το ορεινό χωριό όμως  εξαιρετικά δύσκολο να πηγαινοέρχονται στη χώρα, γιατί τότε, είχε δημόσια συγκοινωνία μόνο μία φορά την εβδομάδα.

Έτσι, δε δίστασαν να νοικιάσουν ένα μικρό και παλιό σπιτάκι εκεί πίσω από του Γεωργατζέλου, γιατί από κει το Γυμνάσιο ήταν δύο βήματα. Μόλις είχαν τελειώσει την Γ΄ Γυμνασίου τα κορίτσια,  όταν έγιναν οι φοβεροί σεισμοί του 1953.

Ίσα που πρόλαβαν να πεταχτούν και να τρέξουν έξω. Το σπιτάκι όχι μόνο κατέρρευσε, αλλά έπιασε και φωτιά και η οικογένεια έμεινε με τα ρούχα που φορούσαν. Με τον τρόμο και το φόβο στη ψυχή σαν όλους, πήραν τον ανήφορο  και κατάφεραν να φτάσουν στο Σταυρό και από κει στο Ακρωτήρι μαζί με άλλους. Κοιμήθηκαν κάμποσα βράδια μέσα στις ελιές  κάτω από τον έναστρο ουρανό, όπως και άλλες οικογένειες. Όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα με χίλιους κόπους και ταλαιπωρίες, αλλά και φόβο, γιατί η γη έτρεμε συνέχεια, κατάφεραν να φτάσουν στο χωριό τους, περπατώντας για πολλές ώρες μέσα στα χαλάσματα χωρίς  προσανατολισμό. Είχαν πολύ μεγάλη αγωνία γιατί δε γνώριζαν τι είχε γίνει στο χωριό, μήπως καταστράφηκε το σπίτι τους και έμεναν στο δρόμο.

Το σπίτι ήταν πολύ παλιό, μεγάλο και δίπατο. Μπροστά στη φάτσα είχε ένα ωραίο μπαλκόνι από όπου φαινόταν όλος ο Κάμπος.

Σπαραγμός φτάνοντας στο χωριό. Δεν είχε μείνει λίθος επί λίθου. Μα, ακόμα και μερικά σπίτια που δεν είχαν καταστραφεί ολοσχερώς, είχαν σημειωθεί ως ακατοίκητα από τους Ειδικούς.

Από το σπίτι τους, είχε γκρεμιστεί το μπαλκόνι και σχεδόν όλο το ανώι.

Επί πλέον, είχε αποκοπεί και η εξωτερική σκάλα προς το ισόγειο το οποίο δε φαινόταν να έχει υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές.

Παραβλέποντας τις εντολές, ότι απαγορεύεται να μπουν μέσα, έκαναν όλοι το σταυρό τους και μέσα από τα ερείπια, μπόρεσαν να ανασύρουν μερικά  ρούχα, για να αλλάξουν μετά από τόσες μέρες, μισοσκισμένα και γεμάτα χώματα από τη σπασμένη Αρμαράδα, λίγες κουβέρτες και παπλώματα από το τσακισμένο μπαούλο και ότι άλλο μπόρεσαν. Από τα γυαλικά και τα σερβίτσια δε γλίτωσε τίποτα. 

Ευτυχώς και είχαν κάτι τσίγκινα πιάτα και κανάτια εμαγιέ για να πίνουν νερό   που δεν έσπασαν, μία από τις δύο πήλινες παδέλες και κάνα δυο μπρίκια του καφέ. Στο Καθιστικό και τους άλλους χώρους στο ισόγειο έπεσαν μεν σοβάδες και μπάζα από πάνω, αλλά οι τοίχοι γλίτωσαν. Αργότερα κατάφεραν να πάρουν  άδεια και επισκεύασαν τις ζημιές, αφού γκρέμισαν τελείως το επάνω.

Στη  ζωή τους, όμως, ήρθαν τα πάνω κάτω. Πάνε τα όνειρα για σπουδές των κοριτσιών. Ναι μεν μετά από λίγο το Γυμνάσιο άρχισε να λειτουργεί σε ένα Τολ (κάτι σαν μεγάλο σιδερένιο βαρέλι κομμένο οριζοντίως στη μέση), στου Ξιφίτα, και τα παιδιά που έμεναν σε Καταυλισμούς κοντά στη χώρα, μπόρεσαν μετά μυρίων βασάνων και περπατώντας μέσα στα χαλάσματα μετά από μία ώρα ή και περισσότερο, να φτάνουν στου Ξιφίτα, αλλά για τη Μαριέττα και τη Νικολέττα, ανθρωπίνως αδύνατο να συνεχίσουν πια.

Τον πρώτο καιρό, ο φόβος και ο τρόμος των σεισμών, παραμέρισε κάθε άλλη σκέψη και ήταν μόνο θέμα επιβίωσης.

Μα περνούσαν οι μήνες, το Γυμνάσιο στου Ξιφίτα λειτουργούσε όπως λειτουργούσε, τα κορίτσια, όμως, αναγκαστικά εκτός πια.

Το πήραν πολύ βαριά και οι δυο. Μαζί τους μαράζωναν και οι γονείς τους που έκαναν τόσα όνειρα για το μέλλον τους.

Τώρα, άλλαζαν όλα και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Μα ήταν δραστήρια κορίτσια κι αποφάσισαν λίγο αργότερα να πάνε στην Αθήνα. Πήγε μαζί και ο Τζανέτος, πώς να αφήσει δυο νέα κορίτσια μόνα μες στην πρωτεύουσα; Με βαριά καρδιά η Σπραξούλα κι ο Διατσέντος αποχαιρέτησαν  τα παιδιά τους. Τους έδωσαν όλες τις οικονομίες τους, την ευχή τους και την ευχή του Θεού να πάνε στο καλό  και να προκόψουν. Τα κορίτσια, που είχαν τελειώσει τις τρεις τάξεις Γυμνασίου, μπόρεσαν να γραφτούν σε μια Σχολή Γραμματέων κι αφού πήραν Πιστοποιητικό Σπουδών, κατάφεραν να βρουν δουλειά και οι δύο. Πολύ μικρός ο μισθός βέβαια, αλλά πολύ μικρές και οι απαιτήσεις των κοριτσιών. Είχαν νοικιάσει δωμάτιο σε αυλή που ζούσαν κι άλλοι γύρω και η ζωή κυλούσε, απαλλάσσοντας τους γονείς από το Μηνιάτικο, αφού με αυτά που έβγαζαν,  με οικονομίες βολεύονταν. Ο Τζανέτος, κάπου επηρεάστηκε από τη μεγάλη πόλη που δεν είχε καμία σχέση με την άχαρη και σκληρή ζωή του χωριού και τις βαριές και πολύ κουραστικές δουλειές εκεί.

Στους γονείς, έγραφαν και οι τρεις πολύ τακτικά, όπως κι εκείνοι άλλωστε. Προσπαθούσε η Σπραξούλα αλλά και ο Διατσέντος να μην παραπονιούνται και διαμαρτύρονται που έμειναν πίσω μόνοι. Τα κατάφερναν κι εκείνοι όπως μπορούσαν, έπαιρναν και κάναν εργάτη στις βεντέμες (:φούριες της δουλειάς), όπως το μάζωμα των ελιών, στον τρύγο κ.ά.

Γνώριζαν πως τα παιδιά τους έκαναν το καλύτερο για να ζουν έντιμα και σωστά στην πρωτεύουσα.

Ο Τζανέτος κατάφερε να βρε θέση Εισπράκτορα σε Λεωφορεία, μεγάλη τύχη εκείνα τα χρόνια. Εθεωρείτο, σημαντική «θέση» ιδιαίτερα για επαρχιώτες χωρίς προσόντα.  

Αφού επέστρεψαν από την εκκλησία η Σπραξούλα άρχισε να «δέρνει» (:να χτυπάει) με τρία πιρούνια τα αυγά για το αυγολέμονο. Μέχρι να στύψει τα λεμόνια και να χτυπήσει καλά τα αυγά  θα είχε βράσει και το ρύζι. Η Κατερίνα της έκανε παρέα και τα λέγανε. 

Το κουζινάκι που κάθονταν, μόλις το είχε φτιάξει ο Διατσέντος,  πολύ πρόχειρο  με την πέτρα ακόμα χωρίς ταβάνι και ασοβάντιστο. Σκεφτόταν, περνώντας ο Χειμώνας να το φτιάξει. Γιατί ακόμα και τα καδρόνια στη σκεπή κι εκείνα πρόχειρα μπήκαν.

Μόλις είχαν αποφάει, όταν άρχισε ένα γνωστό υποχθόνιο βουητό, ακολουθούμενο πάραυτα από πολύ  ισχυρό σεισμό.

Το κουζινάκι νόμιζες θα το ρίξει κάτω. Πετάχτηκαν όλοι έξω τρομαγμένοι και η Σπραξούλα άρχισε να σταυροκοπιέται  και να φωνάζει:

-Ω Παναγία μου, πάλι τα ίδια θα ΄χουμε! Και πώς θα ξεχειμωνιάσουμε, πάλι σε αντίσκηνα;

Μα, ξαφνικά πέφτει στο κεφάλι του Διατσέντου ένα μεγάλο μαδέρι από τη σκεπή και τον αφήνει στον τόπο.

Θρήνος απερίγραπτος κυρίως από τη Σπραξούλα, που χτυπιόταν απαρηγόρητη.

-Εγώ φταίω...

-Συχώρα με Θεέ μου, όπου αντί να κοιτάξω να γλιτώσω τον άνδρα μου, σπρώχνοντάς τον να μην πέσει το μαδέρι στο κεφάλι του, εγώ παραλόγαα πώς θα ξεχειμωνιάσουμε πάλι σε αντίσκηνα.

Μέσα στην απελπισία και την απόγνωση  η Σπραξούλα. Ο Μανώλης έστειλε τηλεγράφημα, (δεν υπήρχε άλλος τρόπος επικοινωνίας τότε), ενημερώνοντας τα παιδιά στην Αθήνα που κατέφθασαν συντετριμμένα την άλλη μέρα, ίσα που πρόλαβαν τον τελευταίο ασπασμό στον αγαπημένο γονιό.

Μα δεν έμειναν για πολύ. Μόλις έκαναν το 40ήμερο Μνημόσυνο του πατέρα και συζύγου, αμπάρωσαν σπίτι και το ερειπωμένο κουζινάκι και μαζεύοντας τα λίγα τους υπάρχοντα επέστρεψαν μαζί με τη Μάνα στην Αθήνα.

Δυο  χρόνια μετά παντρεύτηκε ο Τζανέτος και έβγαλε το όνομα του Πατέρα του στο πρώτο του παιδί, ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, Διατσεντία! Πολύ «ωραίο» και ασυνήθιστο  όνομα, έλεγαν όλοι στην Αθήνα!

Και η Σπραξούλα, έφυγε λίγα χρόνια μετά, βρίσκοντας παρηγοριά και κουράγιο, στην όμορφη εγγονούλα της που έφερε το όνομα του αδικοχαμένου Παππού της!

δ.μ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: