Του π. Δημητρίου Μπόκου
Ὁ ἄσωτος υἱὸς σκόρπισε στὴν ἀσωτία ὅλη τὴν περιουσία ποὺ κληρονόμησε ἀπὸ τὸν πατέρα του. Ἀφοῦ ἔφτασε στὸ ἔσχατο σημεῖο ἐξαθλίωσης, συνῆλθε. Συναισθάνθηκε τὸ κατάντημά του καὶ ἀποφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του καὶ νὰ ὁμολογήσει μπροστά του: Πατέρα μου, «ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου». Δὲν εἶμαι πιὰ ἄξιος νὰ λέγομαι γιός σου. Σὲ ντρόπιασα. Κάνε με ἁπλὸ ὑπηρέτη σου (Κυριακὴ ΙΖ΄ Λουκᾶ).
Κάποια στιγμὴ τὸ παιδί, τὸ κάθε παιδί, θὰ κάνει τὴ μικρὴ ἢ τὴ μεγάλη του ἐπανάσταση. Θὰ ἐπιδιώξει τὴ διαφοροποίηση ἀπὸ τὸ στάτους κβὸ τῆς πατρικῆς οἰκογένειας, διαρρηγνύοντας καμμιὰ φορὰ καὶ ἐντελῶς τοὺς δεσμούς του μαζί της. Κάποιες φορὲς ἡ ρήξη τροφοδοτεῖται ἀπὸ παθογένειες καὶ δυσλειτουργίες στὴ σχέση γονέων καὶ παιδιῶν, ἄλλες φορὲς ἴσως ὀφείλεται κυρίως στὴν τάση τοῦ νέου ἀνθρώπου νὰ δημιουργήσει τὸ δικό του, διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ οἰκογενειακὰ στάνταρ, προφίλ.
Ὁ νέος ἄνθρωπος διαπνέεται ἔντονα ἀπὸ ἀέρα ἐλευθερίας, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ κάποτε ἀκόμα καὶ σὲ ἐχθρικὴ στάση πρὸς ὅ,τι τοῦ θυμίζει τὴ ζωή του στὴν πατρικὴ ἑστία. Συνήθως καὶ ἡ σχέση μὲ τὸν Θεὸ ἀνήκει στὶς ἀξίες ποὺ ἀπεμπολεῖ εὔκολα ὁ νέος ἄνθρωπος, στὴν προσπάθειά του νὰ ἀποδεσμευτεῖ ἀπὸ καθετὶ ποὺ τὸν δένει μὲ τὸ παρελθόν. Τὸ περιγράφει ὡραῖα ὁ ποιητής:
«Δὲν θὰ σὲ ποῦμε πιὰ πατέρα,
δὲν θὰ σὲ ποῦμε πλάστη πιά,
ποθοῦμε λευτεριᾶς ἀγέρα,
κοντὰ σὲ σένα εἶν’ ἡ σκλαβιά».
(Γ. Βερίτης, Τρεῖς φωνές).
Ἡ περαιτέρω πορεία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, στὴν πιὸ ἀκραία της ἴσως μορφή, περιγράφεται στὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Κομβικό της σημεῖο, ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄσωτος ἔρχεται «εἰς ἑαυτόν». Ὅταν συναισθάνεται τὴν ἀθλιότητά του.
Μὰ ἐξίσου σπουδαιότατη στιγμὴ εἶναι ἡ ἀπόφασή του νὰ ἐπιστρέψει στὸν πατέρα του. Δὲν τὸ κάνουν ὅλοι αὐτό. Ἀκόμα κι ἂν συναισθάνονται τὸ ἀδιέξοδο τῆς πορείας τους, κάποιοι δὲν ἐπιστρέφουν στὴν πατρική τους ἑστία ποτέ. Ὅταν δὲν θυμοῦνται τίποτε καλὸ ἀπὸ αὐτήν. Ὅταν δὲν ἔχουν βιώσει καμμιὰ ἀγάπη, καμμιὰ ζεστασιὰ στὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό. Πῶς νὰ τὴν ξαναφτιάξουν, ὅταν αὐτὴ δὲν ἔχει προϋπάρξει ποτέ; Ἀνησυχοῦμε πολὺ οἱ γονεῖς, φυσικὸ εἶναι, ὅταν τὰ παιδιά μας μεγαλώνοντας χαλαρώνουν, φεύγουν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, παρεκκλίνουν ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς πνίγει ἡ ἀγωνία. Καὶ προσπαθοῦμε μὲ κινήσεις σπασμωδικὲς συνήθως καὶ ἀγχώδεις νὰ τὰ ἐπαναφέρουμε στὸν (καθ’ ἡμᾶς) ἴσιο δρόμο, μὲ ἀποτέλεσμα μηδέν. Τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει;
Λέγει ὁ ἅγιος Παΐσιος: «Τὰ παιδιὰ τὰ καθοδηγοῦμε, πότε αὐστηρὰ πότε μὲ ἐπιείκεια, μέχρι τὸν πρῶτο χρόνο τῆς ἐφηβείας. Μετά, φερμουὰρ (στὸ στόμα). Μετά, νὰ μιλοῦν τὰ γόνατα. Ἂν ποτιστεῖ τὸ ξύλο ἀπὸ τὸ πρῶτο βερνίκι, αὐτὸ τὸ βερνίκι δὲν ἀλλοιώνεται».
Τὸ θέμα λοιπὸν εἶναι τί σχέση ἔχει καλλιεργηθεῖ κατὰ τὰ παιδικὰ χρόνια ἀνάμεσα στὸ παιδὶ καὶ τοὺς γονεῖς, ἀνάμεσα στὸ παιδὶ καὶ τὸν Θεό. Ἂν οἱ γονεῖς τοῦ δώσαμε ἀγάπη σωστή, ἂν τοῦ ἐμπνεύσαμε μιὰ παρόμοια σχέση καὶ μὲ τὸν Θεό, τὸ παιδὶ θὰ ἔχει γέφυρες νὰ ἐπιστρέψει.
Ὁ ἄσωτος ἐπέστρεψε, γιατὶ εἶχε νὰ θυμᾶται βιώματα παιδικά. Ἤξερε ποῦ ἐπιστρέφει. Εἶχε γνωρίσει τὸν πατέρα του ὡς ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο βερνίκι λοιπὸν δὲν χάνεται ποτέ.
Καὶ ἂν δὲν τὸ δώσαμε στὰ παιδιά μας, τοὐλάχιστον ἂς μετανοοῦμε. Ἔχει δύναμη πολλὴ ἡ μετάνοια. Διορθώνει πολλὰ στραβὰ πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου