Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. κ. Βαρθολομαίου
κατὰ τὴν Ἔναρξιν τοῦ Ἀφιερωμένου εἰς τὸν Γεώργιον Βιζυηνὸν Συνεδρίου
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐντιμότατε κ. Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐνταῦθα,
Ἐντιμολογιώτατε κύριε Διευθυντὰ τοῦ Ζωγραφείου Λυκείου καὶ λοιποὶ Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,
Ἐλλογιμώτατοι καθηγηταί,
Ἀγαπητά μας παιδιά,
Ἡ ἀξιέπαινος πρωτοβουλία τὴν ὁποίαν ἀνέλαβον πρὸ ἐτῶν τὰ Ἐκπαιδευτήρια Μαντουλίδη τῆς Θεσσαλονίκης καὶ τὸ Ζωγράφειον Λύκειον τῆς Πόλεώς μας διὰ τὴν διοργάνωσιν μαθητικῶν συνεδρίων, ἀφιερωμένων εἰς τοὺς μεγάλους λογοτέχνας οἱ ὁποῖοι συνδέονται μὲ τὴν Πόλιν μας, καὶ πραγματοποιουμένων ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, φέρει καὶ πάλιν ἐδῶ, ὡς χελιδόνια κομίζοντα τὴν ἄνοιξιν, μαθητὰς καὶ μαθητρίας ἀπὸ πολλὰ σχολεῖα τῆς Ἑλλάδος καὶ ὄχι μόνον. Φέρει καὶ πάλιν «εἰς τὴν Πόλιν», ὡς εἶναι καὶ ὁ τίτλος τοῦ συνεδρίου, τὸν Γεώργιον Βιζυηνόν, τὸν ἐξέχοντα αὐτὸν λογοτέχνην καὶ συμπολίτην μας.
Χαιρετίζομεν, λοιπόν, μὲ πολλὴν χαρὰν τὴν νέαν αὐτὴν ἐμπνευσμένην πρωτοβουλίαν τῶν δύο ἐκπαιδευτηρίων, καὶ καλωσορίζομεν μὲ πολλὴν πατρικὴν ἀγάπην ὅλους τοὺς μαθητὰς καὶ τὰς μαθητρίας τῶν σχολείων τὰ ὁποῖα συμμετέχουν εἰς τὸ ἐφετεινὸν μαθητικὸν συνέδριον, καθὼς καὶ τοὺς συνοδεύοντας αὐτοὺς καθηγητὰς καὶ καθηγητρίας καὶ τοὺς πανεπιστημιακοὺς διδασκάλους καὶ συγγραφεῖς, οἱ ὁποῖοι πλαισιώνουν, διὰ τοῦ ἐνδιαφέροντος αὐτῶν καὶ τῶν ἐξειδικευμένων γνώσεών των, τὴν προσπάθειαν ὅλων νὰ συναντήσωμεν καὶ νὰ γνωρίσωμεν περισσότερον τὸν τιμώμενον ἐπιφανῆ λογοτέχνην.
Παρ᾽ ὅτι ὁ Γεώργιος Βιζυηνὸς δὲν ἐγεννήθη εἰς τὴν Πόλιν, ἀλλά, ὅπως δηλώνει καὶ τὸ λογοτεχνικὸν ἐπίθετον αὐτοῦ, εἰς τὴν Βιζύην τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, δικαιούμεθα νὰ τὸν θεωροῦμεν συμπολίτην μας, καθότι ἦλθεν εἰς τὴν Πόλιν εἰς ἡλικίαν μόλις δέκα ἐτῶν, διὰ νὰ διδαχθῇ τὴν τέχνην τῆς ραπτικῆς, καὶ παρέμεινεν ἐνταῦθα ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη ὑπὸ τὴν προστασίαν ἀρχικῶς τοῦ θείου αὐτοῦ, ἐν συνεχείᾳ δὲ ἑνὸς Κυπρίου ἐμπόρου, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἐγνώρισε τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου Σωφρόνιον Β´ καὶ ἔζησεν ὑπὸ τὴν προστασίαν του ἐπί τι διάστημα εἰς τὴν Κύπρον.
Ὁ σύνδεσμος ὅμως τοῦ Βιζυηνοῦ μὲ τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων δὲν τελειώνει διὰ τῆς ἀναχωρήσεώς του εἰς τὴν Κύπρον, διότι θὰ ἐπιστρέψῃ καὶ πάλιν εἰς αὐτὴν ὡς σπουδαστὴς εἰς τὴν Ἱερὰν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης, εἰς μίαν περίοδον καθοριστικὴν διὰ τὸ μέλλον καὶ τὴν ἐξέλιξίν του.
Τὸ λογοτεχνικόν του τάλαντον ἔχει ἀρχίσει ἤδη νὰ ἐμφανίζεται, καὶ ὁ νεαρὸς σπουδαστὴς συνθέτει τὰ πρῶτα του γνωστὰ ποιήματα, τὰ ὁποῖα καὶ δημοσιεύει ἕνα ἔτος ἀργότερον, τὸ 1873, εἰς συλλογὴν ὑπὸ τὸν τίτλον «Ποιητικὰ πρωτόλεια». Μεταξὺ τῶν πέντε ποιημάτων τῆς συλλογῆς πρῶτον εἶναι τὸ ποίημα «Ἡ ἐν Χάλκῃ Θεολογικὴ Σχολή», εἰς τὸ ὁποῖον ὁ ποιητὴς ἐκφράζει τὴν ἀγάπην καὶ τὸν θαυμασμόν του διὰ τὴν ὡραίαν νῆσον τῆς Χάλκης, περιγράφει δὲ μὲ τρόπον ποιητικὸν τὴν Ἱερὰν Θεολογικὴν Σχολὴν καὶ τὴν ζωὴν τῶν σπουδαστῶν αὐτῆς:
«Μικρὴ καὶ πράσινη εἶναι ἡ Χάλκη,
ὡραῖο, δίκορφο, χλωρὸ βουνάκι
σὲ πεδιάδα σὰν οὐρανό•
τὴν εἶδες ἔξαφνα; Λέγ᾽ ἡ ψυχή σου•
- νὰ ἕνα σχέδιο τοῦ Παραδείσου
πάνου στὸ κῦμα τὸ γαλανό.
Νησὶ δὲν ἔλαβε μιὰ τέτοια χάρι
ἄλλο, καὶ δὲν ἔχει τόσο καμάρι
ὅσο ἡ Χάλκη ἡ ἱερά. …
Στὴ μιὰ κορφοῦλά της ἔχει στεφάνι
ποὺ κείν᾽ ἡ λάμψι του τὸν ἥλιο φθάνει•
Θεολογίας τὸ λὲν σχολειό. …
Εἶναι τετράγωνο, καὶ στῆς αὐλῆς του
τὰ στήθη κάθεται ναὸς Ὑψίστου
γιὰ τὴν ἀκοίμητη προσευχή. …
… Ἐδῶ διδάσκεται Θεολογία,
ἐκεῖ ἀνόθευτη Φιλοσοφία,
παρέκει δόγματα, ἠθική.
Ἄλλ᾽ἔχουν δάσκαλο τὸν Εὐριπίδη,
ἄλλοι τὸν Ὅμηρο• τὸν Θουκυδίδη
καὶ τὸν Ἡρόδοτο μερικοί. …»
Τὴν ἀγάπην καὶ τὸν πόθον τῆς ψυχῆς του διὰ τὴν μάθησιν ἐκφράζει ἐμμέσως καὶ εἰς τὸ δεύτερον ποίημα τῆς συλλογῆς αὐτῆς, αὐτοβιογραφικοῦ καὶ πάλιν χαρακτῆρος, ἀναφερόμενος εἰς τοὺς φόβους καὶ τὰς ἀγωνίας τῶν παιδικῶν του χρόνων:
«Ἀλλίμονο! Εἶμαι φτωχὸ
σ᾽ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
εἶμ᾽ ὀρφανὸ καὶ ξένο! …
κι᾽ ἀγράμματο θὰ μένω!
…
Εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!
Εἶμαι βλαστάρι ᾽κείνων!
Σ᾽ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
ἀπαίδευτος νὰ μένῃ;»
Καὶ δὲν θὰ παραμείνῃ ἀπαίδευτος ὁ Βιζυηνός, διότι ἡ φοίτησίς του εἰς τὴν Ἱερὰν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης δὲν τοῦ προσφέρει μόνον τὴν παιδείαν τὴν ὁποίαν τόσον διακαῶς ἐπεθύμει, ἀλλὰ καὶ λαμπρὰν προοπτικὴν διὰ τὸ μέλλον τοῦ νεαροῦ σπουδαστοῦ μὲ τὸ λογοτεχνικὸν τάλαντον. Διότι τοῦτο τὸ ἀνακαλύπτει ὁ ἐκ τῶν καθηγητῶν τῆς Σχολῆς, ποιητὴς καὶ ὁ ἴδιος, Ἠλίας Τανταλίδης, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν συνέστησεν εἰς τὸν μέγαν εὐεργέτην Γεώργιον Ζαρίφην• καὶ αὐτὸς τὸν ἀναλαμβάνει ὑπὸ τὴν προστασίαν του.
Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ ποιητικὸν χάρισμά του ἐπιβεβαιώνεται διὰ τῆς βραβεύσεώς του εἰς ποιητικὸν διαγωνισμόν, καὶ ἡ ἐπιμέλειά του διὰ τῆς εἰσαγωγῆς του εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολὴν τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ γενναιόδωρος ὅμως ἐνίσχυσις τοῦ Ζαρίφη μεταβάλλει διὰ τὸν πτωχὸν καὶ ὀρφανὸν σπουδαστὴν «τοῦ κόσμου τὸν τροχό», καὶ αὐτὸς μεταβαίνει διὰ σπουδὰς εἰς τὴν Γερμανίαν.
Εἰς τὴν Γοττίγην σπουδάζει φιλολογίαν καὶ φιλοσοφίαν, συνεχίζων τὴν ποιητικὴν αὐτοῦ δραστηριότητα, καὶ εἰς τὴν Λειψίαν συγγράφει τὴν διακτορικήν του διατριβὴν μὲ θέμα «Τὸ παιδικὸν παιγνίδιον ἀπὸ τὴν ἄποψιν τῆς Ψυχολογίας καὶ τῆς Παιδαγωγικῆς» (Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Pädagogik). Ἀπὸ τὴν Γερμανίαν μεταβαίνει εἰς τὴν Γαλλίαν καὶ ἐκεῖθεν εἰς Λονδίνον, ὅπου παραμένει μέχρι τοῦ θανάτου τοῦ εὐεργέτου καὶ προστάτου του Γεωργίου Ζαρίφη, ἐπισυμβάντος κατὰ τὸ ἔτος 1884, ὁπότε καὶ ἐπιστρέφει εἰς τὰς Ἀθήνας.
Παρ᾿ ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Βιζυηνοῦ θὰ ἐξελιχθῇ κατὰ διαφορετικὸν τρόπον, καὶ ὁ ἴδιος θὰ διακριθῇ ὡς ἀφηγηματογράφος, ὡς εἷς ἐκ τῶν σπουδαιοτέρων ἐκπροσώπων τῆς νεοελληνικῆς ἠθογραφίας, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ κριτικὰ αὐτοῦ κείμενα καὶ τὰς ἐπιστημονικάς του μελέτας εἰς τὸν τομέα τῆς Ψυχολογίας καὶ τῆς Φιλοσοφίας, καὶ δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ ποτὲ πλέον οὔτε εἰς τὴν γενέτειράν του οὔτε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἡ σχέσις του πρὸς ἀμφοτέρας καὶ ἡ ἐπίδρασίς των ἐπ᾽ αὐτοῦ παραμένει ἔκδηλος εἰς τὸ ἔργον του.
Εἰς τὴν ποίησίν του εἶναι εὔκολον νὰ ἐντοπίσῃ κάποιος τὰς παραδόσεις τῆς Πόλεως καὶ τοὺς θρύλους τῆς Ρωμιοσύνης. Εἰς τὴν ποιητικὴν συλλογήν του ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἀτθῖδες αὖραι» περιλαμβάνεται τὸ ποίημα «Ἡ Ἁγία Σοφία», τὸ ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τὸν θαυμαστὸν τρόπον διὰ τοῦ ὁποίου κατεσκευάσθη τὸ σχέδιον τοῦ περιωνύμου ναοῦ ἀπὸ μέλισσες μὲ τὸ ἀντίδωρον τὸ ὁποῖον ἔπεσεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορος: «στὸ πιὸ καλὸ κυψέλι,/», γράφει, «λάμπει κι᾽ ἀστράφτει κἄτι τι./ Ξανθὸ κερὶ δὲν εἶν᾽ αὐτό,/ γλυκὸ δὲν εἶναι μέλι,/ εἶν᾽ἐκκλησιὰ πελεκητή. … Στὸν Πλάστη στρέφ᾽ ὁ βασιλές,/ – εὐχαριστῶ σε, κράζει,/ … Φιλᾶ τὸ σχέδιο τρεῖς βολαῖς,/ καὶ σὰν αὐτὸ προστάζει/ νὰ κτίσουν τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά».
Εἰς τὴν αὐτὴν συλλογὴν ἀνήκει καὶ τὸ ποίημα «Τὸ Μπαλουκλί», εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Βιζυηνὸς ἀναδιηγεῖται τὴν ἱστορίαν τοῦ μοναχοῦ καὶ τῶν ἰχθύων τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ἐνῷ δὲν παραλείπει νὰ περιλάβῃ καὶ τὸν θρύλον τοῦ μαρμαρωμένου βασιλιᾶ εἰς τὸ ποίημά του μὲ τίτλον «Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος».
Ἀπὸ τὴν συλλογὴν δὲν ἀπουσιάζουν ὅμως οὔτε τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα τὸν συνέδεαν μὲ τὴν Πόλιν καὶ τοῦ προσέφεραν συγχρόνως τὴν δυνατότητα νὰ ἀποκτήσῃ τὴν παιδείαν τὴν ὁποίαν ἐπεθύμει. Τοιουτοτρόπως, ἀφιερώνει τρία ποιήματα εἰς τὸν ἀγαπητὸν καθηγητήν του τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης, τὸν ποιητὴν Ἠλίαν Tανταλίδην, ὁ ὁποῖος δὲν εὑρίσκεται πλέον ἐν ζωῇ, ἡ ἀνάμνησίς του ὅμως συνοδεύει τὸν Βιζυηνὸν κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν σπουδῶν του εἰς τὸ ἐξωτερικόν• «Ναί! τὴν εἶδον ἐν τῇ ξένῃ, ὡσεὶ ὄναρ τὴν μορφήν του», ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρον τὴν συλλογὴν εἰς τὸν εὐεργέτην του Γεώργιον Ζαρίφην.
Παρὰ τὴν πολυετῆ ἀπουσίαν του ἀπὸ τὴν Πόλιν διατηρεῖ σχέσεις μὲ παλαιοὺς φίλους του, ὡς προκύπτει ἐξ ἐπιστολῆς του πρὸς τὸν Δημήτριον Βικέλαν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμίαν του νὰ ἀποστείλῃ τὸ διήγημά του «Τὸ ἁμάρτημα τῆς μητρός μου», ἀλλὰ καὶ ἐκ τῆς ἀλληλογραφίας του πρὸς τὸν κριτικὸν καὶ βιογράφον του ἰατρὸν Ν. Βασιλειάδην. Διατηρεῖ ἀκόμη καὶ τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα τῆς πατρίδος του, διὰ τὴν ὁποίαν τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν θὰ παύσῃ ποτέ.
Ἑκατὸν τεσσαράκοντα περίπου ἔτη μετὰ τὴν ἀναχώρησίν του ἀπὸ τὴν Πόλιν δι᾽ ἀνωτέρας σπουδὰς εἰς τὴν Γερμανίαν ὁ Βιζυηνὸς ἐπιστρέφει καὶ πάλιν εἰς τὴν Πόλιν καὶ θὰ εὑρίσκεται ἐδῶ κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς μέσα ἀπὸ τὰς ἀνακοινώσεις καὶ τὰς ἐργασίας τοῦ Συνεδρίου σας, ἀγαπητοὶ μαθηταί. Θὰ εὑρίσκεται ἐδῶ διὰ νὰ ἐπαναλαμβάνῃ καὶ πρὸς ἐσᾶς συμβουλὰς ἀναλόγους πρὸς αὐτὰς τὰς ὁποίας ἔδιδε «Πρὸς νέον Ἕλληνα Σπουδαστὴν» γράφων «Ἐπειδὴ καὶ σ᾽ ἀγαπῶ,/ κ᾽εἶμαι φίλος τῆς γενιᾶς σου/ ἄκουσέ μου νὰ σὲ ᾽πῶ/ κάτι τι γιὰ τὰς σπουδάς σου», καὶ νὰ σᾶς παρακινῇ εἰς τὴν ἀγάπην τῆς μαθήσεως.
Καὶ εἴμεθα βέβαιοι ὅτι καὶ σεῖς, ἀγαπητά μας παιδιά, θὰ ὠφεληθῆτε πλεῖστα ὅσα ἀπὸ τὸ μαθητικὸν αὐτὸ συνέδριον, ἀπὸ τὴν γνωριμίαν καὶ τὴν συναναστροφήν σας μὲ συνομιλήκους σας καὶ μὲ διακεκριμένους ἐπιστήμονας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψίν σας εἰς τὴν Πόλιν, τὴν πόλιν τῶν πολλῶν λογίων καὶ ποιητῶν καὶ λογοτεχνῶν, τοὺς ὁποίους προβάλλουν τὰ τελευταῖα ἔτη τὰ μαθητικὰ συνέδρια τῶν ἐκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη καὶ τοῦ Ζωγραφείου Λυκείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου