e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Και η βάρκα Δεν γύρισε Ούτε μόνη...

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Ήταν γύρω στο 1943, με αρχές του 1944. Δύσκολες κι επικίνδυνες εποχές. Ο κατακτητής δεν είχε φύγει ακόμη και οι άνθρωποι, πέθαιναν από την πείνα. Τουμπανιασμένους τους έβρισκαν εδώ κι εκεί. Κάθε πρωί, το κάρο του Δήμου, περνούσε και μάζευε τα πτώματα. Οι περισσότεροι, μετά από μια γρήγορη ακολουθία, θάβονταν στα γρήγορα, ώστε να βάλουν τον επόμενο στην κάσα για τους απόρους και ούτω καθ' εξής, μέχρι να κηδευτούν όλοι, χωρίς κλάματα χωρίς μοιρολόγια. Ποιος είχε κουράγιο να πάει και γιατί να κλάψει, όπου όλοι έτρεμαν πως ο επόμενος θα ήταν εκείνος/η;
Η ιστορία που σας αναφέρω σήμερα, είναι πέρα για πέρα αληθινή και, θα έλεγα, ιστορικά τεκμηριωμένη! Αν κάποιος αναγνώστης, έχει περισσότερες πληροφορίες, θα το εκτιμούσα αφάνταστα αν τις ανάφερε, στα σχόλια ή ιδιαιτέρως στον π. Παναγιώτη Καποδίστρια ή σε εμένα ηλεκτρονικά. Σας μεταφέρω τα γεγονότα, όπως πολλές φορές τα άκουσα από τη μακαρίτισσα την πεθερά μου, 55 χρόνια πριν. Στο χωριό Καλιπάδος.
Η πείνα και η απελπισία που μάστιζε όλους, έδωσε την ιδέα, σε οκτώ άτομα, όχι από το ίδιο χωριό όλοι, αλλά γνωστοί, να πάνε με βάρκα απέναντι στην Πελοπόννησο μεταφέροντας το λίγο λάδι που είχαν και ό,τι ασπρόρουχα κι άλλα τιμαλφή είχαν μείνει από τους μαυραγορίτες, να τα ανταλλάξουν με καλαμπόκι, για να ζυμώσουν κάνα καρβέλι ψωμί ή να φτιάξουν καλαμπομαγέρεμα!!!
Μαζεύτηκαν όλοι στο Λιμάνι νωρίς το πρωί, πολύ πριν χαράξει, γιατί υπολόγιζαν να προλάβουν να γυρίσουν το βράδυ όσο αργά και να ήταν. Αποχαιρέτησαν τις φαμελιές τους, κι ενώ όλοι ένιωθαν κάπως άβολα και ήταν φοβισμένοι, κανένας δεν άφησε κανέναν να καταλάβει πώς ένιωθε. Από έγκυρες πληροφορίες, έφτασαν σώοι και αβλαβείς στον προορισμό τους, φόρτωσαν ό,τι μπόρεσαν να πάρουν με την ανταλλαγή και ξεκίνησαν για τη Ζάκυνθο όπου, δυστυχώς, όμως όχι μόνο δεν έφτασαν ποτέ, αλλά από επίσημες αναφορές του Κράτους δεν βρέθηκε ποτέ ίχνος ούτε της βάρκας, ούτε πτώματα ξεβράστηκαν ποτέ πουθενά!...
Η κυρά Τασία, η πεθερά μου, μια υπέροχη γυναίκα, βρέθηκε με δυο μικρά παιδιά, σε ξένο χωριό -ήταν από το Γαλάρο εκείνη- χωρίς το παραμικρό στήριγμα από πουθενά! Ούτε πατέρα/αδελφό, μήτε πεθερό, ούτε κουνιάδο, μιαν αδελφή παντρεμένη στο Γαλάρο και μια μεγαλοκουνιάδα που τότε ήταν ανύπαντρη ακόμα κι έμεναν μαζί.
Θρήνος και οδυρμός σε πολλά σπίτια. Σαν άλαλοι έτρεχαν όλοι εδώ κι εκεί ψάχνοντας, ρωτώντας, ζητώντας παρηγοριά η μια οικογένεια στην άλλη κι άνθρωποι που δεν γνωρίζονταν πριν, βρέθηκαν ενωμένοι από τον ίδιο πόνο την ίδια αγωνία για τον άνθρωπο τους! Εικασίες, θεωρίες, υποθέσεις, απορίες, ελπίδες, όμως, κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως κοτζάμ βάρκα με οκτώ νοματαίους εξαφανίστηκαν χωρίς να βρεθεί το παραμικρό ίχνος .
Δύσκολοι καιροί, όπως προαναφέρω, ούτε συστηματικές έρευνες ήταν δυνατόν να γίνουν, ούτε τίποτα! Όλοι, περίμεναν ένα θαύμα κι ότι από στιγμή σε στιγμή θα αγναντέψουν από τη μαΐστρα ή το ψήλωμα του σπιτιού τους, να έρχεται ο δικός τους άνθρωπος. Όμως, περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες και κανένας δεν γύρισε. Άργησαν να μαυροφορεθούν οι γυναίκες, να βάλουν πένθος στο μανίκι οι άντρες, ούτε συζήτηση για μαύρη γραβάτα βέβαια, αφού και να ήθελαν, η μόνη γραβάτα που διέθεταν οι περισσότεροι άνδρες ήταν αυτή του γάμου τους! Με βαριά καρδιά, έπαιρναν βαφή κι άρχισαν να βάφουν μαύρα τα λιγοστά ρούχα τους και τις άσπρες τσεμπέρες τους οι γυναίκες! Οι περισσότερες, λες από ένστικτο, γνώριζαν πως δεν θα γυρίσει κανείς πίσω, αλλά οι μεγαλύτερες τις ορμήνευαν πως έπρεπε να περιμένουν, να μην γρουσουζέψουν βάζοντας μαύρα, «κακός οιωνός» να κορετάρουν ανθρώπους «ζωντανούς».
Η πεθερά μου, κλαίγοντας μου μιλούσε για όλα αυτά τόσα χρόνια αργότερα...
-Ας ήξερα γιατί φορώ μαύρα, μου έλεγε.
-Ας είχα κι εγώ ένα μνήμα, να πάω να κλάψω τον άνθρωπο μου...να του ανάψω καντήλι κι ένα λιανοκέρι...Τίποτα...απολύτως τίποτα!
-Όταν έκανα μνημόσυνο, εννιάμερα, σαράντα, τρίμηνο κ.λπ., μου φαινόταν πως θα τον δω μπροστά μου να με κοιτάζει με παράπονο ή να αγριεύει που τάχα βιάστηκα να τον πάρω για πεθαμένο και να τον λιβανίζω από ζώντας του...
-Ας ήξερα γιατί κλαίω..., αν όντως ήταν ορφανά τα παιδιά μου, όπως τα έλεγαν στο χωριό, κοιτάζοντάς τα με οίκτο, αυτά που ο πατέρας τους τα είχε καμάρι ...
Τόσα “γιατί” χωρίς απάντηση, γιατί δεν υπήρχαν απαντήσεις... Κι όταν ήλθε η ώρα να κάνει «το χρόνο», δεν ήταν σίγουρη, αν έπρεπε να γίνει το μνημόσυνο την ημέρα της εξαφάνισης ή αφότου έκανε τα εννιάμερα. Ίδιες κι απαράλλακτες σκηνές, ίδια κι απαράλλακτα συναισθήματα και στα σπίτια των άλλων που «αφανιστήκανε». Περνούσε ο καιρός, όπως πάντα περνάει ο καιρός, φύγανε οι κατακτητές, έπιασε ο αδελφοσπαραγμός, μεγαλύτερο κακό από τον πόλεμο. Μεγαλύτερος ο φόβος τώρα, γιατί τώρα δεν γνώριζες τον εχθρό σου. Εχθρός σου δεν ήταν πια ο Ιταλός κι ο Γερμανός, αλλά ο διπλανός σου, ο συγγενής σου, ο αδελφός σου! Κι αυτόν το φόβο μόνη τον πέρασε η κυρά Τασία με τα ορφανά της... Όπως μόνη πέρασε κάθε κακουχία, κάθε μπόρα, κάθε πρόβλημα στη ζωή της. Κι όλο να παραλογάει για τον χαμένο άνδρα της...
«Εξαφανισθείς», έγραφε το επίσημο χαρτί... Άρα, ήταν χήρα ή ζούσε σε κάποιο μέρος μακρινό και άγνωστο αν τους έπιασαν αιχμάλωτους όλους και τους έστειλαν αλλού; Άραγε, ζει;;; Υπάρχει πουθενά, παντρεύτηκε έκανε παιδιά, όπως άκουγε πολλά χρόνια αργότερα για άλλους; Μέχρι που πέθανε, δεν έμαθε ποτέ τι απόγινε ο άνδρας της και πατέρας των παιδιών της. «Εξαφανισθείς»!... Αυτό ήταν!...
Στο σημείο αυτό και πριν κλείσω αυτό το οδυνηρό κεφάλαιο, θα ήθελα να αναφέρω το εξής: Δυο μήνες πριν, περίπου, σας μίλησα για δυο αγαπημένους φίλους, την παλιά μου συμμαθήτρια και φίλη από το πολύ μακρινό παρελθόν, Αντωνία και τον άνδρα της τον Παναγιώτη, όπου μένουν στο Σίδνεϊ κι όπου είχα τη χαρά, να περάσω λίγες μέρες μαζί τους εφέτος τον Γενάρη. Όπως αναφέρω λοιπόν εκεί, σε συζήτησή μας με την Αντωνία, διαπίστωσα πως ο πατέρας της ήταν ο ένας από τους οκτώ στη μοιραία βάρκα. Η Αντωνία ισχυρίζεται ότι άκουσε τότε, που ήταν μικρή, για μια γυναίκα που ήταν στη βάρκα και η οποία επέζησε, αλλά ποτέ δεν δέχτηκε ή θέλησε να μιλήσει για το τι συνέβη και τι απέγιναν οι άλλοι. Δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει την πληροφορία, γιατί ήταν παιδί τότε που το άκουσε. Με ξένισε πολύ αυτό, γιατί είμαι σίγουρη ότι, αν υπήρχε και γυναίκα η οποία επιβίωσε, θα είχε γίνει γνωστό τότε και οπωσδήποτε θα το είχε ακούσει και η πεθερά μου αλλά και οι οικογένειες των άλλων επτά ατόμων που ξεκίνησαν μαζί. Τέτοιο πράγμα δεν ακούστηκε ποτέ σε κανένα από τα χωριά καταγωγής των εξαφανισθέντων! Οι απορίες, είναι πολλές. Φερ' ειπείν, ποια γυναίκα τότε ήταν τόσο απελευθερωμένη από τα βαριά έθιμα του χωριού, ώστε να μπει σε βάρκα με οκτώ άνδρες; Αλλά κι αν όντως έτσι έγινε, εδώ μιλάμε για πολύ σοβαρό θέμα, την εξαφάνιση οκτώ ανθρώπων, μπήκε στη μέση η Δικαιοσύνη, έγιναν έρευνες, ανακρίσεις, αν αλήθευε η επιβίωση έστω και ενός ατόμου, ανεξαρτήτως φύλου, θα δέχονταν οι Αρχές, το... δεν θέλω να μιλήσω;
Όπως και στην αρχή ανέφερα, αν κάποιος από τους αναγνώστες έχει κάποια πληροφορία, καλό θα ήταν, για ιστορικούς πλέον λόγους, να μοιραστεί ό,τι γνωρίζει για αυτό το θέμα. Για το θέμα, Η βάρκα δεν γύρισε ούτε μόνη!
Με την αγάπη μου σε όλους,
δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: