e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

Ορθοδοξία ή θάνατος, ή περί αιρεσιοφαγίας και λατινομαχίας

Άρθρο του Καθηγητή ΚΩΣΤΑ ΑΓΟΡΑ
Στον «τοίχο» [σ.σ. facebook] του π. Ιάσωνα (Ιάσων Ιερομ.) αναρτήθηκε προ ημερών ένα σημείωμά του – το οποίο ανάρτησα και εγώ με τη σειρά μου στον δικό μου «τοίχο». Παραθέτω αυτούσιο το σημείωμα για να σχολιάσω με μεγαλύτερη άνεση και συγκρότηση τα πιο ενδιαφέροντα κατά τη γνώμη μου από τα σχόλια που του έγιναν. Γράφει λοιπόν ο π. Ιάσων:
«Τέλειωσε η Εβδομάδα για την Ενότητα των Χριστιανών κι ακολουθεί ένας διαδικτυακός χαμός. Δημοσιεύονται φωτογραφίες με ιερείς ορθοδόξους, τα πρόσωπα κυκλωμένα κι από κάτω λεζάντα: "ο εν λόγω κληρικός σε οικουμενιστική συνάντηση"! Δημόσια καταγγελία. Λες και κρύβουμε μέσα μας τον καταδότη εποχών αλλοτινών ή προσπαθούμε με μια διάθεση σωτήρα να προφυλάξουμε τα πρόβατα της ποίμνης από κακές επιρροές.. Κι ένας εγωισμός μέσα να μας τρώει πως προφυλάσσουμε τάχα του Χριστού τη ποίμνη... Κι όμως αν δεις μέσα σ' αυτό, θ' ανταμώσεις διαίρεση και κερματισμό. Υπεραμύνονται των Πατέρων κι οι Πατέρες είναι απόντες γιατί οι Πατέρες ξέραν και μιλάγανε, ανοίγονταν και κουβεντιάζανε, διδάχτηκαν των Αρχαίων τη Διαλεκτική.
Προχθές μιλούσα σε κάποιους για έναν αρχαίο άγιο της Μ. Βρετανίας. Τότε, ένας συνομήλικός μου με ρώτησε με πολύ άγχος: "πάτερ, πριν το Σχίσμα είναι ο άγιος ε;". Όπως "στήνουμε" απέναντι αυτό που δε γνωρίζουμε, έτσι "στήνουμε" απέναντι μας την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, βάζουμε και την ταμπέλα του "αιρετικού" -χωρίς πολλές φορές να γνωρίζουμε, παρά μόνο επιδερμικά- και κλείνουμε τα πράγματα σε κάτι πελώρια κουτιά, κρίνοντας το ανόμοιο κι έχοντας άγχος αν ένας άγιος κοιμήθηκε πριν το έτος 1054 ή όχι. Πώς θα μας φαίνονταν αν γνωρίζαμε ότι πριν το έτος 1054 έγιναν κι άλλα σχίσματα με την Δυτική Εκκλησία ή μεταξύ τοπικών εκκλησιών..; Τι άποψη έχουμε για την Θεία Χάρη; Μην είναι σα βρύση που κάποια στιγμή αποφασίζει και παύει να ρέει; Τι είναι ο Θεός; Διακόπτης; Σαν κι αυτόν του ρεύματος; Πώς θα μας φαινότανε αν ξέραμε ότι τη στιγμή που ο Μιχαήλ Κηρουλάριος αναθεμάτισε τον Πάπα, ο Πάπας ήταν ήδη νεκρός; Ξέρουμε ότι για κάποια χρόνια στη Νότια Ιταλία υπήρχαν επισκοπές που κοινωνούσαν την Όστια, είχαν δηλαδή δυτικό τυπικό, και μνημόνευαν τον Πατριάρχη της Πόλης; Ορθόδοξοι ήτανε κι αυτοί...! Γνωρίζουμε άραγε ότι και σήμερα υπάρχουν ενορίες και μονές του δυτικού τυπικού στις Η.Π.Α που εξαρτώνται απ' τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ρωσίας και αποτελούνται κατ' ουσία από Ορθοδόξους; Εύκολα κατηγορούμε και δύσκολα κρίνουμε τους εαυτούς μας. Αν θέλουμε να προφυλάξουμε την Ορθοδοξία, ας ακολουθούμε τους Πατέρες σε όλα.
Ας μη κάνουμε σημαία τους Πατέρες και τους εαυτούς μας οπαδούς. Αν θέλουμε να κρίνουμε, καλό είναι να γνωρίζουμε και για να γνωρίζουμε πρέπει να μελετάμε κι η μελέτη θέλει πνεύμα ανοιχτό, συζήτηση και καταλλαγή. (σε όποιον δεν αρέσουν τα ανωτέρω, πάνω δεξιά υπάρχει η επιλογή "διαγραφή φίλου")».
Η αντίδρασή μου σε αυτό το σημείωμα ήταν να το χαρακτηρίσω «σπάνια πνευματική στάση και ειρηνική γραφή από ορθόδοξο και μάλιστα κληρικό» και σαν «απόλυτη εξαίρεση στον κανόνα». Γιατί το είπα αυτό; Διότι «οι ίδιοι οι ορθόδοξοι (όχι εγώ βέβαια) στήσανε τον κανόνα τους ως .... "λατινοφάγοι"». Αλλά «βεβαίως φίλοι μου –προσέθεσα στο σχόλιο– αυτό δεν είναι τωρινό, είναι παλαιό (Θεός σ'χωρέστους όλους)».
Ως ανταπάντηση ( αναρτήθηκε από κάτω στον «τοίχο μου» κείμενο του μητροπολίτου Ναυπάκτου το οποίο αντιπαρήλθα. Το αντιπαρήλθα, όχι διότι είμαι σνόμπ, ούτε διότι πιστεύω ότι τα ξέρω όλα. Ευτυχώς για μένα δεν τα ξέρω όλα. Από την άλλη πλευρά τον Ναυπάκτου τον συμπαθώ προσωπικά διότι τον γνώρισα προ αμνημονεύτων ετών στη θεολογική σχολή του Balamand στο Λίβανο και κρατώ μια ωραία ανάμνηση. Επιπρόσθετα όμως τον τιμώ σαν άνθρωπο με θάρρος για τις ιδέες του και παρρησία. Παραταύτα διαφωνώ κάθετα μαζί του (σε θεολογικό εννοείται επίπεδο). Όχι διότι δεν υπάρχουν επιμέρους θεολογικές «θέσεις» (προτάσεις) του ανδρός τις οποίες δεν θα προσυπέγραφα –υπάρχουν ασφαλώς– αλλά διότι η διαφωνία μου εστιάζεται καταρχάς σε αυτό που υποβαστάζει τις θεολογικές «θέσεις» του, σε αυτό που γεννά τις θεολογικές «προτάσεις» του, δηλ. στην μεθοδολογία του (μεθοδολογία της θεολογίας). Έχουμε εντελώς διαφορετική μεθοδολογία, δηλ. «τρόπο» (δρόμο) και «τόπο» προσέγγισης του «μυστηρίου» της εν Χριστώ «αποκάλυψης», η οποία μας οδηγεί σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα.
Έρχομαι τώρα στις παρατηρήσεις που έγιναν από τους αναγνώστες στη σελίδα του π. Ιάσωνα σχετικά με το προαναφερθέν κείμενό του. Εκεί βρήκα πιο ενδιαφέροντα πράγματα για να πω την αλήθεια. Μη θέλοντας να μακρηγορήσω (καθότι σημείωμα γράφω, δεν δίνω διάλεξη) θα σταθώ σε κάνα δυο απόψεις από αυτές που εκτέθηκαν διότι πιστεύω ότι θέτουν ενδιαφέροντα ερωτήματα. Επιμένω να τονίζω ότι αναφέρομαι στις απόψεις που εκτίθενται (όχι στα πρόσωπα που τις εκθέτουν).
1. Σωστά επισημαίνεται η διάκριση μεταξύ «αίρεσης» και «αιρετικού», μεταξύ «άποψης» και «προσώπου». Θα έπρεπε αυτή η διάκριση να είναι αυτονόητη για όλους αλλά δυστυχώς δεν είναι (λόγω της πνευματικής κατάντιας μας). «Το τι θα κάνει ο Θεός με τον αιρετικό, δεν είναι εγωιστικό και πλάνη –γράφεται– να αποφασίσουμε εμείς τι θα κάνει; Ας προσευχόμαστε για εμάς και για όλους και ας αφήσουμε την κρίση στον Θεό». Αυτό νομίζω είναι το βασικό, η βάση και το πλαίσιό μας για οποιαδήποτε θεώρηση της αθεΐας, της κακοδοξίας, της διχογνωμίας κ.λπ. Συμφωνώ απόλυτα και απροϋπόθετα με αυτή την προσέγγιση.
Το πράγμα όμως δεν είναι τόσο απλό διότι όπως γράφεται πάλι «είναι πλάνη λόγω της αγάπης να κλείνουμε τα μάτια στην αίρεση». Στη γλώσσα μου εγώ το λέω ως εξής: «αγάπη» και «αλήθεια» πάνε μαζί. Ούτε η «αγάπη» θα πρέπει να μας κάνει να παρεκκλίνουμε από την «αλήθεια», ούτε αντίστροφα η «αλήθεια» θα πρέπει να μας δίνει άλλοθι στην έλλειψη «αγάπης».
Μέγα μυστήριο είναι το πώς η «αγάπη» συμπίπτει με την «αλήθεια» και η «αλήθεια» με την αγάπη. Δεν θα το θίξω τώρα (αλλά σε επόμενο σημείωμα) για να μην χάσω τον ειρμό αυτού που θέλω να πω στο παρόν σημείωμα.
2. «Δεν υπάρχει κανένας Πατέρας της Εκκλησίας που να συμφωνεί με την δυτική θεολογία», γράφεται επίσης. Εδώ έχω κάποιες παρατηρήσεις. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο γίνεται περιληπτικός. Σε ποιους «Πατέρες» αναφερόμαστε; Στους «έλληνες Πατέρες», στους «σύριους Πατέρες» ή στους «λατίνους Πατέρες»; Το λέω διότι η Πατρολογία είναι τριπλή, όχι μονή, και αντιστοιχεί σε τρεις (όχι σε έναν) πνευματικούς (και πολιτισμικούς) «κόσμους”, σε κόσμους χριστιανικούς. «Χριστιανικούς» κρινόμενους από την οπτική γωνία της «αποστολικής Παράδοσης» (ΚΔ) που είναι η βάση και το ευρύτατο πλαίσιο κάθε χριστιανικής θεολογίας, της «πολύμορφα πατερικής» συμπεριλαμβανόμενης.
Το λέω επίσης διότι η «πατερική πολυμορφία» δεν εκπροσωπείται μόνον από τις τρεις “βιβλιοθήκες” (και όχι μια) των τριών Πατρολογιών αλλά για ένα άλλο λόγο. Διότι μέσα στην ίδια Πατρολογία, λ.χ. στους έλληνες Πατέρες υπάρχει πολυμορφία. Δεν λένε όλοι το «πράγμα» (αυτό που θέλουν να πουν) με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει «ιστορία» της πατερικής σκέψης, δηλ. εξέλιξη, αντιφάσεις κ.λπ.
3. Η δυτική θεολογία δομήθηκε με βάση την αποστολική παράδοση και τους λατίνους κυρίως (αλλά όχι μόνο) Πατέρες οι οποίοι έλεγαν με διαφορετικό τρόπο το «πράγμα» από τον τρόπο (έκφραση, διατύπωση) των ελλήνων Πατέρων καθώς επίσης και των σύριων Πατέρων. Αν λοιπόν με τη φράση «δεν υπάρχει κανένας Πατέρας της Εκκλησίας που να συμφωνεί με την δυτική θεολογία» υπονοούνται οι έλληνες εκ των Πατέρων τότε θα ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου: Αν βασιζόμαστε ως ορθόδοξη εκκλησία και θεολογία ΜΟΝΟ στους έλληνες Πατέρες τότε είμαστε αποσπασματικοί. Μπορεί να είμαστε «ορθόδοξοι», αλλά «αποσπασματικά» ορθόδοξοι, όχι καθολικά ορθόδοξοι. Και το «αποσπασματικό» ως τέτοιο σημαίνει «αιρετικό» με την ετυμολογική σημασία του όρου (όχι με την εκκλησιαστική, δηλ. με την δογματική σημασία). «Ορθοδοξία» χωρίς «Καθολικότητα» δεν υπάρχει διότι δεν είναι ορθοδοξία. Είναι «μερο-δοξία» (μέρος, τμήμα) και συγχωρείστε μου τον εκβαρβαρισμό (αλλά το κάνω για να γίνω αντιληπτός).
Πέραν αυτού προσωπικά δεν συμφωνώ διόλου ότι δεν υπάρχει κανένας έλληνας Πατέρας που να συμφωνεί με τη Δυτική θεολογία αλλά το αντιπαρέρχομαι διότι δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Η Δυτική θεολογία εξελίχτηκε και μετα-πατερικά (μετα τον 8ο αι.), έχει δηλ. αδιάκοπη «ιστορία» ως θεολογία (με συνέχειες και ασυνέχειες όπως κάθε πραγματική «ιστορία») μέχρι σήμερα. Δεν μπορεί κανείς να τη μετρήσει με βάση ΜΟΝΟ την πατερική θεολογία και μάλιστα μόνο αυτή των ελλήνων εκ των Πατέρων. Αν κάποιοι το κάνουν είναι διότι έχουν προσδώσει το status της εκκλησιαστικής «αυθεντίας» (magisterium) στους έλληνες Πατέρες (τους οποίους ο καθένας ερμηνεύει όπως τον βολεύει) για να αναπληρώσουν την πρακτική αδυναμία σύγκλησης Οικουμενικής Συνόδου. Με αυτό το σημείο έρχομαι στο επόμενο θέμα: το θέμα της «αίρεσης» με την εκκλησιαστική και όχι με την ετυμολογική σημασία.
4. Ποιος κρίνει μια θεολογία ως «αιρετική»;; Μόνον η υπέρτατη «αυθεντία» στην Εκκλησία και κανείς άλλος. Ούτε εσείς, ούτε εγώ, ούτε οι Πατέρες αλλά οι «συνοδικοί Πατέρες» (αυτό είναι το πρωτογενές νόημα του «Πατέρας», από την Οικουμενική Σύνοδο αντλούν αυθεντία (magisterium) οι Πατέρες, όχι αντίστροφα). Για την ορθόδοξη Εκκλησία υπέρτατη «αυθεντία» συνιστούν οι δογματικοί «όροι» των επτά Οικουμενικών Συνόδων και μόνο (οι οποίοι όμως είναι κοινά αποδεκτοί από τις τρεις βασικές ομολογιακές εκκλησίες (ορθόδοξη, καθολική, διαμαρτυρόμενη). Από ποιόν από αυτούς τους δογματικούς «όρους» η Δυτική θεολογία (και Εκκλησία) καταδικάστηκε;; Από κανέναν. Γιατί λοιπόν δεν σεβόμαστε την διάκριση μεταξύ «αίρεσης» και «σχίσματος» (αλλά και «αποξένωσης» όπως θα δούμε); Πως γίνεται και περνάμε απροβλημάτιστα από το “σχίσμα” στη “αίρεση”;
5. Πριν απαντήσω στο ερώτημα αυτό (σύμφωνα με τη δική μου ερμηνεία) θα εστιάσω την προσοχή των αναγνωστών σε τρεις διαφορετικούς όρους, σε τρεις διαφορετικές καταστάσεις που αφορούν στην Εκκλησία, πάντοτε ως πλουραλιστική Εκκλησία, δηλ. ως Εκκλησία (αποτελούμενη εξ) Εκκλησιών. Οι όροι είναι “αποξένωση”, “σχίσμα”, “αίρεση” και υποδηλώνουν τρία διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέουμε.
Όπως είπαμε πιο πριν αυτό που λέμε «Εκκλησία» ήταν πάντα, ανέκαθεν, από την εποχή των Αποστόλων «Εκκλησίες σε κοινωνία». Η «Εκκλησία» ήταν πάντα μια πλουραλιστική (και όχι μονιστική) πραγματικότητα με κοινωνιακό πλαίσιο. Γι’ αυτό π.χ. και έχουμε τέσσερα ευαγγέλια προερχόμενα από διαφορετικές «κοινότητες-εκκλησίες» και όχι ένα. Στους τρείς πρώτους αιώνες τα σημαντικότερα εκκλησιαστικά κέντρα (Εκκλησίες σε κοινωνία μεταξύ τους) ήταν τρία: Ρώμη, Αλεξάνδρεια και Αντιόχεια.
Με την μετατόπιση του βαρύκεντρου της αυτοκρατορίας στην ανατολή και την πάροδο των αιώνων άρχισε μια σταδιακή αμοιβαία «αποξένωση» μεταξύ των εκκλησιών ανατολής και δύσης. Η αποξένωση αυτή περιελάμβανε και μεγάλες περιόδους εκκλησιαστικής ακοινωνησίας οι οποίες θεραπεύοντο από τις Οικουμενικές Συνόδους. Έτσι οι ακοινωνησίες αυτές γίνονταν παροδικές και όχι μόνιμες. Τα σχίσματα ήταν παροδικά και λάμβαναν χώρα σε πλαίσιο όλο και μεγαλύτερης αμοιβαίας «αποξένωσης». Η αμοιβαία αυτή «αποξένωση», από τον 11ο αι. και μετά έγινε μόνιμη, δηλ. έγινε «σχίσμα». Και παρέμεινε τέτοια παρόλες τις μετέπειτα προσπάθειες που έγιναν για τη θεραπεία του “σχίσματος”, τις μάλλον ατυχείς.
Αλλά το «σχίσμα», που ισχύει άχρι καιρού μην το ξεχνάμε, αν και συνεπάγεται την «ακοινωνησία» μεταξύ των Εκκλησιαστικών κοινωνιών (πράγμα τραγικό), δεν συνεπάγεται απαραίτητα την «αίρεση». Δεν την συνεπάγεται παρεκτός εάν κάποια από τις «Εκκλησίες=Κοινωνίες Εκκλησιών» διδάσκει κάτι αντίθετο προς τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων όπως προανέφερα. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Συνεπώς μεταξύ Ανατολής και Δύσης έχουμε «αποξένωση-σχίσμα» (κάτι που είναι αναστρέψιμο) και όχι “αίρεση”.
Παρενθετικά αναφέρω ότι οι κύριοι λόγοι της αμοιβαίας αποξένωσης ήταν (1) κυρίως πολιτισμικοί, (2) πολιτικο-οικονομικοί αλλά και (σε μικρότερο βαθμό) (3) πνευματικοί. Έχει χυθεί πολύ μελάνη και έχει γίνει (και γίνεται) τεράστια έρευνα για τους πνευματικούς λόγους που συνετέλεσαν στην αποξένωση και οδήγησαν σε μόνιμο σχίσμα των Εκκλησιών-Κοινωνιών Ανατολής και Δύσεως. Η προσωπική μου άποψη είναι η διαφορά στην θεώρηση της Εκκλησίας.
Όπως έχω πει και σε άλλο σημείωμα η Ανατολή έβλεπε την Εκκλησία (ως Κοινωνία Εκκλησιών εννοείται) υπό το πρίσμα της Αυτοκρατορίας ως καταρχάς αυτοκρατορική (και στη συνέχεια εθνιστική) Εκκλησία. Έτσι η κοινωνία των Εκκλησιών είχε πολιτικό (αυτοκρατορικό και στη συνέχεια εθνικό) υπόβαθρο και πλαίσιο. Αντίστροφα η Δύση έβλεπε την Εκκλησία (ως Κοινωνία Εκκλησιών εννοείται) όχι υπό το πρίσμα της Αυτοκρατορίας (ως καταρχάς αυτοκρατορική) αλλά υπό το πρίσμα της αποστολικότητας των επί μέρους Εκκλησιών ως καταρχάς Ρωμαϊκή (με αναφορά στον αποστολικό σύλλογο, όχι στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας). Ήδη από το 5ο αι. έχουμε ξεκάθαρη την παρουσία αυτών των δυο αντιστρόφων θεωρήσεων της Εκκλησίας ως Κοινωνίας Εκκλησιών.
6. Πώς και για ποιο λόγο περνάμε απροβλημάτιστα σήμερα από την «ακοινωνησία» («σχίσμα») στη «αίρεση». Δηλ. αντί να περιοριζόμαστε στη διαπίστωση μιας τραγικής κατάστασης που ισχύει χίλια χρόνια και ενδεχομένως να ψάχνουμε τρόπους (από κοινού με τους άλλους) για τη θεραπεία αυτής της κατάστασης, αν μη τι άλλο σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου, να κρατάμε την ακριβώς αντίθετη θέση και στάση (πνευματική): να διακηρύττουμε την «ακοινωνησία-σχίσμα» ως «αίρεση».
Αν όπως υποστήριξα πιο πάνω δεν πρόκειται περί «αίρεσης»τότε γιατί το κάνουμε; Δεν θέλω να είμαι σκληρός μπροστά σε μια πνευματική και εκκλησιαστική τραγωδία η οποία δυστυχώς δεν είναι τίποτε άλλο στην ουσία από ένα επιπλέον «πτωτικό σύνδρομο», μια «αδαμιαία στάση». Το κάνουμε για έναν πολύ απλό ανθρώπινο (πλην αδαμιαίο) λόγο: για την “ορθοδοξο-αποκλειστικότητα” ή “εκκλησιο-αποκλειστικότητα” (αν όχι και για την “χριστο-αποκλειστικότητα”).
Όπως έλεγαν και οι ομόδοξοι Ρώσοι στους παρελθόντες αιώνες, έναντι της Δύσεως «εμείς έχουμε την Ορθοδοξία». Όταν κανείς καλώς ή κακώς αισθάνεται ταλαιπωρημένος και σε κάπως μειονεκτική θέση (διότι έτσι νομίζει, όχι απαραίτητα διότι έτσι είναι) πρέπει να «αναπληρώσει» (compensation) το υποτιθέμενο «έλλειμμα» με κάτι: και αυτό το κάτι είναι μια απολυτοποιημένη και εξιδανικευμένη «Ορθοδοξία», η «ορθόδοξη ιδεολογία» όπως την ονομάζω. Αυτός πιστεύω είναι ο κύριος λόγος αυτής της στάσης. Είναι επαναλαμβάνω κατανοητός ανθρώπινα (έως και συμπαθείς) αλλά δεν παύει να είναι αντιπροσωπευτικά πτωτικός.
7. Όσον αφορά τώρα στην «ιερωσύνη», στο εκκλησιακό «κύκλωμα» και στην «παροχή» της θείας χάριτος στα οποία ανφέρθηκε άλλος αναγνώστης, καταλαβαίνω το εκτεθέν σκεπτικό αλλά μου θυμίζει Ε.Υ.Δ.ΑΠ. (υπηρεσία παροχής νερού).
Τι να πω;; Μένω λίγο αμήχανος ή μάλλον θεολογικά και πνευματικά άφωνος. Αν νομίζουμε ότι η «χάρις του Κ.Η.Ι.Χ.» -που είναι η «αγάπη του Θεού και Πατρός» καθόσον ταυτίζεται με την «κοινωνία του αγίου Πνεύματος»- είναι κάτι σαν “υπερφυσικό νερό”, ή ότι άλλο πιο πνευματικό και άυλο από το νερό, τότε εγώ σηλώνω άγνοια και αποσύρομαι ως συζητητής. Απλά διότι τότε, ακριβώς στο θέμα της τριαδικής χάριτος του αναστάντος Χριστού, έχουμε άλλη θρησκεία από αυτήν του Παύλου και των Αποστόλων. Και για λόγους εντιμότητας (τουλάχιστον) θα πρέπει να σταματήσουμε να λέμε, μαζί με το «καθολική» (για λόγους που προανέφερα), και το «αποστολική» για τη Εκκλησία. Διότι, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, στη Λειτουργία (δηλ. ενώπιον του Θεού Πατρός) δεν μπορείς να «είσαι ό,τι δηλώσεις» (Τσαρούχης ο αείμνηστος).

Δεν υπάρχουν σχόλια: