e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

Νέα έκκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη να επαναλειτουργήσει η Θεολογική Σχολή Χάλκης

Νέα έκκληση προς την Κυβέρνηση της Τουρκίας, να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, “η οποία έχει προσφέρει πάμπολλα εις την χριστιανοσύνην και τον πολιτισμόν, τα Γράμματα και την ανθρωπότητα”, απηύθυνε η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, σήμερα, Τετάρτη, 1 Δεκεμβρίου 2021, στην ομιλία του, κατά την έναρξη της Ημερίδας που διοργάνωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με θέμα: «Η Συνοδική Εγκύκλιος του 1920: 100 έτη σημαντικής επιρροής». 

Μιλώντας για τη σημαντική αυτή Εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενός αξονικού κειμένου, όπως την χαρακτήρησε, για την πορεία της Οικουμενικής Κινήσεως, ο Παναγιώτατος υπενθύμισε ότι τα μέλη της υποεπιτροπής, τα οποία κατήρτισαν το σχέδιό της, δηλαδή ο Μητροπολίτης Σελευκείας Γερμανός, οι Ιωάννης Ευστρατίου, Βασίλειος Στεφανίδης, Βασίλειος Αντωνιάδης και Παντολέων Κομνηνός, ανήκαν στο καθηγητικό σώμα της Ιεράς Θεολογικής Σχολής Χάλκης. 

“Αυτό σημαίνει ότι η Εγκύκλιός μας εκφράζει το «πνεύμα της Χάλκης», βασικά χαρακτηριστικά του οποίου ήσαν η ανοικτοσύνη προς τον κόσμον και η εμπιστοσύνη εις την δύναμιν του διαλόγου. Όλοι γνωρίζετε ότι η Σχολή της Χάλκης είναι ήδη επί πέντε δεκαετίας κλειστή και ότι το Οικουμενικόν Πατριαρ-χείον δεν δύναται να εκπαιδεύση τα στελέχη του συμφώνως προς το οικουμενικόν πνεύμα της Χαλκίτιδος Σχολής. Είναι βέβαιον ότι η αναστολή της λειτουργίας της Σχολής μας επηρέασε και την πορείαν της Οικουμενικής Κινήσεως. Η συζήτησις περί της Εγκυκλίου του 1920 μας δίδει την ευκαιρίαν να απευθύνωμεν έκκλησιν προς την έντιμον Κυβέρνησιν της Χώρας, να επιτρέψη την επαναλειτουργίαν της Σχολής, η οποία έχει προσφέρει πάμπολλα εις την χριστιανοσύνην και τον πολιτισμόν, τα Γράμματα και την ανθρωπότητα”.        

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, στην ομιλία του, αναφέρθηκε εκτενώς στην σημασία και στο πνεύμα της Συνοδικής Εγκυκλίου.

“Η Εγκύκλιος του 1920 αποτελεί τεκμήριον περί της ευαισθησίας της Μεγάλης Εκκλησίας διά την καλήν μαρτυρίαν εν τω κόσμω, ο οποίος είναι πάντοτε μεταβαλλόμενος και εξελισσόμενος. Η αναφορά της Εγκυκλίου εις τα σημεία των καιρών υπενθυμίζει το αιώνιον καθήκον της Εκκλησίας να δίδη λόγον «περί της εν ημίν ελπίδος» ενώπιον των ιστορικών προκλήσεων, και να αναδεικνύεται η ιδία θετική πρόκλησις διά τον άνθρωπον, τον πολιτισμόν και τους πολιτισμούς, εις κάθε εποχήν. Επιβεβαιώνει δε ότι η μαρτυρία αυτή δεν είναι δυνατόν να δοθή από μίαν εσωστρεφή Ορθοδοξίαν. Η κλειστότης δεν ανταποκρίνεται εις την ουσίαν του Ευαγγελίου και ποτέ δεν ωφέλησε την Εκκλησίαν.

Θεωρούμεν τας Εγκυκλίους του 1902 και του 1904, επί Πατριαρχίας Ιωακείμ Γ’, και εκείνην του 1920, ως μίαν ενότητα, η οποία αποκαλύπτει την ταυτότητα και το διαλογικόν πνεύμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά την τραγωδίαν του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και εις μίαν περίοδον ιδιαιτέρως δύσκολον διά την Αγίαν του Χριστού Μεγάλην Εκκλησίαν, η Εγκύκλιος «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» προέτεινε την ίδρυσιν μιάς «Κοινωνίας των Εκκλησιών» κατά το πρότυπον της «Κοινωνίας των Εθνών», και ενίσχυσε τάσεις της εποχής προς την κατεύθυνσιν ιδρύσεως ενός μεγάλου εκκλησιαστικού οργανισμού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, όπως ελέχθη, «για μια ακόμη φορά κρατούσε, έστω και δισταχτικά το σφυγμό του κόσμου» (Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 219), και έθετε τα θεμέλια διά την ίδρυσιν, τρεις δεκαετίας αργότερον, του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. 

Η πρωτοβουλία αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν πρέπει βεβαίως να χαρακτηρίζεται ως αντίκτυπος σχετικών τάσεων εις τον Προτεσταντικόν κόσμον. Η Μεγάλη Εκκλησία διά της αποφάσεώς της ταύτης ηθέλησε να εκφράση και να καθορίση την θέσιν της απέναντι εις το σκάνδαλον της διασπάσεως της Χριστιανοσύνης.” 

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο Παναγιώτατος τόνισε:

Προ εκατόν ετών η Μεγάλη Εκκλησία εξέφρασε διά της Συνοδικής Εγκυκλίου «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» την αγωνίαν της διά το γεγονός της διασπάσεως του χριστιανικού κόσμου και πρόετεινε συγκεκριμένα βήματα προς την ενότητα διά μέσου της κοινής μαρτυρίας και της συνεργασίας των Εκκλησιών πρωτίστως εις πρακτικά ζητήματα. Αγωνιώμεν σήμερον και ημείς διά την πορείαν της Οικουμενικής Κινήσεως μετά από πολλάς δεκαετίας εντόνου δραστηριότητος εις τον χώρον αυτόν. Αι δυσκολίαι του εγχειρήματος είναι προφανείς, αλλά και αι θετικαί προοπτικαί και δυνατότητες. Συνεχίζομεν, με εμπιστοσύνην εις την πρόνοιαν του Θεού και με αμετακίνητον κοινόν στόχον, όπως διετύπωσεν η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την «τελικήν αποκατάστασιν της εν τη ορθή πίστει και τη αγάπη ενότητος» (Σχέσεις Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον, § 12).

Στην Ημερίδα, η οποία αρχικά είχε προγραμματιστεί να πραγματοποιηθεί την περασμένη χρονιά, με την ευκαιρία συμπληρώσεως 100 ετών από την έκδοσή της, αλλά αναβλήθηκε τότε λόγω των αυστηρών περιοριστικών μέτρων κατά της Πανδημίας, συμμετείχαν Ιεράρχες, κληρικοί και Θεολόγοι, από διαφορετικές Εκκλησίες, καθώς και από σημαντικούς οργανισμούς της Οικουμενικής Κίνησης.

Στην εναρκτήρια συνεδρία παρέστησαν ο Μακ. Πατριάρχης των εν Τουρκία Αρμενίων κ. Sahak Maşalyan, Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου, κληρικοί, ο Εξοχ. Υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος κ. Ανδρέας Κατσανιώτης, ο Εξοχ. Πρέσβης της Ουκρανίας στην Άγκυρα κ. Vasyl Bodnar, οι Γενικοί Πρόξενοι της Ελλάδος Ευγεν. κυρία Γεωργία Σουλτανοπούλου, της Ουκρανίας Εντιμ. κ. Roman Nedilskyi και της Κροατίας Ευγεν. Δρ. Ivana Zerec, ο Εντιμ. κ. Milos Misa  Pejavic, εκ του Γενικού Προξενείου της Σερβίας, και άλλοι επίσημοι προσκεκλημένοι.

Στο Συνέδριο συμμετείχαν (κατά σειρά εκφώνησης της ομιλίας τους):

Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος.

Σεβ. Μητροπολίτης Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ.

Σεβ. Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελίου και Βιάννου κ. Ανδρέας, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. (Διαδικτυακά).

Αιδεσιμολ. Μ. Πρωτοπρεσβύτερος κ. Γεώργιος Τσέτσης (Την ομιλία ανέγνωσε ο Πανοσιολ. Μ. Εκκλησιάρχης κ. Αέτιος, Δντης Ιδιαιτέρου Πατριαρχικού Γραφείου)

Πανοσιολ. κ. Ανδρέας Παλμιέρι, Υπογραμματέας του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Προώθηση της Χριστιανικής Ενότητας.

Αιδεσιμολ. Δρ. Ioan Sauca, Καθηγητής, μεταβατικός Γεν. Γραμματέας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (WCC).

Σεβ. Αρχιεπίσκοπος κ. Khajag Barsamian, εκ της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας (Την ομιλία ανέγνωσε ο Ιερολ. Πατριαρχικός Διάκονος κ. Ιερώνυμος Σωτηρέλης, Γραμματέας της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου)

Αιδεσιμολ. Κ. Christian Krieger, Πρόεδρος Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (CEC).

Σεβ. Μητροπολίτης Κωνσταντίας και Πρόεδρος Αμμοχώστου κ. Βασίλειος, εκ της Εκκλησίας της Κύπρου.

Σεβ.  Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, εκ της Εκκλησίας της Ελλάδος (Διαδικτυακά).

Ελλογιμ. Καθηγητής Δρ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, Άρχων Μ. Πρωτονοτάριος της Μ.τ.Χ.Ε.. (Την ομιλία ανέγνωσε ο Καθηγητής Δρ. Κωνσταντίνος Δεληκωσταντής, Δντης Α’ Πατριαρχικού Γραφείου)

Αιδεσιμολ. Πρωθιερευς Δρ. Alexander Rentel, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αγίου Βλαδιμήρου Ν.Υ.(Διαδικτυακά).

Φωτογραφίες: Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας Οικουμενικού Πατριαρχείου



Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου εἰς τήν Ἡμερίδα «Ἡ Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920: 100 ἔτη σημαντικῆς ἐπιρροῆς» 

 (Πόλις, 1η Δεκεμβρίου 2021)

* * *

Μακαριώτατε, 

Ἱερώτατοι καί Θεοφιλέστατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι, 

Ἐξοχώτατε κύριε Ὑπουργέ,

Ἐξοχώτατοι καί Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τοῦ Διπλωματικοῦ Σώματος,

Τιμιώτατοι ἐκπρόσωποι Ἐκκλησιῶν καί Οἰκουμενικῶν θεσμῶν, 

Ἐλλογιμώτατοι ὁμιληταί, 

Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες,

Προσφιλέστατοι προσκεκλημένοι,

Σᾶς καλωσορίζομεν ἐγκαρδίως εἰς τήν Ἡμερίδα καί ἐκφράζομεν τήν χαράν μας διά τήν παρουσίαν σας. Ἰδιαιτέρας εὐχαριστίας ἀπευθύνομεν πρός ἐσᾶς, οἱ ὁποῖοι ἤλθετε ἀπό τήν Ἀμερικήν καί τήν Δυτικήν Εὐρώπην εἰς τήν Πόλιν μας, ἐν μέσῳ πανδημίας, διά νά συμμετάσχετε εἰς τήν ἐπιστημονικήν ταύτην ἐκδήλωσιν, ἐπί τῇ συμπληρώσει ἑκατονταετίας ἀπό τῆς δημοσιεύσεως τῆς Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ἑνός ἀξονικοῦ κειμένου διά τήν πορείαν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. 

Ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 ἀποτελεῖ τεκμήριον περί τῆς εὐαισθησίας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας διά τήν καλήν μαρτυρίαν ἐν τῷ κόσμῳ, ὁ ὁποῖος εἶναι πάντοτε μεταβαλλόμενος καί ἐξελισσόμενος. Ἡ ἀναφορά τῆς Ἐγκυκλίου εἰς τά σημεῖα τῶν καιρῶν ὑπενθυμίζει τό αἰώνιον καθῆκον τῆς Ἐκκλησίας νά δίδῃ λόγον «περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» ἐνώπιον τῶν ἱστορικῶν προκλήσεων, καί νά ἀναδεικνύεται ἡ ἰδία θετική πρόκλησις διά τόν ἄνθρωπον, τόν πολιτισμόν καί τούς πολιτισμούς, εἰς κάθε ἐποχήν. Ἐπιβεβαιώνει δέ ὅτι ἡ μαρτυρία αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά δοθῇ ἀπό μίαν ἐσωστρεφῆ Ὀρθοδοξίαν. Ἡ κλειστότης δέν ἀνταποκρίνεται εἰς τήν οὐσίαν τοῦ Εὐαγγελίου καί ποτέ δέν ὠφέλησε τήν Ἐκκλησίαν.

Θεωροῦμεν τάς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902 καί τοῦ 1904, ἐπί Πατριαρχίας Ἰωακείμ Γ’, καί ἐκείνην τοῦ 1920, ὡς μίαν ἑνότητα, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τήν ταυτότητα καί τό διαλογικόν πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Μετά τήν τραγωδίαν τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου καί εἰς μίαν περίοδον ἰδιαιτέρως δύσκολον διά τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, ἡ Ἐγκύκλιος «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» προέτεινε τήν ἵδρυσιν μιᾶς «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν» κατά τό πρότυπον τῆς «Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν», καί ἐνίσχυσε τάσεις τῆς ἐποχῆς πρός τήν κατεύθυνσιν ἱδρύσεως ἑνός μεγάλου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὅπως ἐλέχθη, «γιά μιά ἀκόμη φορά κρατοῦσε, ἔστω καί δισταχτικά τό σφυγμό τοῦ κόσμου» (Ν. Ματσούκας, Οἰκουμενική Κίνηση, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 219), καί ἔθετε τά θεμέλια διά τήν ἵδρυσιν, τρεῖς δεκαετίας ἀργότερον, τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν. 

Ἡ πρωτοβουλία αὐτή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου δέν πρέπει βεβαίως νά χαρακτηρίζεται ὡς ἀντίκτυπος σχετικῶν τάσεων εἰς τόν Προτεσταντικόν κόσμον. Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία διά τῆς ἀποφάσεώς της ταύτης ἠθέλησε νά ἐκφράσῃ καί νά καθορίσῃ τήν θέσιν της ἀπέναντι εἰς τό σκάνδαλον τῆς διασπάσεως τῆς Χριστιανοσύνης. Ὅπως ἔγραφεν ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Μύρων, ὁ μετέπειτα Ἐφέσου, καί Καθηγητής Χρυσόστομος (Κωνσταντινίδης), τήν τοποθέτησιν αὐτήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «ὑπαγόρευε ἡ θεία του καταγωγή ὡς Ἐκκλησίας, ἡ πνευματοκεντρική διδασκαλία του, ἡ ἐμπειρία του στόν χῶρο τῶν σχέσεών του μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες καί ὁμολογίες καί τελικά ἡ αὐτοσυνειδησία του ὡς θεσμοῦ πού ὤφειλε νά προχωρήσει πρωτοποριακά στόν καθορισμό τῆς στάσης του ἀπέναντι στό φρικτό καί ἀνεπίτρεπτο γεγονός τῆς διαιρέσεως» (Μητρ. Μύρων Χρυσοστόμου, «Ἡ θέση τῆς Ὀρθοδοξίας στό σύγχρονο χριστιανικό κόσμο», Στάχυς, Ἰούλιος 1981 – Δεκέμβριος 1985μ τεύχη 68-85, σ. 337-348, ἐδῶ σ. 346).

Ἀξία περαιτέρω διερευνήσεως καί συζητήσεως εἶναι ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου «Κοινωνία» τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἔχει ὑπογραμμισθῆ ἡ βιβλική καί ἡ ἐκκλησιαστική θεμελίωσις τοῦ λόγου περί «Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν» ἐπί τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἔχει ἐπίσης λεχθῆ ὅτι ἐδῶ ὁ ὅρος «Κοινωνία» δέν εἶναι δυνατόν νά διεκδικήσῃ τήν ἐκκλησιολογικήν βαρύτητα, τήν ὁποία ἐμπερικλείει ὁ ὅρος «Ἐκκλησία ὡς κοινωνία» εἰς τήν σύγχρονον θεολογικήν συζήτησιν περί Ἐκκλησίας. Ἀντί ἄλλου θά ἀναγνώσωμεν ἕν ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ ἄρθρου τοῦ Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου «Ἡ Ἐκκλησία ὡς κοινωνία», εἰς τό ὁποῖον τονίζεται ὅτι ἡ ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας ἔχει βαθείας ρίζας εἰς ὅλας τάς χριστιανικάς παραδόσεις. Γράφει ὁ ἅγιος Περγάμου: «Παρά τό γεγονός ὅτι δέν δύνανται ὅλαι αἱ χριστιανικαί παραδόσεις νά διεκδικήσουν τόν ἴδιον βαθμόν ἐκτιμήσεως καί χρήσεως αὐτῆς τῆς ἰδέας εἰς τήν θεολογίαν, ἡ παρουσία της εἰς τήν οἰκουμενικήν συζήτησιν δυσκόλως μπορεῖ νά ἀποδοθῇ εἰς τήν ἰδιαιτέραν ἐπίδρασιν κάποιας ἀπό αὐτάς τάς παραδόσεις. Ὡς Ὀρθόδοξος χαίρομαι διά τήν χρῆσιν αὐτῆς τῆς ἰδέας εἰς τόν οἰκουμενικόν διάλογον, μέ δεδομένα τό βάθος καί τόν πλοῦτον πού αὐτή κατέχει εἰς τήν θεολογίαν τῶν Ἑλλήνων Πατέρων. Ὅμως, τήν ἰδίαν στιγμήν, ὀφείλω νά δεχθῶ ὅτι ἡ ἰδέα τῆς «κοινωνίας» εἶναι ἐξ ἴσου παροῦσα εἰς Λατίνους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἀμβρόσιος καί ὁ Αὐγουστῖνος καί ἄλλοι, ἀλλά καί εἰς τούς Μεταρρυθμιστάς. Καί ἐκεῖνοι ἐξ ἡμῶν οἱ ὁποῖοι ἀποδίδουν μεγαλυτέραν καί «ἀποκλειστικήν» σημασίαν εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν, δέν μποροῦν νά παραβλέψουν τήν σημαντικήν θέσιν τοῦ θέματος τῆς κοινωνίας εἰς τήν Βίβλον» (J. Z. Zizioulas The Church as Communion, Offrint from St Vladimir᾿s Theological Quarterly 38, No 1, 1994, σ. 3-16, ἐδῶ σ. 8).

Δέν ἐπιθυμοῦμεν νά προκαταλάβωμεν ὅσα θά παρουσιασθοῦν καί θά συζητηθοῦν κατά τήν παροῦσαν Ἡμερίδα. Θά προσθέσωμεν μόνον τρεῖς συντόμους παρατηρήσεις:

α) Ἀπέναντι εἰς τήν ἔνστασιν ὅτι εἰς τήν Ἐγκύκλιον τοῦ 1920 κυριαρχεῖ μία «κοινωνιστική» ἀντίληψις τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ὅτι «τό «κίνητρο τῆς ἠθικῆς ὠφελιμότητας καί χρησιμότητας» ἐμφανίζεται ὡς ὁ μοχλός διά τήν προσέγγισιν τῶν ἐκκλησιῶν, φρονοῦμεν ὅτι ἡ προβολή τῆς κοινωνικῆς διαστάσεως τῆς ποιμαντικῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί γενικώτερον τῆς μαρτυρίας αὐτῆς ἐν τῷ κόσμῳ, δέν σημαίνει ὅτι αὐτή ἡ «ὁριζοντία» παρέμβασις λειτουργεῖ ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τήν πίστιν καί τήν ἀποκληθεῖσαν «κάθετον» διάστασιν. Ἐξ ἄλλου, τά πάντα εἰς τήν μαρτυρίαν τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζουν τήν ἀκατάλυτον σύνδεσιν τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, τόν αἰώνιον πυρῆνα τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους.

β) Ὅταν ἡ Ἐγκύκλιος καλῇ τάς Ἐκκλησίας νά συστρατευθοῦν εἰς τόν ἀγῶνα κατά τῶν λεγομένων «μοντέρνων ἁμαρτιῶν», προϋποθέτει σύμπνοιαν τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τόν τομέα αὐτόν. Σήμερον γνωρίζομεν ὅτι ἡ ριζική διαφωνία τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν Ὁμολογιῶν εἰς τά ἀνθρωπολογικά καί ἠθικά θέματα ἀποτελεῖ μέγα καί συχνάκις ἀνυπέρβλητον ἐμπόδιον εἰς τήν διαχριστιανικήν προσέγγισιν. Εἶναι βέβαιον ὅτι εἰς τάς ἡμέρας μας ἡ ἀνάπτυξις, ἐπί τῇ βάσει θεολογικῶν κριτηρίων, μιᾶς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας εἶναι ἀπαίτησις τῶν καιρῶν. Χωρίς τήν συμβολήν τῆς θεολογίας, αἱ ἀπόψεις τῶν χριστιανῶν ἐπί τῶν ἀνθρωπολιγικῶν θεμάτων θά συνεχίσουν νά διΐστανται καί νά προκαλοῦν διασπάσεις.

γ) Τά μέλη τῆς ὑποεπιτροπῆς, τά ὁποῖα κατήρτισαν τό σχέδιόν τῆς Ἐγκυκλίου, ἤτοι ὁ Ἱερώτατος Μητροπολίτης Σελευκείας Γερμανός, οἱ Ἰωάννης Εὐστρατίου, Βασίλειος Στεφανίδης, Βασίλειος Ἀντωνιάδης καί Παντολέων Κομνηνός, ἀνῆκον εἰς τό καθηγητικόν σῶμα τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς Χάλκης. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐγκύκλιός μας ἐκφράζει τό «πνεῦμα τῆς Χάλκης», βασικά χαρακτηριστικά τοῦ ὁποίου ἦσαν ἡ ἀνοικτοσύνη πρός τόν κόσμον καί ἡ ἐμπιστοσύνη εἰς τήν δύναμιν τοῦ διαλόγου. Ὅλοι γνωρίζετε ὅτι ἡ Σχολή τῆς Χάλκης εἶναι ἤδη ἐπί πέντε δεκαετίας κλειστή καί ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον δέν δύναται νά ἐκπαιδεύσῃ τά στελέχη του συμφώνως πρός τό οἰκουμενικόν πνεῦμα τῆς Χαλκίτιδος Σχολῆς. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἡ ἀναστολή τῆς λειτουργίας τῆς Σχολῆς μας ἐπηρέασε καί τήν πορείαν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. Ἡ συζήτησις περί τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 μᾶς δίδει τήν εὐκαιρίαν νά ἀπευθύνωμεν ἔκκλησιν πρός τήν ἔντιμον Κυβέρνησιν τῆς Χώρας, νά ἐπιτρέψῃ τήν ἐπαναλειτουργίαν τῆς Σχολῆς, ἡ ὁποία ἔχει προσφέρει πάμπολλα είς τήν χριστιανοσύνην καί τόν πολιτισμόν, τά Γράμματα καί τήν ἀνθρωπότητα.        

Ἐκλεκτοί παρόντες,

Πρό ἑκατόν ἐτῶν ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἐξέφρασε διά τῆς Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου «Πρός τάς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ» τήν ἀγωνίαν της διά τό γεγονός τῆς διασπάσεως τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καί προέτεινε συγκεκριμένα βήματα πρός τήν ἑνότητα διά μέσου τῆς κοινῆς μαρτυρίας καί τῆς συνεργασίας τῶν Ἐκκλησιῶν πρωτίστως εἰς πρακτικά ζητήματα. Ἀγωνιῶμεν σήμερον καί ἡμεῖς διά τήν πορείαν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως μετά ἀπό πολλάς δεκαετίας ἐντόνου δραστηριότητος εἰς τόν χῶρον αὐτόν. Αἱ δυσκολίαι τοῦ ἐγχειρήματος εἶναι προφανεῖς, ἀλλά καί αἱ θετικαί προοπτικαί καί δυνατότητες. Συνεχίζομεν, μέ ἐμπιστοσύνην εἰς τήν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ καί μέ ἀμετακίνητον κοινόν στόχον, ὅπως διετύπωσεν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τήν «τελικήν ἀποκατάστασιν τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος» (Σχέσεις Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον, § 12).

Κατακλείοντες, εὐχαριστοῦμεν πάντας ὑμᾶς διά τήν παρουσίαν σας, τούς ἐκλεκτούς ὁμιλητάς, τάς ἀξίας διερμηνεῖς καί πάντας τούς συμβαλόντας εἰς τήν προετοιμασίαν τῆς Ἡμερίδος. Ἐκφράζομεν τήν Πατριαρχικήν ἡμῶν εὐαρέσκειαν, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Προέδρου τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Ἡμερίδος Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Χαλκηδόνος κ. Ἐμμανουήλ, πρός πάντα τά μέλη αὐτῆς.  Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί τά αἰσθήματα, εὐχόμενοι ἐπιτυχῆ διεξαγωγήν τῆς Ἡμερίδος μας, ἐπικαλούμεθα ἐπί πάντας ὑμᾶς τήν χάριν καί τόν φωτισμόν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τοῦ πνεύματος τῆς σοφίας καί τῆς συνέσεως.

Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: