e-περιοδικό της Ενορίας Μπανάτου εν Ζακύνθω. Ιδιοκτήτης: Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου Παναγιώτης Καποδίστριας (pakapodistrias@gmail.com), υπεύθυνος Γραφείου Τύπου Ι. Μητροπόλεως Ζακύνθου. Οι δημοσιογράφοι δύνανται να αντλούν στοιχεία, αφορώντα σε εκκλησιαστικά δρώμενα της Ζακύνθου, με αναφορά του συνδέσμου των αναδημοσιευόμενων. Η πνευματική ιδιοκτησία προστατεύεται από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Τα νεότερα στα θεματικά ένθετα

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Το βαρέλι με τις ελιές, που απέτρεψε την Απαγωγή

Γράφει η ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Πάνω σε ένα ψηλό, καλοστεκούμενο σπίτι στον Πισινόντα, είχε γεννηθεί, μετά από τα δύο σερνικά, το τρίτο παιδί, κοριτσάκι αυτή τη φορά, του Κωνσταντή και της Μαγδαληνής, γύρω στα 1870. 

Στη ρίζα του Βουνού το σπίτι, σε ύψωμα με θέα τη χώρα, το Σκοπό και το Λαγανά! Είχε 4 μεγάλες κάμερες, ένα θεόρατο πόρτεγο, (σαλόνι) μια πολύ μεγάλη κουζίνα, λιτρουβείο με χαγιάτια, 2 πηγάδια, καμπινέ, έξω, όχι πολύ συνηθισμένο εκείνα τα χρόνια! Καλονοικοκυραίοι με τα όλα τους δηλαδή!

Ξημέρωνε Σάββατο, και η Μαγδαληνή δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα! Την Κυριακή, ήταν τα βαφτίσια της μοναχοκόρης της κι ο άνδρας της επέμενε να τη βαφτίσουν Νιόνια. Η επιμονή του οφειλόταν, στο «μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια», αφού λέγανε Νιόνια όχι μόνο τη Μάνα του αλλά και την πεθερά του!

-Ναι ψυχή μου, αλλά αυτές είναι γρίες, απαντούσε η Μαγδαληνή. Πώς να φωνάζεις "Νιόνια" την μπεμπέκα μας;

Ο Κωνσταντής όμως, ανένδοτος!

-Δε χαίρεσαι κυρά μου, όπου θα βγει και της Μάνας σου το όνομα, όπου δεν έχει σερνικό;

Όλη νύχτα σκεφτόταν και παρακαλούσε τον Άγιο, να τση δώκει φώτιση να σκεφτεί κάτι. Εκεί που άρχισε να χαράζει και τα κοκόρια στο κοτέτσι χαλούσαν τον κόσμο με τα κικιρίκου τους, σαν να της ήρθε μια ιδέα. Το σκέφτηκε, το ματασκέφτηκε επήγε στα Κονίσματα, άναψε το καντηλάκι της σταυροκοπήθηκε ταπεινά και,

-Άγιο μου Κορμάκι, εσένα επαρακάλια ούλη νύχτα και μου φαίνεται μούδωκες φώτιση τι να κάμω! Το άγιο όνομα σου θα πιάσω στο στόμα μου, συχώρα με, γιατί δεν έχω άλλη ορπίδα άλλο από να του πω ότι εσύ με ονείριασες και μούπες ότι Εσένανε δε σε λέγανε Νιόνιο! Διονύσιο σε λέγανε! Αμαρτία να μη λένε Διονυσία το παιδί. Κάμε το θαύμα σου, Άγιέ μου, και θα σου φέρω λαμπάδα στο μπόι τσης!

Έτσι παρηγορήθηκε η Μαγδαληνή κι ήταν σίγουρη πως ο Άγιος θα έκανε το θαύμα του! Έλα μου, όμως, όπου ο Κωνσταντής αμετάπειστος! Τζάμπα τα λόγια, τζάμπα τα παρακάλια κι οι προσευχές τζάμπα τα ταξίματα στον Άγιο! Αγύριστο κεφάλι, λες και δεν τον ήξερε, μα είπε κι αυτή η δόλια, μήπως και υποχωρήσει όταν του πει για τον Άγιο!

Έτσι, το μικρό κοριτσάκι, ναι μεν, βαφτίστηκε Διονυσία, αλλά από την ίδια στιγμή "Νιόνια" τη φώναζε και η Μάνα της! Τι να έκανε η γυναίκα, αφού βγήκε η απόφαση, δεν ήθελε να κακοκαρδίσει τον άντρα της.

Μεγάλωνε η μικρή Νιόνια και γινόταν πολύ όμορφη κοπέλα! Τ' αδέλφια της, ο Νικόλας και ο Σπύρος, της είχαν πολύ μεγάλη αδυναμία! Ήταν το καμάρι όλων η μικρή! Οι δύο Νόνες που άκουγαν το όνομά τους στη μικρή, τη λάτρευαν στην κυριολεξία! Εκείνος, όμως, που έλιωνε και μόνο που την έβλεπε ήταν ο πατέρας της ο Κωνσταντής! Μη στάξει και μη βρέξει την είχαν όλοι! Δεν είναι που ήταν όμορφη, ψηλή, λυγερή, πρασινομάτα με μαύρα μακριά μαλλιά και γαϊτανοφρύδα, ήταν και πολύ γλυκό πλάσμα και προκομένη, μέσα σε όλα, ταυτόχρονα, όμως, φοβερά δυναμική! Ήταν περιζήτητη νύφη! Όμορφη, καλοσυνάτη με το χαμόγελο πάντα στα χείλη, από καλή οικογένεια και με προίκα κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη! Τα προξενιά έδιναν κι έπαιρναν από τα 15 της χρόνια, όμως ούτε οι δικοί της βιάζονταν να την ξεφορτωθούν, αλλά ούτε και η Νιόνια ενδιαφερόταν για παντρειά!

Πολύ αυστηρά τα ήθη και τα έθιμα εκείνα τα χρόνια! Μολαταύτα, ακόμα και τότε οι νεαροί, έριχναν κλεφτές ματιές στην όμορφη κοπέλα, τόσο στην εκκλησία όσο και όπου αλλού την έβλεπαν όπως στο πανηγύρι του χωριού, σε κάνα γάμο ή βάφτιση αλλά και στα πανηγύρια των γύρω χωριών! Σοβαρή κι αγέρωχη η Νιόνια ούτε που έδινε σημασία, έτσι που από τη μια η αδιαφορία της από την άλλη η περηφάνια που εισέπρατταν σαν περιφρόνηση, από τη Νιόνια, τους αποθάρρυνε όλους! Κάποιοι από αυτούς δεν το έβαζαν κάτω και καμάρωναν πως, αν την ζητήσουν, ο Κωνσταντής δε θα πει όχι. Ήταν εκείνοι που πίστευαν πως τους άξιζε η Νιόνια, γιατί ήταν λεβεντόπαιδα και με περιουσία, οπότε, γιατί να μην τη δώσει ο πατέρας της;

Ένας από αυτούς, ο Πέτρος, νόμιζε πως ήταν καλύτερος από όλους! Είχε περιουσία, ο Νόνος του είχε κάμει Δήμαρχος κάνα-δυο φεγγάρια, επί πλέον, διέθετε και πολυτελή άμαξα που την έσερναν δυο ωραία άλογα καμαρωτά! Μα, και «παλικαράς»! Όλα αυτά, όμως, συν τον απεριόριστο εγωισμό του και ότι πάντα ζωσμένος με κουμπούρα και μαχαίρι, προκαλούσαν αντιπάθεια και φόβο και δεν τον συμπαθούσε κανείς σχεδόν! Καρφί δεν του καιγόταν του Πέτρου, ήταν πεπεισμένος ότι έτσι και στείλει προξενιό, η Νιόνια δική του! Και το έστειλε το προξενιό με ένα θείο του κι ένα ηλικιωμένο από το χωριό.

Μαθεύτηκε λίγο-πολύ στο χωριό κι όλοι περίμεναν να δουν αν την δώσει ο Κωνσταντής. Ο Κωνσταντής, δε χρειάστηκε να σκεφτεί και πολύ, απλά αρνήθηκε! Άλλωστε η πριγκηπέσα του μόλις είχε πατήσει τα 17, γιατί να βιαστεί;

Σούσουρο στον Πισινόντα με τη χυλοπίτα που έφαγε ο παλικαράς ομορφονιός που τόχε δέσει κόμπο σε ψιλό μαντήλι πως μεθαύριο το πολύ, θα δένανε το γάμο!

Λίγες μέρες μετά η Μαγδαληνή ανάφερε στη Νιόνια το προξενιό κι η κοπέλα, έκανε το σταυρό της που έδωσε φώτιση ο Άγιος στον πατέρα της και είπε όχι, γιατί επ' ουδενί θα δεχόταν τέτοιο γάμο.

Δεν πρέπει να είχαν περάσει πάνω από 2-3 μήνες από τότε και είχε κοπάσει κάπως ο θόρυβος από το φιάσκο του παλικαρά.

Εκείνο το πρωί, είχαν φύγει από νωρίς ο Κωσταντής και τα σερνικά του, γιατί μαζεύανε ελιές. Η Μαγδαληνή είχε πάει στη Μάνα της να της ρίξει βεντούζες γιατί είχε βαρύ κρύωμα. Μόνη στο σπίτι η Νιόνια, όταν ξαφνικά πρώτα άκουσε το ποδοβολητό και μετά είδε μία άμαξα να φτάνει στην μπασία του σπιτιού, να κατεβαίνει ο Πέτρος ζωσμένος τ΄ άρματα και να ορμάει πάνω της προσπαθώντας να την αρπάξει.

Μα η Νιόνια δεν ήταν από τα κορίτσια που τρομάζουν εύκολα και τα χάνουν. Η αντιπάθειά της για τον παλικαρά, την όπλισε με τεράστια δύναμη. Τραβιέται πίσω με τρόπο παρακολουθώντας τις κινήσεις του, αρπάζεται από ένα βαρέλι γεμάτο ελιές που ήταν δίπλα, το σπρώχνει με δύναμη, κυλάει το βαρέλι σκορπίζονται όλες οι ελιές κάτω, γλιστράει συνέχεια ο επίδοξος απαγωγέας, βάζει τις φωνές η Νιόνια, τρέχουν γείτονες και χωριανοί, ίσα που πρόλαβε ο «παλικαράς» να σαλτάρει στην άμαξα και να το βάλει στα πόδια, ωρυόμενος πως δε θα του γλιτώσει, θα την κλέψει!

Το βράδυ, οικογενειακό συμβούλιο στο σπίτι, όχι μόνο με τον πατέρα και τα αδέλφια της Νιόνιας, αλλά και με μπαρμπάδες και ξαδέλφια! Αφού είπαν πολλά και μελέτησαν καλά το θέμα, αποφασίστηκε πως δεν είναι πλέον ασφαλές να μένει μόνη στο σπίτι η Νιόνια, γιατί οι άνδρες είχαν τις δουλειές τους, ούτε με τις Νόνες μπορούσαν να την εμπιστευθούν, η μόνη λύση ήταν να κλειστεί προσωρινά σε Μοναστήρι όπου δε θα τολμούσε να πλησιάσει ο παλικαράς και το κορίτσι θα ήταν προστατευμένο! Η Νιόνια, δεν έφερε αντίρρηση γιατί μπορεί την πρώτη φορά να τη γλίτωσε με το βαρέλι τις ελιές, αλλά δεύτερη δεν ήταν σίγουρη αν στεκόταν τόσο τυχερή.

Έτσι, μετά από συζητήσεις με τον Δεσπότη και την Ηγουμένη του Μοναστηριού που ήταν πίσω από το Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων, της γνωστής Ι. Μ. ο Παρθενών, λίγες μέρες μετά και με μεγάλη μυστικότητα, πήραν τη Νιόνια πολύ πριν χαράξει για να αποφύγουν τυχόν συναπαντήματα, πατέρας, αδέλφια και δυο ξαδέλφια για ενίσχυση οπλισμένοι όλοι τους σαν αστακοί, κάτι όχι ασυνήθιστο εκείνα τα χρόνια, και την πήγαν στη χώρα στο Μοναστήρι! Σε κείνο το Μοναστήρι, έβρισκαν καταφύγιο, πολλά κορίτσια καλών οικογενειών που έτυχε να «ακουστεί» το όνομα τους!

Μικρή η κοινωνία του χωριού τότε, αλλά και της χώρας και κάποια στιγμή μαθεύτηκε πού βρίσκεται η Νιόνια! Μα, ούτε ο παλικαράς δεν τολμούσε να ζυγώσει, διέδιδε παντού, όμως, ότι αλίμονο σε όποιον κάνει την αποκοτιά και την παντρευτεί! Ή εκείνος ή κανένας! Φυσικά πολλοί νέοι άξιοι και καλοί από τον Πισινόντα αλλά και από τα γύρω χωριά λαχταρούσαν να στείλουν προξενιό, αλλά ποιος τολμούσε που ο άγριος και βάρβαρος παλικαράς καιροφυλακτούσε!

Η ιστορία της Νιόνιας, είχε μαθευτεί σε ολόκληρο το νησί και πιο πέρα ακόμα! Περνούσαν τα χρόνια κι η Νιόνια στο Μοναστήρι ανύπαντρη! Είχε γίνει θρύλος, το κορίτσι που για χρόνια, κρυβόταν σε Μοναστήρι για να αποφύγει τον ανεπιθύμητο γαμπρό! Κόντευε τα 25 η Νιόνια, όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ζάκυνθο μια οικογένεια από την Πελοπόννησο. Καλή και πλούσια με τέσσερις γιους λεβέντες όλοι, ο ένας καλύτερος από τον άλλον. Ασφαλώς, μετά από λίγο, άκουσαν και αυτοί την ιστορία της όμορφης Νιόνιας! Το όνομα της, συζητιόταν λίγο πολύ από όλους, για την ομορφιά της, το ήθος της αλλά και την παλικαριά της ένα κοριτσόπουλο, τότε, ολομόναχη, με την ευστροφία και την αξιοσύνη της να τρέψει σε φυγή τον επίδοξο απαγωγέα!

Ο Χαράλαμπος, ο τρίτος από τα αδέλφια, αφού συζήτησε με τον πατέρα και τα αδέλφια του και συμφώνησαν όλοι, αποφάσισε να αψηφήσει το γεροπαλικαρά, που είχε περάσει τα 35 και δεν ήταν πια για παλικαριές και τέτοια και να στείλει προξενιό για τη Νιόνια!

Χαρές η φαμελιά της, χαρές και η Νιόνια όταν πήγαν οι δικοί της και της εξήγησαν τι και πώς! Σαν κοιτάχτηκαν για πρώτη φορά ο Χαράλαμπος και η Νιόνια, ένιωσαν πως όντως ήταν ο ένας για τον άλλον! Την πήραν από το Μοναστήρι στο σπίτι της, όπου ο πατέρας της τα αδέλφια και ξαδέλφια της αλλά και ο Χαράλαμπος, ο πατέρας και τα αδέλφια του, δεν την άφησαν από τα μάτια τους μέχρι να γίνει ο γάμος!

Ένας γάμος λαμπρός και όμορφος όπως ταίριαζε στους δύο νέους! Απέκτησαν τρία παιδιά, το Μίμη, την Ελένη και τη Γαρουφαλιά. Η Γαρουφαλιά, πέθανε νέα από φθίση κι άφησε δύο ορφανά, τα οποία μεγάλωσε η Νιόνια. Έζησαν μια πολύ καλή ζωή! Τόσο καλή, όπου το κοριτσόπουλο που έστρωσε στο κυνηγητό τον ψευτοπαλικαρά παρά λίγο απαγωγέα της, έζησε μέχρι τα πολύ βαθιά γηρατειά!

δ.μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: